Γράφει ο Θανάσης Λιακόπουλος
Παραμονές Χριστουγέννων 2017. Δημοτικό σχολείο, στον Άγιο Παντελεήμονα, πάλαι καλή περιοχή των Αθηνών. Τελευταία μέρα μαθημάτων, πριν τις εορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Απογευματινή βάρδια. Ένα δημοτικό που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαπολιτισμικό. Φεύ όμως, δεν είναι τέτοιο, αφού παρακολουθούν μαθήματα και δυο-τρεις προβληματικοί ελληνόπαιδες, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα παιδιά, απ’ όλες τις μεριές του πλανήτη. Απ’ όλες; Όχι ακριβώς. Ας πούμε απλά, απ’ τον όγδοο κόσμο.
Τελευταία ημέρα και ο δήθεν σύλλογος δασκάλων του σχολείου έχει κανονίσει να πάει το τσούρμο σινεμά. Μια κάποια παιδική ταινία, χολιγουντιανής παραγωγής, κατάλληλη γι’ αυτές τις ηλικίες. Με ειδική τιμή εισιτηρίου. Ένα ευρώ το άτομο.
Η τετάρτη δημοτικού μαζεύτηκε στην ώρα της. Ένεκα του δασκάλου. Ενός, κάπως, περίεργου τύπου. Αφού το πρόγραμμα δεν προέβλεπε κάτι άλλο, θα έκαναν τρεις ώρες μάθημα και ύστερα περπατητό μέχρι το σινεμά. Κανείς δεν είχε όρεξη για κάτι τέτοιο. Ο εν λόγω τύπος όμως είχε τον τρόπο του να τα απασχολήσει. Οι άλλοι δάσκαλοι απλά τους είπαν να αρχίσουν να μαζεύονται κατά τις πέντε.
Με το που μπήκαν στη τάξη για να ξεκινήσουν, η Νόχα, μια Κενυάτισσα με όλα τα χαρακτηριστικά της ράτσας της, πετάχτηκε πρώτη.
«Και τώρα, κύριε, θα κάνουμε μάθημα;»
Ακάθεκτος ο δάσκαλος. «Γιατί, τι θες να κάνουμε;»
«Να κάνουμε πάρτυ!», είπε θριαμβικά.
«Και με τι λεφτά θα κάνουμε το πάρτυ;»
Απτόητη η Νόχα. «Δεν πειράζει κύριε. Θα φέρω εγώ γαριδάκια.»
«Και θα τα φας μόνη σου;»
«Όχι, θα δώσω και στους άλλους…»
Κάπου εκεί άρχισαν διάφορες φωνές, με την χαρακτηριστική προφορά του καθενός απ’ την πατρίδα του, να λέει στα ελληνικά. «Κι εγώ θα φέρω πατατάκια». «Κι εγώ πακοτίνια.» «Κι εγώ…». «Κι εγώ….»
Ώσπου πετάγεται κι ο Φλορίν. Ένας Ρουμάνος με σκουλαρίκι στ’ αυτί, γύρω στα δώδεκα, πολύ μεγαλύτερος δηλαδή απ’ την ηλικία που δικαιολογούσε η τάξη, όπως και τα περισσότερα των παιδιών.
«Κι εγώ κύριε θα φέρω ναρκωτικά!»
Δίχως να ξαφνιαστεί δευτερόλεπτο ο δάσκαλος, «Κι από που θα τα φέρεις;»
«Απ’ το σπίτι μου κύριε!»
«Και τι ναρκωτικά είν’ αυτά;»
«Χασίσι κύριε, είναι το πιο εύκολο.»
Ο δάσκαλος το σκέφτηκε για λίγο.
«Καλά, φέρε και κάνα ταψάκι κανταΐφι….»
Πετάγεται η Νόχα ενοχλημένη και τον διακόπτει.
«Γιατί κύριε κανταΐφι; Δεν μ’ αρέσει!»
«Γιατί, μετά το χασίσι στεγνώνει ο στόμας, και χρειάζεται κάτι γλυκό για να ισορροπήσει. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Μη μας βρει και κάνα υπογλυκαιμικό σοκ! Από τη μια θα μας ανέβει η πίεση με τα γαριδάκια, από την άλλη θα μας πέσει το ζάχαρο με το χασίς… μην έχουμε άλλα! Όχι και μεταξύ μας ρε παιδιά, όχι και μεταξύ μας…»
Η τάξη τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Προφανώς και δεν άρεσε σε κανέναν το κανταΐφι. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο.
