Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΓΡΑΦΕΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «Ο ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΗΣ»
15 Ιουλίου 17:00
Δεν είναι τυχαίο που η εφημερίδα ονομάστηκε «Ο Κουτσομπόλης». Ο ιδρυτής της και ιδιοκτήτης της ήταν ο γνωστός μπον βιβέρ και παλιός καλός μου φίλος, Βάσος Δεμπάς. Θυμάμαι κάποιες ολονυχτίες που είχαμε με τον Δεμπά να μην σταματάει να κουτσομπολεύει ολόκληρη την πόλη. Την πρωτοκαθεδρία φυσικά σ' αυτές τις κουβέντες από τότε την είχε ο Δήμαρχος Σωτήρης Αβυσσαλέος αν και κανένας δεν γλίτωνε από το στόμα του έτσι κι αλλιώς. Μπαίνοντας μέσα έψαξα για τον Βάσο αλλά δεν τον είδα πουθενά.
Ο Τόλης Αντωνίου αρχισυντάκτης της εφημερίδας με φώναξε από μακριά και με καλησπέρισε ένθερμα:
-Βρε βρε, πόσο καιρό έχουμε να σε δούμε από τα μέρη μας; Καφεδάκι; Εγώ έναν εσπρέσο θα τον έπινα, να παραγγείλω και για σένα; Όχι; Καλά.
-Τάσο, φέρε μου έναν εσπρέσο στο γραφείο μου. Ευχαριστώ.
Γύρισε σε μένα:
-Λοιπόν φιλάρα; Ήθελες τον Βάσο ε; Λείπει αυτόν τον καιρό, ξέρεις έχει μια έκθεση στην Γερμανία, αυτή με το μόνιμο κόλλημα του, τα επιτραπέζια. και θα είναι εκεί για 3-4 μέρες. Έχει κλείσει και το κινητό του, δεν μπορεί να τον βρει κανείς αυτές τις μέρες. Τον ήθελες κάτι; Μπορώ να βοηθήσω εγώ;
-Ήθελα κανένα κουτσομπολιό για τον μακαρίτη τον ηθοποιό μας. Διάβασα τι έγινε και από περιέργεια και μόνο ήθελα να δω τι γίνεται.
-Λοιπόν, μπορώ να σε βοηθήσω εγώ λίγο. Ο λεβέντης μας ήταν έτοιμος να παντρευτεί με την Ηρώ Μαυρογένους όμως ο Βασιλείου, ο γάτος ο φωτορεπόρτερ μας, τον είχε πιάσει 2-3 φορές με μια ξανθιά να χαριεντίζονται. Κάπου είχα και μια φωτό τους, για κάτσε να δω…
Έψαξε ένα - ένα τα συρτάρια του μέχρι που βρήκε μια φωτογραφία που του άρεσε.
-Να τη! Εδώ ήμαστε.
Την γύρισε πίσω που είχε γραμμένη την ημερομηνία και διάβασε:
-10 Ιουνίου, δυο βδομάδες πριν αρραβωνιαστεί. Ωραίο θηλυκό δε λέω, και δε σου κρύβω ότι θα τη δημοσίευα αν συνέχιζε να κάνει τα ίδια και μετά τον αρραβώνα του. Ήθελα να ψάξω και λίγο για την ξανθιά πρώτα, δεν βρήκα χρόνο όμως. Το μόνο που έμαθα γι' αυτήν είναι που μένει και ότι τη λένε Όλγα. Τίποτ’ άλλο. Θες διεύθυνση;
Αν ήθελα λέει; Σαν τρελός! Παρόλα αυτά συγκρατήθηκα.
-Ε καλά μωρέ, αν την έχεις πρόχειρη, αλλιώς μην σκας.
-Ανατολής 212. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω περισσότερο. Ίσως αν ήταν εδώ ο Βάσος να ήξερε πιο πολλά.
Έριξα μια ματιά στη φωτογραφία που έδειχνε τον Μαστρογιάννη και μια ξανθιά, να φιλιούνται σε κάποια παραλία.
-Και μια τελευταία ερώτηση, ρε συ Τόλη.
-Πες μου Αντώνη, αν μπορώ.
-Τη διεύθυνση της Μαυρογένους, την θυμάσαι;
-Μμμ τώρα πέτυχες! Γυναίκα που η μεγαλύτερη διασκέδαση της είναι να πάει το Σαββατόβραδο στον κινηματογράφο για να δει κανένα ρομαντικό δράμα εποχής δεν έχει θέση στην ατζέντα μου.
-Οκ, σ’ ευχαριστώ πολύ Τόλη, με βοήθησες πάρα πολύ, γεια χαρά!
-Γεια σου φίλε Αντώνη, να περνάς να τα λέμε, ε; Μη χάνεσαι!
-Ασφαλώς, ασφαλώς.
Κατά βάθος χάρηκα που δεν βρήκα τον Βάσο, γιατί και τη δουλειά μου έκανα και γλίτωσα από την ατελείωτη φλυαρία του. Βγήκα έξω από τον Κουτσομπόλη απόλυτα ικανοποιημένος.
📌
ΠΙΑΤΣΑ ΤΑΞΙ
15 Ιουλίου 18:02
Μιας και για να φτάσω στην Ανατολής περνούσα μπροστά από την πιάτσα των ταξί αποφάσισα να σταματήσω και να κάνω καμιά ερώτηση.
Οι ταξιτζήδες είχαν στήσει πηγαδάκι και συζητούσαν για κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα χωρίς να μου δίνουν σημασία. Κάποια στιγμή τους διέκοψα και ρώτησα:
-Να σας ρωτήσω ρε παιδιά, πήρε κανείς κούρσα χτες από ή προς την οδό Καλαμακίου μετά τις 12 και ως τις 3 το πρωί;
Ένας ψηλός ξερακιανός μ’ έβαλε στη θέση μου:
-Να σου πω ρε μαγκίτη. Ξες τι ώρα είναι;
Κοίταξα το ρολόι μου:
-Έξι ακριβώς, απάντησα με ζήλο.
-Έξι το απόγευμα, ε; Όχι έξι το πρωί!
-Όχι το πρωί, ασφαλώς, επιβεβαίωσα υπομονετικά προσπαθώντας να δω που το πήγαινε.
-Άρα, συνέχισε, αυτοί που δουλεύουν από τις 12 ως τις 6 το πρωί τώρα θα κοιμούνται, δε θα κοιμούνται;
-Πιθανόν, απάντησα ενώ είχα ήδη αρχίσει να τα παίρνω.
-Έτσι μπράβο, συνέχισε ο ξερακιανός, συνεπώωωωως…
Με κοίταξε από ψηλά με νόημα τραβώντας την κατάληξη…
-Συνεπώς, αποφάνθηκα, να έρθω κατά τις 12 που θα έχουν ξυπνήσει;
-Ρε τι τζιμάνι είσαι εσύ; Κορυφή! Α γεια σου!
Με κόπο συγκράτησα μέσα μου την ακαταμάχητη επιθυμία να του κάνω τη μύτη μπλε και χαιρέτησα προσπαθώντας να δείχνω ήρεμος.
-Χαιρετίσματα στον Αϊνστάιν, φώναξε ο ψηλολέλεκας σηκώνοντας ψηλά το χέρι καθώς απομακρυνόταν.
Έδωσα τόπο στην οργή και ξεκίνησα για το διαμέρισμα της Όλγας.
Σε πέντε λεπτά είχα φτάσει στο 212 της οδού Ανατολής.