Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
15 Ιουλίου 10:37
Με τον παλιό συνάδελφο Γιώργο Μπάκα ποτέ δεν ήμασταν φιλαράκια. Οι σχέσεις μας ήταν μάλλον τυπικές και εξακολουθούσαν να είναι. Πάντως έδειξε ότι θα ήθελε να βοηθήσει αλλά όχι με το αζημίωτο. Ποτέ δεν ήταν τόσο χουβαρντάς.
-Βρε βρε τον Γιοφύρη! Πως από δω ρε θηρίο; Χρόνια και ζαμάνια!
-Γεια σου Γιώργο, όλα καλά, πλέον δουλεύω στον ιδιωτικό τομέα και βρήκα την υγειά μου.
-Τυχεράκια! Μακάρι κι εγώ να μπορούσα να ασχολούμαι με όποια υπόθεση θέλω. Να κεράσω καφέ;
Απόκρυψα επιμελώς ότι τον τελευταίο χρόνο μια παρακολούθηση για ένα διαζύγιο ήταν η πιο πολύπλοκη υπόθεση που είχα αναλάβει. Ή πιο σωστά, η μοναδική υπόθεση που είχα αναλάβει.
-Κέρνα έναν σκέτο γαλλικό να τα πούμε λίγο.
Γύρισε σχεδόν αμέσως με την κούπα στο χέρι.
-Λοιπόν, τι σε φέρνει στα μέρη μας κούκλε;
-Διάβασα για τον φόνο ρε συ Γιώργη και σκέφτηκα ότι μπορώ να βοηθήσω!
-Κοίτα αγορίνα μου, αν κατάλαβα καλά θες λεπτομέρειες, ε; Και γιατί να σου πω; Όχι, έλα στη θέση μου. Να στα πω όλα κι αύριο να τα δω γραμμένα στον Κουτσομπόλη; Έχεις ανάγκη κι εσύ από λεφτά κι ο Κουτσομπόλης πληρώνει καλά κάτι τέτοιες πληροφορίες. Ας μην κοροϊδευόμαστε, τι δουλειές να σου τύχουν στην πόλη μας; Κάνα διαζύγιο; Κάνα χαμένο σκυλάκι; Λοιπόν, όχι λόβερ μπόι, δώσε μου κάνα στοιχείο κι εσύ να σου πω κι εγώ τι ξέρω.
-Τι στοιχείο θες ρε συ Γιώργο; Πως μπορώ να έχω κάτι; Ακόμα δεν ξέρω την υπόθεση. Στο κάτω-κάτω τι δουλειά έχω εγώ με τον Κουτσομπόλη; Να βοηθήσω θέλω. Για την ακρίβεια, θέλω να καταπιεί αυτός ο Μαχαιρίδης το νυστέρι του που μ’ έδιωξε από το σώμα.
-Ώστε θες να βοηθήσεις, ε; Λοιπόν, υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις. Πιάσε την καθαρίστρια με το καλό, εμάς φαίνεται ότι μας φοβάται και δε μιλάει. Όμως το βλέπω ότι κάτι ξέρει. Εσύ, μορφονιός είσαι, καν’ της τα γλυκά μάτια μπας και σου ανοιχτεί. Πιάσ’ την στο μπλα μπλα, όλο και κάτι θα βγάλεις.
Άνοιξε έναν φάκελο και διάβασε από μέσα:
-Δημητρακοπούλου 25 μένει, Μαρία Αντωνοπούλου τη λένε, συνεσταλμένη ασχημούλα γύρω στα 20. Άιντε να δούμε τι θα ψαρέψεις!
Έστω κι αυτό είναι κάτι, σκέφτηκα. Μια αρχή και μετά βλέπουμε. Και πάντα υπάρχει και το γκούχου που ξέχασε το θωρηκτό να πει στον γλυκούλη. Θα πήγαινα και μετά βλέπουμε.
-Θα τα ξαναπούμε μόλις έχω νέα λοιπόν, γλυκούλη, είπα.
-Καλή επιτυχία, αγαπούλα.
Μου ευχήθηκε χωρίς να πιάσει το υπονοούμενο. Πάντως είχε μια λάμψη στα μάτια που δεν μου άρεσε καθόλου.
📌
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
15 Ιουλίου 11:20
Το διαμέρισμα της Μαρίας Αντωνοπούλου βρισκόταν ακριβώς 8 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι του Μαστρογιάννη. Στα κουδούνια βρήκα ένα που ταίριαζε με δύο ονόματα:
Μαρία Αντωνοπούλου – Γιώτα Μαρκάκη
Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και προτίμησα να μην χτυπήσω το θυροτηλέφωνο. Καλύτερα μια και καλή στο διαμέρισμα. Στον πρώτο όροφο ξαναείδα την ίδια επιγραφή στο κουδούνι της δεύτερης πόρτα που κοίταξα. Χτύπησα με σιγουριά.