«Εντάξει…», πετάχτηκε και μια απ’ το Αφγανιστάν, «…και θα μας κάνετε και δώρα!» είπε καταλήγοντας περιχαρής.
Ήξεραν τον δάσκαλό τους καλά. Δεύτερη χρονιά τον είχαν. Γνώριζαν τι θα επακολουθήσει. Εκείνος οργισμένος απεκατέστησε την τάξη. «Ναι, κλοτσιές και μόνο… Και αφού λύσαμε την υπόθεση πάρτυ και δώρα, τώρα μάθημα. Βγάλτε βιβλία.»
Ο Φλορίν κατάλαβε πως μάλλον έφταιγε γι’ αυτή την κατάσταση, ένεκα της κουβέντας του, και αισθάνθηκε την ανάγκη απολογίας. Με απώτερο σκοπό την διακοπή της έναρξης του μαθήματος και παράτασης της όποια συζήτησης. Μέσα, λοιπόν, στους θορύβους που προηγούνται του ανοίγματος των βιβλίων, πήρε τον λόγο.
«Κύριε…»
«Λέγε Φλορίν.»
«Η μητέρα μου λέει πως θα γίνω εγκληματίας.»
«Κοίτα μόνο μην την απογοητεύσεις! Έχει μεγάλα σχέδια για σένα…»
Και αλλάζοντας θέμα γρήγορα, «Ποιος θα μας κάνει ανάγνωση;»
Δεν φαίνονταν όμως διατεθειμένα να παρατήσουν τις προσπάθειες τόσο εύκολα. Δεν ήθελαν να κάνουν μάθημα και δεν θα έκαναν. Θα έπαιζαν το παιχνίδι τους μέχρι τελικής πτώσεως. Την κατάσταση ανέλαβε η Ροάνα, μια Σομαλή, με παχύσαρκα χείλη και χοντρούλα.
«Κύριε, για τα λεφτά που λέγατε… πως δεν έχουμε... Να σας πω τι έκανε ο δάσκαλός μας στην Σομαλία;»
«Για πες.»
«Όποτε κάναμε λάθος μας έβαζε πρόστιμο!»
Ο δάσκαλος πετάχτηκε.
«Έλα και μη μου βάζεις ιδέες… έλα και θα φάμε το βράδυ…»
Όλα τα παιδιά μαζί τα έβαλαν με τη Ροάνα. Αφού επεβλήθη η τάξις εκ νέου, ο δάσκαλος συνέχισε.
«…Λοιπόν. Και μιας και η Ροάνα έχει καλές ιδέες... Από το επόμενο μάθημα, μετά τις γιορτές, πρόστιμο ένα ευρώ σε όποιον και όποια δεν έχει κάνει ασκήσεις και πενήντα λεπτά σε όποιον κάνει φασαρία. Με βλέπω να κάνω πάρτυ κάθε βδομάδα. Εσύ» και στράφηκε στον Φλορίν «να ’ρχεσαι με ’κοσάρικο. Και τώρα, μάθημα…»
Στο άκουσμα και μόνο της πληρωμής προστίμου, όλοι συμμορφώθηκαν πάραυτα. Και οι τρεις ώρες πέρασαν χαλαρά με την Στάση του Νικά και τις Νεαρές του Ιουστινιανού, που υπεραναλύθηκαν σκοπίμως, διανθισμένες με ιστορίες για ευνουχισμούς και τυφλώσεις. Κι όμως, η τάξη, όσο κι αν φανεί περίεργο, έδειξε αμείωτο ενδιαφέρον γι’ αυτά.
Η ταινία ήταν μια αδιάφορη παιδική, που δεν θα μπορούσε να αγγίξει σε κάτι όλο αυτό το τσούρμο των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνοπαίδων. Ελάχιστα έφτασαν να καταλάβουν και να προσλάβουν έστω και το πιο απλό μήνυμα με περιεχόμενο την αγάπη. Η Αριφά, για παράδειγμα, μια Αφγανοϊρανή ημίτρελη, που είχαν δει τα μάτια της μόνο βομβαρδισμούς και ερείπια τα τελευταία χρόνια και που έτυχε να βγαίνει δίπλα-δίπλα με τον Διευθυντή του σχολείου, κατάλαβε ελάχιστα πράγματα. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε απ’ την απάντηση που του έδωσε, όταν την ρώτησε εκείνος πώς της φάνηκε η ταινία.
«Είσαι κοντός και χοντρός!»
