Έχω σταματήσει να μετρώ και έχω και εγώ η ίδια ξεχάσει πόσες παραστάσεις αυτού του έργου έχω δει! Αυτήν τη στιγμή θυμάμαι τον αείμνηστο Δημήτρη Παπαμιχαήλ ως Βάνια το 1995, τον Νίκο Χατζόπουλο ως Βάνια σε σκηνοθεσία Χουβαρδά με τον Γιάννη Βογιατζή σε ρόλο καμέο ως υπηρέτρια το 2010, τον Γιάννη Φέρτη ως Βάνια και στο πλευρό του τον Βόγλη ως καθηγητή Σεριαμπριάκοφ στον τελευταίο ρόλο της ζωής του.
Λατρεύω τον Τσέχοφ, θα το λέω συνεχώς και θα το λέω ώσπου να βαρεθείτε να με ακούτε! Δεν είμαι η μόνη, έργα του μεγάλου δραματουργού παίζονται στην Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο. Όλοι όσοι τον αγαπάμε -και είμαστε πολλοί- έχουμε δει τα έργα του στη θεατρική σκηνή δυο και τρεις και περισσότερες φορές!
Ο πρόλογος που έκανα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θεατής που έχει δει ένα έργο πέντε φορές στο θέατρο, γίνεται απαιτητικός. Αυτό άλλωστε είναι και το πρόβλημα των νέων σκηνοθετών που καλούνται να παρουσιάσουν κλασικά έργα. Το θέμα παραμένει ίδιο, όσο κι αν θέλουν κάποιοι μοντερνιστές να το ξεχειλώσουν και να το παρουσιάσουν ως κάτι άλλο! (δες Δαιμονισμένους φέτος στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών)
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι κατά του μοντερνισμού των κλασικών έργων. Το αντίθετο: πιστεύω ότι τα κλασικά έργα διακρίνονται από την διαχρονικότητά τους. Η διαχρονικότητα αυτή τους δίνει το ελεύθερο νέων "μεταφράσεων", νέων αντιμετωπίσεων των καταστάσεων.
Λίγα λόγια για τον Θείο Βάνια πριν προχωρήσω περαιτέρω, για αυτούς που δεν γνωρίζουν το έργο. Ο καθηγητής Σεριαμπριάκοφ έρχεται να μείνει με τη δεύτερη σύζυγό του στην πρώην πεθερά του και στον κουνιάδο του, στον Βάνια, σε μια αδιευκρίνιστη επαρχία της Ρωσίας. Είναι ένα αγρόκτημα το οποίο καλλιεργεί ο Βάνιας με την βοήθεια της ανιψιάς του, της Σόνιας, κόρης του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο, με την αδελφή του Βάνια, η οποία έχει πεθάνει. Μαζί τους μένει και η γηραιά μητέρα του Βάνια, που έχει αδυναμία στον γαμπρό της, τον καθηγητή. Στο φιλικό τους περιβάλλον υπάρχει και ο γιατρός Αστρόφ, ένας μορφωμένος, κυνικός εργένης. Ο Βάνιας είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του καθηγητή, ένας ανεκπλήρωτος και καταδικασμένος εξαρχής έρωτας. Η Σόνια είναι και αυτή ερωτευμένη με τον γιατρό Αστρόφ, ο οποίος απλά την συμπαθεί ως άνθρωπο. Ο ίδιος ο γιατρός ποθεί την όμορφη σύζυγο του καθηγητή. Η μητέρα του Βάνια εκτιμά βαθύτατα τον καθηγητή, πολλές φορές εις βάρος του ίδιου του γιου της. Βρισκόμαστε στην μέση της στέπας, στην απέραντη κοιλάδα. Στην πλήξη και στην ανία μιας ζωής άχαρης, χωρίς διασκεδάσεις, χωρίς γεγονότα, χωρίς νέα πρόσωπα! Ο Βάνιας πενηντάρισε, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αφοσιώθηκε στην εργασία και στην καλλιέργεια της γης. Το ίδιο και η ανιψιά του, η Σόνια, μια καλή, ασχημούλα κοπέλα, αφοσιωμένη στο καθήκον. Ο γιατρός Αστρόφ χαράμισε όλη την ζωή του στο επάγγελμά του: έτρεχε με τις άμαξες σε όλη την περιφέρεια, μέσα στο κρύο και στα χιόνια, να προλάβει ζωντανούς τους ασθενείς του. Από την άλλη, ο καθηγητής Σεριαμπριάκοφ έζησε όλη τη ζωή στην πρωτεύουσα, δοξασμένος και κερδίζοντας τις πιο όμορφες και καλές συζύγους. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντρών, του Βάνια και του Σερεμπριάκοφ, δεν αργεί να έρθει. Ο Βάνιας στα μεσοκοπήματά του, νιώθει αδικημένος από τον γαμπρό του. Αυτός δούλευε μια ζωή σκληρά στα χωράφια, για να στέλνει χρήματα στον διανοούμενο. Ονειρεύεται πλέον μια καλύτερη ζωή, έναν έρωτα. Από την άλλη, ο γιατρός Αστρόφ, στα μεσοκοπήματά του και αυτός, νιώθει πληγωμένος από την αντιμετώπιση των ανθρώπων και των πολιτικών τους.
