Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΚΑΤΩ ΡΑΧΟΥΛΑ (ΧΩΡΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ)
15 Ιουλίου 13:31
Ευτυχώς η Κάτω Ραχούλα ήταν το χωριό που αποφάσισα να πάω πρώτα. Όπως αποδείχτηκε τελικά, αυτό ήταν το χωριό της Αντωνοπούλου που το αποτελούσαν 15 σπίτια όλα κι όλα. Έναν παππού που ρώτησα για το σπίτι της μου το έδειξε αμέσως, Ήταν το προτελευταίο στο χωριό.
Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να πάρω και μεταφραστή μαζί μου… Σταμάτησα έξω από το σπίτι που μου έδειξε ο παππούς και για ένα δευτερόλεπτο αναρωτήθηκα τι έψαχνε μια εικοσάχρονη κοπελίτσα σα τη Μαρία και άφησε το χωριό της για την πόλη. Γρήγορα επανήλθα στη πραγματικότητα και χτύπησα το κουδούνι.
Μια γλυκιά και συμπαθητική κοπελίτσα γύρω στα 20, καστανόξανθη με καστανά μάτια, έκανε συνεσταλμένα την εμφάνιση της στην πόρτα.
-Η Μαρία;
Ρώτησα δειλά, παίρνοντας αμυντική στάση, έχοντας την συγκάτοικο της στο μυαλό μου.
-Ναι;
-Μαρία, με λένε Αντώνη, με έστειλε η αστυνομία για να σε ρωτ…
-Δεν αντέχου άλλου πια, τι θέλιτε επιτέλους;
Πρώτο σύγκρυο, και δεν είχα και λεξικό μαζί μου.
-Μην ανησυχείς, Μαρία, δεν είμαι αστυνομικός, είμαι ιδιωτικ… είμαι ιδιώτης και απλά συνεργάζομαι ορισμένες φορές με…
Η πόρτα πήγε να κλείσει ερμητικά. Την τελευταία στιγμή έβαλα το πόδι μου και την συγκράτησα. Χειρότερα τα έκανα τώρα. Φαινόταν πολύ φοβισμένη και σίγουρα έδειχνε να μην μ’ εμπιστεύεται καθόλου. Τώρα που είπα κιόλας ότι δεν είμαι αστυνομικός και κατάλαβε ότι δεν είναι καν υποχρεωμένη να μου μιλήσει τα πράγματα δυσκόλεψαν. Έμεινε ένα τελευταίο χαρτί πριν γυρίσω άπραγος στον Μπάκα.
Μαρία άνοιξε σε παρακαλώ, μόνο να μιλήσουμε θέλω, μη με αναγκάσεις να πω στην αστυνομία για τα ψέματα που τους είπες.
-Μπίνγκο! Η αντίσταση στην πόρτα χαλάρωσε και φάνηκε το πρόσωπο της κοπέλας που άσπρισε ξαφνικά. Φοβήθηκα ότι θα λιποθυμήσει. Πήρε όσο κουράγιο μπορούσε και με ρώτησε:
-Τι εννουείτε;
Καταλαβαίνοντας ότι την φόβισα ήδη αρκετά προσπάθησα να την ηρεμήσω λίγο:
-Κοίταξε δεν είναι και κάτι φοβερό, όμως κάθε στοιχείο που λείπει από τον τόπο του εγκλήματος δυσκολεύει να βρούμε τον δολοφόνο. Κι η αστυνομία ξέρει όταν κάποιος κρύβει κάτι. Πες μου τι έκρυψες. Δεν θες να βρούμε τον δολοφόνο του κυρίου Μάρκελλου; Μη φοβάσαι, δεν θα πω τίποτα στην αστυνομία, θα μείνει μεταξύ μας.
-Λίγου νερό, ψιθύρισε.
Μπήκα στο σπίτι και έψαξα για τη κουζίνα. Γέμισα ένα ποτήρι νερό και γύρισα στο καθιστικό όπου πλέον στον καναπέ καθόταν η Μαριώ. Καθώς της το έδωσα παρατήρησα ότι το πήρε με το δεξί χέρι. Φαινόταν πολύ καλύτερα τώρα. Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μιλάει:
-Του… του ποτήρ’.
Πήρα το ποτήρι από τα χέρια της και το άφησα στο τραπεζάκι δίπλα μου.
-Όχι αυτούνο! Ήταν ιένα ποτήρ’ ίσα με τη μες γεμάτ’ νερό πάν’ στου κομουδίνου, δίπλα στον κυρ Μάρκελλο. Πάνου στην τρομάρα μ’, μόλις είδα τουν κύριου έτσ’, χωρίς να του θέλου, ούτ' κι γώ κατάλαβα πως, του ‘πιασα κι ήπια μια γουλιά. Κι κει που ‘πινα είδα… είδα σημάδια από κραγιόνια πάνου τ’. Τα γνώρισα αμέσως, ήντουσαν απ’ του κραγιόνι της κυρά Ηρώς, ήμανε σίγουρη. Φουβήθ’κααα, αχ φουβήθ’κα πουλύ! Αχ θε μου, θε μ’, πως μου ‘ρθε στην κούτρα μ’ και το ‘κανα! Δεν ήξερα κι τι μπορεί να βρει η αστυνουμία με τα αποτυπώματα κι τα Ντι Ντι Ει πως τα λεν κι σκέφτ’κα ότι θα τα μπουρδούκλωνα όλα τώρα που του ‘χα πιάσει κι είχα πιει. Νόμιζα πως η καλύτερη λύσ’ θα ‘ταν να του ξεπλύνου και να του βάλου στη θέση τ’.
Εκείνον τον μεταφραστή έπρεπε να τον φέρω. Τουλάχιστον ένα λεξικό. Δεν φτάνει που δεν είχα ιδέα για το πώς βρέθηκε το πτώμα ή το πως ήταν το δωμάτιο, είχα πλέον μια γενική άποψη με πολλές άγνωστες λέξεις.
-Για κάτσε, περίμενε λίγο, την έκοψα. Θέλεις να πεις ότι υπήρχε ένα ποτήρι πάνω στο κομοδίνο που είχε ίχνη από κραγιόνι, το κραγιόν θέλω να πω, της κυρίας Ηρούς και εσύ το έπλυνες;
-Σας παρακαλώ μην του πείτ’ στην αστυνουμία, τρελάθ’κα απ' του φόβο μ’, δεν ήξερα τι έκανα. Δεν ήταν κι τίποτις σπουδαίου; Ήταν;
-Εδώ που τα λέμε κούκλα μου, είναι σοβαρό. Και πράγματι είναι πολύ δύσκολο να μείνει κρυφό ένα τέτοιο μυστικό. Σου υπόσχομαι όμως πως θα προσπαθήσω να μην το αναφέρω όσο περνάει από το χέρι μου.
Το κορίτσι έπεσε στην αγκαλιά μου και ξέσπασε σε λυγμούς. Έδειχνε ότι πλέον κέρδισα την εμπιστοσύνη της. Ήταν πολλά ακόμα που ήθελα να ρωτήσω όμως δεν ήθελα να την καταπονήσω κι άλλο, κι έπειτα τώρα μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα για το πώς είχε γίνει ο φόνος.
Το σωστότερο λοιπόν ήταν να γυρίσω στον Μπάκα λέγοντας του όσο το δυνατόν λιγότερα και να δω τι είχε να μου πει κι αυτός.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved