Τενεσί Ουίλιαμς
Η Λυσσασμένη γάτα του Τ. Γουίλιαμς θεωρείται σήμερα ένα κλασικό θεατρικό έργο παγκοσμίως. Κατά τη δική μας εκτίμηση ίσως το καλύτερο του θεατρικού συγγραφέα. Γραμμένο το 1955, βραβευμένο με Πούλιτζερ και σκηνοθετημένο πρώτη φορά από τον Ε. Καζάν, φαίνεται να έχει όλα τα φόντα για να χαρακτηριστεί πλέον κλασσικό, εξαιρετικό έως αριστουργηματικό.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως μονόπρακτο, το 1954, με τίτλο «Τρεις παίκτες για ένα θερινό παιχνίδι». Την αμέσως επόμενη χρονιά ο συγγραφέας το ξαναδουλεύει με σκοπό να προεκτείνει τους χαρακτήρες του και να εστιάσει στους δύο που βρίσκονται εν ζωή στο έργο, τον Μπρικ και την Μάγκι, αντρόγυνο, αφήνοντας απ' έξω αλλά πάντα παρόντα διά της απουσίας του τον Σκίπερ, στενό φίλο του Μπρικ, για τους οποίους η Μάγκι διακατέχεται από υποψίες πως είχαν μια «αφύσικη» σχέση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, διαβάζοντας, φυσικά, το κείμενο. Πρόκειται για μια παράσταση γραμμένη σε τρεις πράξεις, διακριτές μεταξύ τους. Ένα έργο υπαινικτικό, αφού, έτσι όπως είναι δοσμένο, δεν μας δίνει ευθέως, μέσα από τα λόγια των πρωταγωνιστών, το τι ακριβώς συμβαίνει στον ψυχισμό τους. Περισσότερα πρέπει να καταλάβουμε από αυτά που δεν λέγονται μπροστά μας, από τα συναισθήματα που δεν εξωτερικεύονται άμεσα, από τις καλά κρυμμένες αδυναμίες των ηρώων που πασχίζουν να μην τις αφήσουν να φανούν, πίσω από τα δεδομένα προσωπεία των χαρακτήρων τους.
Το βασικό ζευγάρι, ο Μπρικ και η Μάγκι, Ορέστης Τζιόβας και Μαρία Κίτσου αντίστοιχα, βρίσκονται μέσα σε έναν αδιέξοδο γάμο, εξαιτίας των υποψιών της Μάγκι για την αφύσικη σχέση του Μπρικ με τον Σκίπερ. Ο Μπρικ το έχει ρίξει στο ποτό, μοτίβο ηρώων του Γουίλιαμς σε αδιέξοδο, και μετά από έναν τραυματισμό του φαίνεται παραδομένος στην μοίρα του αλκοολικού. Η Μάγκι προσπαθεί να αναστήσει τα πεθαμένα συναισθήματα του Μπρικ, γεγονός που δεν φαίνεται να το καταφέρνει και γι’ αυτό καταφεύγει σε υστερίες, απειλές και νευρωτικές καταστάσεις. Μπροστά στην ανάγκη όμως έρχεται στο τέλος του έργου η συναίνεση, μετά από μια καίρια αποστροφή της Μάγκι απέναντι στο ζήτημα του επερχόμενου θανάτου του Μπιγκ Ντάντι να σώσει την παρτίδα μεταξύ τους. Πράγματι πρόκειται για δυο σημαντικούς χαρακτήρες, ίσως τους σημαντικότερους, από το απέραντο εικονοστάσιο χαρακτήρων που μας έδωσε ο Γουίλιαμς –αποτυχημένοι, ηττημένοι, ονειροπόλοι, δυο τσακισμένες ψυχές μέσα στην θολή λαμπρότητα της θέσης τους.
Όλα αυτά διαμείβονται στο πατρικό του Μπρικ, ένα μεγάλο σπίτι σε μια φυτεία του Μισισιπή, που έχουν πάει για να παραβρεθούν στα τελευταία μάλλον γενέθλια του παππού, Μπιγκ Ντάντι στην εδώ παράσταση, εφόσον γνωρίζουν πως είναι άρρωστος βαριά από καρκίνο και θα πεθάνει σύντομα. Του το αποκρύπτουν, όπως και από την γιαγιά, Μπιγκ Μάμα εδώ. Εν μέσω μιας γιορτινής ατμόσφαιρας φαινομενικά, στην κρεβατοκάμαρα όπου κανονικά διαμείβεται το όλο έργο, παίζονται διάφορα δράματα πέραν εκείνου του Μπρικ και της Μάγκι. Η απόκρυψη της κατάστασης του παππού και η αναγκαστική ανακοίνωση της αλήθειας στην γιαγιά. Ο Γκούπερ, αδερφός του Μπρικ, και η Μέι η γυναίκα του, με πέντε παιδιά κι ένα έκτο που περιμένουν, προσπαθούν να γίνουν αρεστοί στον παππού για να τους γράψει την φυτεία. Η αποκάλυψη της αλήθειας από τον Μπρικ στον παππού πως πεθαίνει, ύστερα από την κουβέντα του παππού σχετικά με την ανάρμοστη σχέση του Μπρικ με τον Σκίπερ. Η αποκάλυψη της Μάγκι στον Μπρικ πως έχει κάνει έρωτα με τον Σκίπερ, σε μια προσπάθεια και των δύο τους να πλησιάσουν τον Μπρικ. Ένα έργο γενικά γεμάτο υπαινιγμούς για πράγματα και καταστάσεις που φαίνονται/λέγονται χωρίς να είναι…
Φευ, όμως, σχεδόν τίποτα απ' ολ' αυτά είδαμε στην παράσταση του κ. Χανιωτάκη που μετάφρασε και σκηνοθέτησε. Με μια εντελώς διαφορετική ματιά προσπάθησε να δώσει έμφαση στις πατριαρχικές δομές που διαπνέουν την ιστορία, πράγμα αδιάφορο ως προς το κείμενο. Δεν θεωρεί από την αρχή του έργου δεδομένη για όλους την ασθένεια του παππού. Η αποτυχία, η ήττα, η συντριβή, ακόμα και η συναίνεση του τέλους μεταξύ Μπρικ - Μάγκι είναι δοσμένα επιδερμικά, με τους ηθοποιούς να μην μπορούν να πείσουν για το εσωτερικό δράμα των ηρώων που υποδύονται. Ο σκηνοθέτης τους θέλει από την αρχή όλους δοσμένους μονόπλευρα. Σε μια αρχή τους, που δεν θα την παραβούν καθ' όλη την διάρκεια της παράστασης. Και σαφώς, η λυσσασμένη γάτα σίγουρα δεν είναι λυσσασμένη για σεξ με τον άντρα της, έτσι όπως θέλει να την παρουσιάσει ο σκηνοθέτης. Είναι λυσσασμένη για τη ζωή, μια ιδιότητα που φαίνεται να την διακατέχει καθ’ όλη την διάρκεια του έργου, με αυτά που λέει και κάνει. Όχι όμως την κ. Κίτσου, που φαίνεται μονοδιάστατη και άνευρη μπροστά στον κανονικό ρόλο. (Σημ.: Στην πρώτη πράξη το κείμενο έχει τόσες πολλές σκηνοθετικές οδηγίες σχετικά με το πως πρέπει να αποδώσει η Μάγκι αυτόν τον τύποις διάλογο με τον Μπρικ, στην ουσία όμως να μας βάλει στην υπόθεση του έργου μα και να δείξει ακριβώς τον χαρακτήρα της αλλά και πως αυτός πρέπει να αποδοθεί, που τόσες πολλές δεν έχω ξαναδεί σε κάποιο άλλο έργο του Γουίλιαμς. Και φυσικά τίποτα από αυτά δεν τηρήθηκε, αφού η όλη σκηνή μάλλον πετσοκόπηκε χάριν σκηνοθεσίας). Ο δε παρατημένος Μπρικ - Ο. Τζιόβας φαίνεται να μην έχει την παραμικρή αναλαμπή, ακόμα κι όταν ανακοινώνει την ασθένεια στον πατέρα του. Μονοδιάστατος σε όλο το έργο, έως μονόχνοτος, διαπεραιώνει έναν σύνθετο ρόλο, με έντονες εσωτερικές εντάσεις και διακυμάνσεις, χωρίς να φαίνεται πως νοιώθει κάτι απ' όλ' αυτά, παρά μόνο τον πόνο του μπανταρισμένου ποδιού του και την αναμονή ενός κλικ.
Και σίγουρα δεν μπορεί να σώσει την παράσταση ένας Τσακίρογλου, καίτοι γνωρίζει πολύ καλά, ακόμα και τώρα, τι κάνει και που βρίσκεται. Όσο και να προσπαθούσε να δώσει ένα βάθος στο παίξιμό του, μια εσωτερικότητα και να αφήσει να φανούν όλες οι ανατροπές του κειμένου, παρέμενε, αναγκαστικά, καθοδηγούμενος από το μονοδιάστατο παίξιμο των υπολοίπων, καθηλωμένος στο μονόπλευρο.
Φυσικό επόμενο να αναδειχθούν οι δευτερεύοντες ρόλοι. Βλέποντας την γιαγιά - Μπιγκ Μάμα Ελένη Κρίτα ήταν λες και διάβαζα το κείμενο. Εξαιρετική και μόνο. Ο Γκούπερ - Γεράσιμος Σκαφίδας πολύ καλός στον ρόλο του, αν και κάπως υπερβολικός σε κάποια σημεία, αναμφίβολα στην προσπάθεια του να αποδώσει κάπως καλύτερα αυτό το χάος επί σκηνής, κατά διαστήματα. Εξίσου πολύ καλή η Μέι - Μπέτυ Αποστόλου, παρά τις κάποιες υπερβολές μιας εγκύου στο έκτο παιδί της.
Αν ο χώρος επέτρεπε θα μπορούσαμε να γράφαμε για ώρες τις διαφορές μεταξύ κειμένου και παράστασης. Πλην όμως, πήγαμε να δούμε μια παράσταση του Τ. Γουίλιαμς και όχι μια μάλλον διασκευή αυτού του έργου ή έστω την προσωπική ματιά του σκηνοθέτη. Γιατί η προσωπική ματιά φαίνεται τηρώντας το έργο και μένοντας πιστός στο κείμενο. Όχι προσαρμόζοντάς το σε οπτικές προσωπικές που διαφέρουν παρασάγγας από το αρχικό έργο. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν απατώμαι, κάνεις διασκευή… Και από διασκευές χορτάσαμε!
Άθ.Λι-ος
Συντελεστές:
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Δραματολογική συνεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Έλλη Λιδωρικιώτη
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Σιτώτης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύα Οικονόμου-Βαμβακά
Βοηθός παραγωγής: Έμμα Μαυρέλη
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Παίζουν:
Μπιγκ Ντάντι: Νικήτας Τσακίρογλου
Μάγκι: Μαρία Κίτσου
Μπρικ: Ορέστης Τζιόβας
Μπιγκ Μάμα: Ελένη Κρίτα
Γκούπερ: Γεράσιμος Σκαφίδας
Μέι: Μπέτυ Αποστόλου
Γιατρός Μπόου: Δημήτρης Ραφαέλος
Αιδεσιμότατος Τούκερ - παιδί: Δημήτρης Σταματελόπουλος (τρομπέτα)
Υπηρέτρια Σάλι - παιδί: Μαρία Νίκα (βιολί)
Η μουσική θα παίζεται ζωντανά από τους ηθοποιούς