Σε αυτήν την νέα παράσταση του Θείου Βάνια, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος αναλαμβάνει την σκηνοθεσία, τη μετάφραση, τη δραματική επεξεργασία και τον κύριο ρόλο. Μας παρουσιάζει μια μοντέρνα εκδοχή του έργου, με αρκετά στοιχεία που δεν συνάδουν με το 1910: ο Βάνιας φοράει σκουλαρίκι στο αυτί και χρυσή αλυσιδίτσα στο χέρι, τα κουστούμια είναι σύγχρονα, το μοναδικό σκηνικό είναι πεταμένα άδεια μπουκάλια βότκας, οι ήρωες χορεύουν με αμερικάνικα τραγούδια της δεκαετίας του 1960, ο καθηγητής στην μεγαλύτερη διάρκεια του έργου εμφανίζεται με μια ρομπ ντε σάμπρ. Επίσης σε δύο γυναικείους ρόλους χρησιμοποιεί άντρες: στον ρόλο της μητέρας και στον ρόλο της πιστής υπηρέτριας. Όπως είπα και πιο πριν, έχω ξαναδεί τον ρόλο της υπηρέτριας να ερμηνεύεται από άντρα στην παράσταση του Χουβαρδά, από τον αγαπημένο μας Γιάννη Βογιατζή. Ίσως η σκηνοθετική άποψη του κυρίου Παπαδόπουλου να είναι ότι οι άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, γίνονται άφυλοι, αφού η σεξουαλική τους ζωή είναι σχεδόν ανύπαρκτη ή έστω περιορισμένη; Ή ίσως να είναι απλά η νέα μόδα να αλλάζουν τα φύλα των χαρακτήρων, γιατί τώρα τελευταία το βλέπουμε όλο και πιο συχνά σε διάφορα έργα. Όπως επίσης βλέπουμε τους ηθοποιούς να περιμένουν άπρακτοι στην σκηνή τούς θεατές να καθίσουν στα καθίσματά τους, πρακτική που θα δείτε και σε αυτήν την παράσταση.
Είμαι σίγουρη ότι ο κύριος Παπαδόπουλος έχει μελετήσει πολύ τον Τσέχοφ και έχει ανακαλύψει τις κωμικές πινελιές του στα έργα του, γιατί κατάφερε να μεταφέρει τα κωμικά στοιχεία· η σκηνή του χορού και των αποκαλύψεων των συναισθημάτων των ηρώων ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. Ένιωσα όμως ότι είδα μια προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε, ένιωσα ότι ο συγκεκριμένος μοντερνισμός δεν οδηγούσε κάπου, όλα τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης δεν παρέπεμπαν σε μια καινούρια οπτική και αν είχα έναν νέο θεατή μαζί μου που δεν είχε ξαναδεί τον Θείο Βάνια, δεν ξέρω κατά πόσον θα καταλάβαινε το βάθος των συναισθημάτων που μας παρουσιάζει ο Τσέχοφ. Το τελευταίο μου σχόλιο για την σκηνοθετική άποψη είναι αυτό της χρησιμοποίησης άντρα ηθοποιού για τον ρόλο της μητέρας: δεν με ενόχλησε τόσο η αλλαγή του φύλου όσο το πετσόκομμα των λόγων της! Ο χαρακτήρας της μητέρας είναι σχεδόν ανύπαρκτος σε αυτήν την παράσταση, γενικά έχουν παραλειφθεί αρκετές γραμμές έργου, με αποτέλεσμα η διάρκεια να έχει μειωθεί σε λιγότερο από δύο ώρες.
Είμαι σίγουρη ότι ο κύριος Παπαδόπουλος έχει μελετήσει πολύ τον Τσέχοφ και έχει ανακαλύψει τις κωμικές πινελιές του στα έργα του, γιατί κατάφερε να μεταφέρει τα κωμικά στοιχεία· η σκηνή του χορού και των αποκαλύψεων των συναισθημάτων των ηρώων ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. Ένιωσα όμως ότι είδα μια προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε, ένιωσα ότι ο συγκεκριμένος μοντερνισμός δεν οδηγούσε κάπου, όλα τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης δεν παρέπεμπαν σε μια καινούρια οπτική και αν είχα έναν νέο θεατή μαζί μου που δεν είχε ξαναδεί τον Θείο Βάνια, δεν ξέρω κατά πόσον θα καταλάβαινε το βάθος των συναισθημάτων που μας παρουσιάζει ο Τσέχοφ. Το τελευταίο μου σχόλιο για την σκηνοθετική άποψη είναι αυτό της χρησιμοποίησης άντρα ηθοποιού για τον ρόλο της μητέρας: δεν με ενόχλησε τόσο η αλλαγή του φύλου όσο το πετσόκομμα των λόγων της! Ο χαρακτήρας της μητέρας είναι σχεδόν ανύπαρκτος σε αυτήν την παράσταση, γενικά έχουν παραλειφθεί αρκετές γραμμές έργου, με αποτέλεσμα η διάρκεια να έχει μειωθεί σε λιγότερο από δύο ώρες.
Από ερμηνευτικής άποψης δεν έχω κανένα παράπονο. Πολύ καλοί και ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, ο Βασίλης Μπισμπίκης στον ρόλο του Αστρόφ, η Σοφία Πανάγου παρουσίασε μια υπομονετική και πρόωρα γερασμένη Σόνια, η Θάλεια Ματίκα κατάφερε να ερμηνεύσει την τέλεια γυναίκα που ερωτεύονται όλοι οι κεντρικοί ήρωες.
Συντελεστές:
Μετάφραση, Δραματουργική Επεξεργασία, Φωτισμοί, Μουσική επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Σκηνικά: Σταύρος Λίτινας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Παίζουν: Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Θάλεια Ματίκα, Βασίλης Μπισμπίκης, Σοφία Πανάγου, Θεόδωρος Κανδηλιώτης, Δημήτρης Διακοσάββας, Δημήτρης Καπετανάκος, Μάνος Καζαμίας
Στο θεάτρο ΑΝΕΣΙΣ (Λ. Κηφισίας 14, Αμπελόκηποι, 2107488881-2), Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00