Το αφιέρωμα στον Λεονάρντο ντα Βίντσι τελειώνει με αναφορά στον πίνακα όλων των εποχών, τον πίνακα που εξακολουθεί αιώνες τώρα να δημιουργεί το αδιαχώρητο από έκθαμβους, συνεπαρμένους επισκέπτες που συρρέουν στο Μουσείο του Λούβρου για να τον θαυμάσουν από κοντά.
Πρόκειται για έναν σχετικά μικρό πίνακα (77x53 εκ.), μια ελαιογραφία πάνω σε ξύλινη επιφάνεια. Οι ειδικοί αρχίζουν τις συζητήσεις από την εποχή που φιλοτεχνήθηκε, λέγοντας ότι αν η εικονιζόμενη είναι η Λίζα ντελ Τζοκόντο, η σύζυγος του Φλωρεντινού εμπόρου Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, τότε ο Λεονάρντο τον ζωγράφισε ανάμεσα στα 1503-1504· αν, όμως, εξετασθεί το τοπίου του φόντου, τότε το συμπέρασμα λέει ότι ο πίνακας έγινε ανάμεσα στα 1510-1515...
Αυτό που δεν χωρά αμφισβήτηση είναι το γεγονός ότι η σύλληψη του έργου έγινε κατά την δεύτερη φλωρεντινή περίοδο του Λεονάρντο. Όσο για την ολοκλήρωσή του, είναι πιθανόν να συνέβη γύρω στα 1510-1515, όταν ο Λεονάρντο βρισκόταν στην Ρώμη, υπακούοντας στην «απαίτηση του μεγαλοπρεπούς Τζουλιάνο των Μεδίκων».
Σύμφωνα με τις πηγές, ο Λεονάρντο πήρε τον μισοτελειωμένο πίνακα μαζί του όταν εγκαταστάθηκε στον πύργο του Cloux, όπου τον προσκάλεσε ο Φραγκίσκος Α'. Τον πίνακα τον είδε τελειωμένο στο εργαστήριο του ζωγράφου ο Αντόνιο ντε Μπράτις, γραμματέας του καρδιναλίου Λουΐτζι ντ' Αραγκόνα, που επισκέφθηκε τον ζωγράφο τον Οκτώβριο 1517.
Κληρονόμος του πίνακα ήταν ο Σαλάι, αγαπημένος μαθητής και εραστής του Λεονάρντο και τον μετέφερε στο Μιλάνο, όπου καταγράφηκε ως μέρος των υπαρχόντων του στα 1525. Αργότερα πέρασε στην κατοχή του Φραγκίσκου Α'.
Η εικονογραφική ποιότητα της ημίσωμης αυτής προσωπογραφίας είναι απαράμιλλη. Είναι ένα έργο χωρίς προηγούμενο στην τέχνη της προσωπογραφίας, λόγω της έντονης εσωτερικότητας, η οποία εκφράζεται από το πρόσωπο, κυρίως μέσω του ξακουστού χαμόγελου.
Ο πίνακας είναι διαποτισμένος με ένα έντονο φως που περιβάλλει τα πάντα: την επιδερμίδα της γυναίκας, τα ρούχα της, το νερό, τα βράχια, την ατμόσφαιρα. Εικάζεται ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της χρήσης του κίτρινου χρώματος στα βερνίκια.
Το βλέμμα του θεατή αιχμαλωτίζεται, συναισθήματα μυστικιστικού και αισθαντικού χαρακτήρα γεννώνται και προξενούν αντιφατικές εντυπώσεις, καθώς τα μάτια της σε ακολουθούν, ανεξάρτητα από ποια πλευρά βλέπεις το έργο.
Ο κορμός της γυναίκας είναι ελαφρώς στραμμένος προς τα πίσω, ενώ το φόντο μοιάζει να ανήκει σε ένα ξένο, απόμακρο και παγερό περιβάλλον.
Ο μεγάλος κριτικός τέχνης, ο Βαζάρι, στο έργο του Βίοι (1568) γράφει για τον πίνακα:
«Όλοι όσοι ήθελαν να δουν σε ποιο βαθμό μπορεί η τέχνη να μιμηθεί τη φύση μπορούσαν να το διαπιστώσουν στο πρόσωπό της, γιατί σ' αυτό είχαν αποτυπωθεί όλες οι λεπτομέρειες που μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια. Τα μάτια είχαν αυτή τη λάμψη και τη ζωντάνια που βλέπει κανείς στα πραγματικά μάτια, και γύρω τους υπήρχαν εκείνοι οι σκιώδεις ρόδινοι τόνοι και οι φλέβες που δεν μπορούν να αποδοθούν παρά μόνο με μεγάλη δεξιοτεχνία. Στα φρύδια θαύμαζε κανείς τον τρόπο που το τρίχωμα εκφύεται από το δέρμα, αλλού άφθονο και αλλού πιο αραιό, και σχηματίζει την πιο φυσική καμπύλη που μπορεί κανείς να φανταστεί. Η μύτη, με όλες αυτές τις ροδαλές και τρυφερές αποχρώσεις, έμοιαζε αληθινή. Το στόμα, που η σχισμή ενωνόταν και γινόταν ένα με το σάρκινο χρώμα του προσώπου, δεν έμοιαζε ζωγραφισμένο, αλλά ζωντανό. Και στο λακκάκι του λαιμού, αν κοιτούσες με προσοχή, έβλεπες να πάλλεται ο σφυγμός. Στ' αλήθεια, μπορεί να πει κανείς πως ήταν ζωγραφισμένη με τρόπο που συγκλονίζει και που προκαλεί δέος σε κάθε ζωγράφο.».
Ο πίνακας γνώρισε τεράστια επιτυχία και στην εποχή του, αλλά και κατά τον 19ο αιώνα, οπότε έγινε ο διασημότερος πίνακας στον κόσμο. Μέχρι και πρωτοποριακοί ζωγράφοι του 20ού πλέον αιώνα (Λεζέ, Ντισάν, Νταλί, Ουόρχολ), δεν παρέλειψαν να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους, ζωγραφίζοντας παραλλαγές της Τζοκόντα (με μουστάκια, με κλειδιά, κ.λπ.).
Η κλοπή του πίνακα την 21η Αυγούστου 1911 εκτόξευσε οριστικά στα ύψη τη φήμη του. Ο πίνακας επέστρεψε στο μουσείο την 4η Ιανουαρίου 1914.
Οι μύθοι γύρω από την ταυτότητα της εικονιζόμενης δεν έχουν τελειωμό: ξεκινούν από την Λίζα ντελ Τζοκόντο και φθάνουν μέχρι τον... ίδιο τον Λεονάρντο!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου