Λεονάρντο Ντα Βίντσι
Φίλες και φίλοι,
Ο εν λόγω πολυσυζητημένος τεράστιος πίνακας-τοιχογραφία (4.60x8.80 μ.) που δεσπόζει στην τραπεζαρία της μονής Σάντα Μαρία ντελε Γκράτσιε στο Μιλάνο, ήταν παραγγελία του Λοντοβίκο Σφόρτσα, όπως αποδεικνύουν, αφενός τα τρία ημικύκλια με τα οικόσημα των Σφόρτσα, ακριβώς πάνω από την τοιχογραφία και αφετέρου μια επιστολή του δούκα Λ. Σφόρτσα προς τον Μαρκεζίνο Στάνγκα, στην οποία εκφράζει την επιθυμία του να ολοκληρωθεί το έργο.
Ο Λ. Σφόρτσα, ο επονομαζόμενος «Μαυριτανός» (Ελ Μόρο) φιλοξένησε στην αυλή του τον Λεονάρντο από τον Σεπτέμβριο του 1492 ως το 1499 και αναγορεύτηκε Δούκας το 1494.
Η τοιχογραφία πρέπει να τελείωσε στα 1498 (άρχισε το 1494), όπως συμπεραίνουμε από άλλη επιστολή, αυτή τη φορά προς τον Λ. Σφόρτσα, με την οποία ξεκινά το De divina Proporzione (Περί της θείας προοπτικής) του μαθηματικού Λούκα Πατσιόλι.
Ο Μυστικός δείπνος θεωρείται «το μανιφέστο της ζωγραφικής του 15ου αιώνα». Όπως επέλεξε να τον αναπαραστήσει ο Λεονάρντο, είναι η πιο δραματική σκηνή της ευαγγελικής αφήγησης, η στιγμή που ο Ιησούς προφέρει την φράση: «είς εξ υμών παραδώσει με.».
Από τα λόγια αυτά εκπορεύονται οι «κινήσεις της ψυχής», όπως τις αποκαλεί ο καλλιτέχνης, δηλαδή η μηχανική, η ακουστική, η προοπτική και η διάχυση του φωτός.
Οι απόστολοι απεικονίζονται θορυβημένοι, οι κινήσεις τους δηλώνουν κατάπληξη και απορία. Ένας από αυτούς σηκώνεται, άλλοι πλησιάζουν ή οπισθοχωρούν, όπως ο Ιούδας, ο οποίος αισθάνεται ότι τα λόγια αναφέρονται και αφορούν εκείνον.
Οι απόστολοι είναι ενταγμένοι σ' έναν τέλεια υπολογισμένο, από άποψη προοπτικής, χώρο. Με απλά μέσα (το τετραγωνισμένο δάπεδο, τα φατνώματα της οροφής, τους τάπητες στους τοίχους, τα παράθυρα στο βάθος, τη θέση του τραπεζιού), ο Λεονάρντο καταφέρνει η σύνθεση να διαπερνά τον τοίχο στον οποίο είναι τοποθετημένη και να εμφανίζεται σαν μια άλλη αίθουσα, μέσα στην αίθουσα της τραπεζαρίας.
Η τελευταία αποκατάσταση/συντήρηση του έργου αποκάλυψε λεπτομέρειες που χαρακτηρίζονται από μια άγνωστη μέχρι σήμερα φωτεινότητα των χρωμάτων. Πηγές του φωτισμού είναι ένα πραγματικό παράθυρο της τραπεζαρίας, καθώς και τα τρία ζωγραφισμένα στο βάθος, από τα οποία φαίνεται ο ουρανός.
Ο Ματέο Μπαντέλο, σε μια από τις διηγήσεις του (Novelle, LVIII, 1497), περιγράφει πώς εργαζόταν ο Λεονάρντο στο συγκεκριμένο έργο:
«Συνήθιζε να πηγαίνει νωρίς το πρωί και ν' ανεβαίνει στη σκαλωσιά. Από την ανατολή του ήλιου, λοιπόν, ως τη δύση, ζωγράφιζε ασταμάτητα, ξεχνώντας να φάει και να πιει.
Έπειτα περνούσαν δύο, τρεις, ακόμη και τέσσερις μέρες χωρίς να δουλέψει και, παρ' όλα αυτά, έμενε εκεί μια δύο ώρες την ημέρα, παρατηρώντας τις μορφές σκεπτικός αξιολογώντας τες, ενώ μονολογούσε.
Τον έχω δει επίσης, υπακούοντας σε ξαφνική έμπνευση, να φεύγει το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο απόγειό του, από την Κόρτε Βέκια, όπου ετοίμαζε εκείνο το επιβλητικό άλογο από πηλό, να πηγαίνει κατευθείαν στο μοναστήρι και, ανεβαίνοντας στη σκαλωσιά, να πιάνει το πινέλο, να βάζει μια δυο πινελιές σε κάποια από τις μορφές, κι έπειτα να φεύγει.».
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου