Η Ευγενία Βουτσινά-Βασιλειάδου έχει επιλέξει να γράφει μυθιστορήματα εκφράζοντας τον εσωτερικό της πλούτο και την καλλιέργειά της. Της αρέσει να πλάθει χαρακτήρες και ιστορίες, να καταστρώνει τους δικούς της κόσμους με πίστη στην Ιστορία, τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις. Παραμένει σεμνή και μετρημένη σε κάθε νέα της συγγραφική τοποθέτηση και μιλάει από καρδιάς, αφουγκραζόμενη τη σύγχρονη ή την εκάστοτε κοινωνία.
Στο νέο της μυθιστόρημα, Η ζωή της περπατούσε στη θάλασσα, καταπιάνεται με την ιστορία μιας κεφαλονίτικης οικογένειας· του κόντε Αντύπα και των απογόνων του. Μια ιστορία που ξεκινά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για να καλύψει αρκετές δεκαετίες, ως το τέλος του εμφυλίου, επικεντρωμένη στην Μυρσίνη, τη βασική ηρωίδα της.
Η ιστόρηση ξεκινά με άρωμα εποχής και γρήγορα γρήγορα γεμίζει με κεφαλονίτικες εικόνες από κόντηδες και κοντέσες, θυρεούς, Λίμπρο ντ' Όρο κι αρχοντικά. Ανθρώπους με διαφορετικές αξίες και άλλες συνήθειες, με διαφορετικές κοινωνικές δομές και συμβάσεις αλλά υπέροχα οικείους αφού η ίδια έχει καταφέρει να προβάλει την αέναη φύση του ανθρώπου που δε μεταβάλλεται επειδή αλλάζουν οι καιροί και οι εποχές. Τα πάθη είναι πάντα πάθη, ο έρωτας διαχρονικά απαράλλαχτος... ακόμα και ο πόλεμος· μόνο οι αφορμές διαφοροποιούνται καθώς προκύπτουν από διαφορετικά αίτια και άλλες διαδρομές αναλόγως της εποχής. Εν κατακλείδι, οι άνθρωποι είναι πάντα άνθρωποι: πονούν το ίδιο, υποφέρουν το ίδιο, αγαπούν το ίδιο, γελάνε, δακρύζουν, ερωτεύονται... κι αυτή η υπόσταση είναι η σταθερά πάνω στην οποία δομεί την αφήγησή της.
Στην υπόθεση, η εγγονή του κόντε Αντύπα, η Μυρσίνη, θα περάσει δια πυρός και σιδήρου αφού από τη μια βιώνει τον απαγορευμένο έρωτα στην αγκαλιά του Νικόλα της και από την άλλη οι κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που περνούν όλοι οι Έλληνες με αποκορύφωμα τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο στιγματίζουν και τη δική της ζωή. Οι περιπέτειες του μοναχογιού της μέσα στα ταραγμένα χρόνια της κατοχής και του Εμφυλίου τη φέρνουν μπροστά σε επιπλέον προκλήσεις, αφού, πέρα των δυσκολιών των καιρών, έχει να αντιμετωπίσει και τη προδοσία, το θάνατο... ενίοτε την απελπισία. Ωστόσο, σε πείσμα κάθε θεού ή δαίμονα, θα αντέξει ό,τι της φέρει η πολύπαθη και απρόβλεπτη ζωή της με σθένος και δύναμη, θα αντιμετωπίσει κάθε πρόβλημα ή δυστοπία, θα σταθεί γενναία, όρθια.
Η Μυρσίνη, ως ηρωίδα, αντιπροσωπεύει τη γυναίκα που δε σπάει. Πονάει, υποφέρει, λυγίζει όμως αντιστέκεται, ανασηκώνει τα μανίκια και βουτάει τη ζωή από το λαιμό... δε μοιρολατρεί, δε παραιτείται. Είναι η γυναίκα που παλεύει ως το τέλος και χωρίς αποκούμπια. Με πείσμα και θέληση και παρά την θρησκόληπτη εποχή στην οποία έζησε, δε φαίνεται να απευθύνεται στα θεία για βοήθεια τόσο όσο στις δικές της δυνάμεις.
Πολλά τα πρόσωπα του βιβλίου που σχετίζονται με την κεντρική ηρωίδα και την οικογένειά της και καλύπτουν τις τρεις γενιές της ιστορίας. Η Μυρσίνη όμως είναι εκείνη που θα ακολουθήσουμε βήμα βήμα από τη γέννησή της σε κάθε στάδιο του βίου της. Θα δούμε τις πιο ακμαίες και δημιουργικές δεκαετίες της ζωής της -παράλληλα και τις πιο δύσκολες, όμως η Ευγενία Βουτσινά-Βασιλειάδου αφήνει το φως να πέσει τελικά πάνω στην ηρωίδα της προσφέροντάς της ένα ελπιδοφόρο μέλλον μακριά από τα σκοτάδια της ψυχής και τα βάσανα -σαν το δρόμο της Κακίας στην ελληνική μυθολογία, η ζωή ξεκινά δύσκολα όμως όταν κανείς περάσει τον κακοτράχειλο δρόμο τον υποδέχεται η ανταμοιβή και η ομορφιά. Θα τη δούμε να μεγαλώνει, να ερωτεύεται, να παντρεύεται, να γεννάει... να ζει καλές, ευτυχισμένες μέρες αλλά και πολύ δύσκολες, να περνάει μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, πίκρες, στενοχώριες και περιπέτειες, στο χρόνο που καλύπτει το βιβλίο.
Η τριτοπρόσωπη γραφή διαθέτει νεύρο. Η συγγραφέας δε πλατειάζει, δεν αναλύει και δε μακρηγορεί πουθενά. Η ιστορία κυλά γρήγορα και αβίαστα και η λιτή γλώσσα συμβάλει σε αυτό το αποτέλεσμα ενώ φέρνει και μια παραμυθένια αύρα διότι φέρει την αφηγηματική χροιά που περιμένει κανείς διαβάζοντας ένα παραμύθι. Ακόμα και η κεφαλονίτικη ντοπιολαλιά δεν επιβαρύνει την αναγνωστική εμπειρία καθώς δε χρειάζονται πρόσθετες επεξηγήσεις για τις τοπικές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται γιατί είναι ήδη πασίγνωστες και οικείες στους περισσότερους από εμάς. Απλά συμβάλουν στο χρώμα και την ατμόσφαιρα.
Επίσης, η συγγραφέας έχει εκμεταλλευτεί τις ελευθερίες του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας και, ως αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα έχει την απόχρωση προφορικής ιστόρησης παρά μιας ακαδημαϊκής αφηγηματικής προσέγγισης. Αυτό είναι και το στοιχείο που δημιουργεί την αίσθηση αληθινής μαρτυρίας στα γραφόμενα προσφέροντας ένα συστατικό αυθεντικότητας.
Στη δομή... η αφήγηση χωρίζεται σε δεκάδες σύντομα κεφάλαια που εξυπηρετούν την γρήγορη εξέλιξη. Έτσι, παρά το μεγάλο αριθμό των σελίδων του, το μυθιστόρημα διαθέτει έντονο ρυθμό, δεν κουράζει και περιέχει πλήθος περιστατικών.
Σε ένα λευκό περιθώριο έκανα μια σημείωση για το δίδαγμα της συγχώρεσης που τόσο όμορφα προκύπτει από τα δρώμενα και πως αυτή απελευθερώνει το άτομο ώστε να προχωρήσει παρακάτω απαλλαγμένο από το παρελθόν, από δεσμά αρνητικών συναισθημάτων και απαγκιστρωτικές σκέψεις.
Ολοκληρώνοντας την αναγνωστική εμπειρία, μου μένει το άρωμα εποχής των κεφαλονίτικων αρχοντικών, η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας επικεντρωμένη στα πιο ταραγμένα πολεμικά χρόνια -Βαλκανικοί, Παγκόσμιος, Εμφύλιος-, η οικογένεια του κόντε Αντύπα, η Αννέτα, η Αγγέλικα, η Κατερίνα, ο Παύλος, ο Νικόλας, ο Μεμάς... η Μυρσίνη, προφανώς, και όλοι οι άλλοι χαρακτήρες... η τοπική κοινωνία και οι συμβάσεις, ο πολιούχος του νησιού Άγιος Γεράσιμος, οι αναταραχές, η ηθική και οι αξίες.
Το παραπάνω κείμενο αναγνώστηκε στην πρώτη κεντρική παρουσίαση του μυθιστορήματος στην Αθήνα.