Γράφει η Μαίρη Τσίλη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι. Ήταν λυπημένο όμως αυτό το παραμύθι γιατί κανείς δεν ήθελε να το ακούσει, ούτε μεγάλος μα ούτε και μικρός. Βλέπεις, οι μεγάλοι είχαν πείσει τα παιδιά πως δεν έχει νόημα να ακούνε παραμύθια γιατί είναι όλα ψεύτικα.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και κάθε γωνιά στην πόλη είχε ντυθεί στα γιορτινά όπως και κάθε σπίτι. Το λυπημένο μας παραμύθι τριγυρνούσε μόνο του μέρα και νύχτα στους δρόμους, ανάμεσα σε χριστουγεννιάτικα δέντρα και λαμπιόνια. Που και που στεκόταν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών. Κολλούσε επάνω στα τζάμια το παραπονεμένο του μουτράκι και κοιτούσε μέσα. Πιατέλες με γλυκά, ψεύτικοι Αγιοβασίληδες από πλαστικό, χνουδωτά ελαφάκια, παιχνίδια και από την τηλεόραση να ακούγεται γιορτινή μουσική και κάλαντα.
Δάκρυζε κι έφευγε για να μην το δουν. Πήγαινε στην άκρη της πλατείας και κοιτούσε πίσω από το δάκρυ του τα αστέρια στον ουρανό. Ρουφούσε λίγο την μυξούλα από την μύτη του, ένωνε τα χεράκια του και προσευχόταν.
«Καλέ μου Θεούλη κάνε σε παρακαλώ έστω κι ένα παιδάκι να με ακούσει. Ή έστω ένας περαστικός που νιώθει σαν παιδί. Δεν θα του πω κάτι λυπημένο ούτε και ψέματα. Μόνο ότι είναι ωραίο να αγαπάνε ο ένας τον άλλον και να μοιράζονται τα ζαχαρωτά τους και να γιορτάζουν και να τραγουδάνε και να χορεύουν όλοι μαζί. Και για το πιο όμορφο πανηγύρι στον κόσμο θέλω να τους πω. Το πανηγύρι αυτό που το λένε Ζωή! Εκεί μπορείς να κάνεις όσες ζωγραφιές θέλεις με ό,τι χρώματα σου αρέσουν κι ας λερωθείς. Εκεί μπορείς να κοιμηθείς ό,τι ώρα σου έρθει ο ύπνος και φωναχτά να ονειρευτείς και από τα γέλια να ξεκαρδιστείς χωρίς να σου πει κάποιος: Σςςς κάνε ησυχία μικρέ γιατί κοιμούνται οι μεγάλοι. Εκεί μπορούν να σε σπρώξουν για να κάνεις κούνια ή τσουλήθρα αν μόνος σου δεν μπορείς. Εκεί....»
Δεν πρόλαβε να πει την τελευταία του κουβέντα στην προσευχούλα του το παραμύθι μας και ακούστηκε ένας άνεμος σαν τραγούδι που έλεγε:
«Μην λυπάσαι παραμυθάκι μου εσύ. Έλα να σε πάρω αγκαλιά και να σε ταξιδέψω. Έλα, έλα να σε κάνω στα αστέρια κούνια μπέλα και να σε ακούσει όλη η γη.
Μην λυπάσαι παραμυθάκι μου εσύ.
Είμαι ένα μικρό παιδί που του αρέσει να γελάει πολύ. Έλα, έλα να πετάξουμε μαζί. Έλα, έλα να πάμε να κάνουμε παρέα και σε άλλα παιδάκια σαν εμένα και να σε ακούσει όλη η γη.»
Και τότε το λυπημένο μας παραμύθι έπαψε να είναι λυπημένο και έγινε χαρούμενο και καράβι από καραμέλα, έγινε και θάλασσα σοκολατένια, έγινε και βροχή από μέλι και μερέντα, έγινε και μπαλόνι γεμάτο αστείες εκπλήξεις, έγινε και τραγούδι παραμυθένιο που θέλουν τώρα πια να το ακούν και μεγάλοι και μικροί.
Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά και το παραμύθι μας δεν νιώθει μοναξιά.
🎄
Copyright © Μαίρη Τσίλη All right reserved, 2017
"Το παραμύθι που δεν ήθελε να ακούσει κανείς" είναι το πρώτο παραμύθι της Μαίρης Τσίλη που δημοσιεύεται.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Βασίλι Καντίνσκι με τίτλο Γαλάζιο του ουρανού. (Μόσχα 1866-Νεϊγί συρ Σεν, Γαλλία 1944)
Από την ίδια:
Βάλε εσύ τα αστέρια
Μετά από εμένα
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Βασίλι Καντίνσκι με τίτλο Γαλάζιο του ουρανού. (Μόσχα 1866-Νεϊγί συρ Σεν, Γαλλία 1944)
Από την ίδια:
Βάλε εσύ τα αστέρια
Μετά από εμένα