«Ποιος;», απάντησε γεμάτος απορία ο Διευθυντής. «Εγώ;»
«Είσαι κοντός και χοντρός· όπως ο κακός της ταινίας…», είπε και προπορεύθηκε βιαστικά. Γνώριζε τι είδους συνέπειες θα είχε κάτι τέτοιο και φρόντισε να εξαφανιστεί τάχιστα.
Ο Διευθυντής αναζήτησε τον δάσκαλο της τετάρτης που ανήκε η Αριφά, να του πει το παράπονό του άμεσα. Τύχαινε μάλιστα να ‘ναι και φίλοι.
«Μα ρε συ, να με πει εμένα κοντό και χοντρό!», είπε και το παράπονο του στάλαζε απ’ την άκρη των χειλιών του.
Ο δάσκαλος κοίταζε να τον παρηγορήσει. «Εντάξει, δεν σου ’πε και κάτι κακό. Κοντό και χοντρό σε είπε… Με δυο λέξεις σε χαρακτήρισε.»
«Ναι! Μα είμαι εγώ κοντός και χοντρός;»
«Κανονικά θα ’πρεπε να χαίρεσαι για την πρόοδό της.»
«Χοντρός και κοντός;»
«Καλά, δεν σε είπε και ηχορύπανση με ποδαράκια… Για σκέψου το…»
Φυσικό ήταν, ύστερα από την τελευταία απάντηση, ο Διευθυντής να απομακρυνθεί με σκυμμένο κεφάλι, μουρμουρίζοντας όρκους σχετικά με δίαιτες μέσα σε γιορτές και τα ρέστα.
Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν η πιο κρύα του έτους. Η θερμοκρασία στο κέντρο της Αθήνας δεν ξεπερνούσε τους πέντε βαθμούς. Ένα ψιλόβροχο που διαρκούσε όλη την ημέρα είχε νοτίσει τα πάντα. Το βράδυ πλέον είχε δυο-τρεις βαθμούς ακόμα πιο κάτω. Σχεδόν χιονόνερο ήταν αυτό που έπεφτε τώρα. Πολύ ταιριαστός καιρός για δύο εικοσιτετράωρα πριν την παραμονή της γέννησης του Θείου Βρέφους. Τα παιδιά όμως κατά την επιστροφή είχαν αρχίσει να τρέμουν από το κρύο. Ο δάσκαλος τα είδε σε αυτή την κατάσταση και ανέλαβε δράση.
«Λοιπόν, παιδιά, να τραγουδήσουμε κάτι μέχρι να φτάσουμε;»
Χαρωπές φωνές απάντησαν θετικά και με θέρμη.
«Τι να τραγουδήσουμε όμως κύριε;», ρώτησε ο Αλεξέι, ένας Ουκρανοκαζάκος, με τετράγωνο κεφάλι, έχοντας διπλωθεί σε τελικό σίγμα.
«Θυμάστε εκείνο το τραγούδι που σας έμαθε η μουσικός τις προάλλες και το αλλάξαμε εμείς στην τάξη;»
«Ναιαιαια…», όλοι μαζί.
«Είναι και ταιριαστό με την βροχή που πέφτει…»
«Ναιαιαιαιαι….», όλοι μαζί με ενθουσιασμό τώρα.
«Αυτό λοιπόν θα πούμε, αλλά με τους δικούς μας στίχους. Εντάξει;
«Ναιαιαιαιαι….», όλοι μαζί πάλι με γέλια χαράς και ευχαρίστησης.
«Έτοιμοι;!»
«Σκατά και σήμερα, σκατά και αύριο,
Σκατά μεθαύριο, ατέλειωτα σκατάααααα
Σκατά στα μούτρα μας, σκατά στα μούτρα σας,
Σκατά στα μούτρα τους, ατέλειωτα σκατάααα
Σκατά και σήμερα, κι είμαστε τίποτα
Κι ούτε ένα φράγκο πια, στην άδεια τσέπη μααααααας
Σκατά στο σπίτι μας, σκατά στην πόρτα μας,
Και γύρω ο θάνατος, ατέλειωτα σκατάααααα»
Ήταν μια παράξενη εικόνα, είκοσι μισορακένδυτα παιδιά, απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, να περπατάνε σε τσούρμο στην Αχαρνών, τουρτουρίζοντας από το κρύο και να τραγουδάνε με πάθος, λίγες ώρες πριν την γέννηση της Αγάπης.
🎅
Copyright © Θανάσης Λιακόπουλος All rights reserved, 24-12-2017