Ο Παναγιώτης Γκούβερης και το Μην κλαις, ρε Γοργόνα!

Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Π.Γ.: Οι λευκές σελίδες και τα ορφανά πληκτρολόγια... Όταν βλέπω λευκή σελίδα και άδειο πληκτρολόγιο ορμάω. Δε μ’ αρέσει να βλέπω πράγματα αδειανά.

Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Π.Γ.: Επανάσταση.

Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Π.Γ.: Να διαβάσει πρώτα τον τελευταίο μονόλογο. (Το βιβλίο έχει επτά σπονδυλωτούς μονολόγους)

Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Π.Γ.: Θα σας πήγαινε στα αγαπημένα σας σύνορα. Όπου κι αν είναι αυτά. Για έναν καφέ στα σύνορά σας.

Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Π.Γ.: «Πάντα φοβόμουν την εκδρομή στο ζωολογικό κήπο. Ήξερα ότι κάποτε θα τελειώσουν τα μουσεία και οι επαναλήψεις τους. Κάθε Τετάρτη κάνουμε ομάδα και συζητάμε όλοι μαζί που θα πάμε το επόμενο Σάββατο. Πάντα πάμε εκεί που θέλει η κοινωνική λειτουργός. Συνήθως εμείς θέλουμε να πάμε σε μπουρδέλα και φαστφουντάδικα. Τελικά, μας πάνε στα μουσεία και βλέπουμε γυμνές πέτρινες γκόμενες. Κάτι είναι κι αυτό.»

Το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη, Μην κλαις ρε Γοργόνα!, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Βρείτε το εδώ!

Ένα πράμα έπρεπε να κάνει ο αδερφός σου: Να τσιμεντάρει το Αιγαίο. Τότε θα ήταν Μέγας. Όλο τσιμέντο! Αιγαιοπελαγίτικο μπετόν! Μπορούσε, δεν μπορούσε; Όλο τον κόσμο κατέκτησε, Γοργόνα. Ας ήταν απλώς ένας μέγας μπετατζής. Τότε θα τον παραδεχόμουνα. Να τρέχουν προσφυγόπουλα απ’ το ένα νησί στ’ άλλο. Να παίζουνε ποδόσφαιρο ανάμεσα απ’ τα Ίμια. Να κάνουν σούζες με ποδήλατα πηγαίνοντας προς Νάξο, Πάρο. Να βάζαμε και τίποτα διόδια. Σίγουρα κάτι θα βγάζαμε. Αυτή, ρε, θα ήταν η πραγματική Εγνατία! Ναι, ρε! Κι εγώ να ήμουν σταθμάρχης, ρε Γοργόνα. Σε κάποιον αιγαιοπελαγίτικο σιδηροδρομικό σταθμό.