Το άτομο που μου άνοιξε με κοίταζε εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω. Προσπάθησα να βρω τα μάτια πίσω από το κουρτινέ μοβ που κατέληγε σε ροζ μαλλί, ή τουλάχιστον να σιγουρευτώ για το φύλο πριν πω κάτι. Τελικά με πρόλαβε:
-Λέγε!
Οκ, θηλυκό, μπάσο μεν, θηλυκό δε. Κάναμε μια αρχή.
-Η κυρία Μαρία Αντωνοπούλου; ρώτησα δειλά.
-Τι θες;
-Την ίδια…
-Δημοσιογράφος;
-Αστυνομία, ψιθύρισα στα γρήγορα.
-Ταυτότητα, απάντησε ακόμα πιο γρήγορα.
-Ναι εεε…
Έκανα μια προσπάθεια να βρω την ταυτότητα μου στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου. Φυσικά δεν την βρήκα. Η κοπέλα δεν μου άφησε και μεγάλο περιθώριο.
-Δημοσιογράφος, το 'ξερα! Όλα τα γουρούνια την ίδια φάτσα! Την πρήξατε την κοπελίτσα ρε αλήτες, άλλη δουλειά δεν έχετε να κάνετε; Δε φτάνει τα όσα έχει περάσει, έχει και σας να της τα πρήζετε. Θα σε στενοχωρήσω αλλά δε πρόκειται να την ξαναδείς. Ξέχνα τη, πήγε στο χωριό της. Μακριά από τα γουρούνια, τους ρουφιάνους και τους νταβατζήδες. Αρκετά της κάνατε όλοι σας. Κάφροι. Έκλαιγε με μαύρο δάκρυ κάθε μέρα. Τουλάχιστον τώρα γλύτωσε. Ξεκουμπίσου γρήγορα! Ουστ!
Στο τσακ πρόλαβα να αποφύγω τη κλωτσιά που κατευθυνόταν στα γεννητικά μου όργανα και κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας ενώ από πάνω ακόμα άκουγα φωνές:
-“Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”, “Μπάτσοι γουρούνια, δολοφόνοι”
Έχω την εντύπωση ότι ο Μπάκας ήξερε που μ’ έστελνε. Τον φαντάστηκα να έχει πέσει κάτω από τα γέλια καθώς θα εξιστορεί στους συνάδελφους του το κατόρθωμα του. Θα τον έφτιαχνα όμως εγώ τον γλυκούλη.
Το μόνο καλό είναι ότι έμαθα που πήγε η Αντωνοπούλου. Το κακό είναι ότι είχα ξεχάσει ποιο χωριό μου είχε πει η Πόλυ. Η Τραχανοπλαγιά ή η Κάτω Ραχούλα; Ποιο έχει τις καλύτερες μελιτζάνες; Το άλλο. Ποιο είναι το άλλο όμως; Κρύος ιδρώτας μ’ έκοψε καθώς σκέφτηκα το τι θα μου προσφέρει πάλι μέχρι να την ρωτήσω για το χωριό της. «Λίγα γιουβαρλάκια; Ένα κομμάτι κανταΐφι έστω, αααα δεν θα φύγετε έτσι, μια βυσσινάδα οπωσδήποτε!» Μια αναγούλα μου ήρθε ξαφνικά. Με τίποτα! Προτιμούσα να πάω και στα δύο χωριά, άλλωστε απέναντι βρίσκονται κατά τα λεγόμενα της, πόσο μακριά να είναι;
Εν τω μεταξύ, σκέφτηκα ότι ίσως να είναι πιο ανώδυνο να το μάθω από τον Μπάκα, οπότε τον πήρα στο τηλέφωνο και καθώς του εξιστορούσα το τι συνέβη στο διαμέρισμα της Αντωνοπούλου, κατάλαβα ότι με δυσκολία συγκρατούσε τα γέλια του ενώ εγώ με δυσκολία συγκρατούσα τα νεύρα μου. Φανταζόμουν και τους υπόλοιπους στο γραφείο να έχουν μαζευτεί γύρω απ’ το τηλέφωνο και να προσπαθούν να πνίξουν τα γέλια. Τελείωσα την ιστορία όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ρώτησα τον Μπάκα αν είχε πουθενά σημειώσει το χωριό της Αντωνοπούλου.
-Το χωριό της Αντωνοπούλου ε; Θα το πιστέψεις ότι δεν το ξέρω; Ώστε εκεί πήγε; Για κάτσε να κοιτάξω τον φάκελο της… Να ‘τος. Μμμμ, μπα! Ωραία δουλειά κάνει η αστυνομία. Μπράβο μας. Μάλλον θα πρέπει να σου αναθέσω να το βρεις κι αυτό εσύ κούκλε!
Ωραία, όχι μόνο δεν έμαθα το χωριό της, έγινα και ρεζίλι στον Μπάκα. Κόντεψα να φάω το τηλέφωνο από τα νεύρα μου.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved