του Τζον Όσμπορν
«Το μόνο που ζητάω είναι λίγη ηρεμία! Μπορώ να την έχω;»
Αναρωτιέται η Άλισον επί σκηνής, και η κουβέντα της –μαζί τόσες ακόμα μέσα σε ετούτο το θαυμάσιο έργο– αντιπροσωπεύει τη θέση ενός ανθρώπου που επιθυμεί να δώσει μάχη και να ορίσει εκείνη τη θέση της μέσα στη ζωή.
Λίγα λόγια για το έργο:
Γραμμένο το 1956 από τον Τζον Όσμπορν, το έργο αποτέλεσε σύμβολο όλων των επαναστατημένων νέων, γεγονός που το βαπτίζει αιωνίως σύγχρονο, και σήμερα, εξήντα χρόνια μετά συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα πλέον γνωστά έργα, κατακτώντας κάθε χρονιά χώρο στο θεατρικό σανίδι και τις καρδιές μας. Διαδραματίζεται σε τρεις Κυριακές, τις στιγμές εκείνες που η ανία και η ραστώνη καταφέρνει να δώσει χώρο σε κάθε είδους συζήτηση και ένταση. Σ’ εκείνα τα απογεύματα της υπαρξιακής μελαγχολίας, γνωρίζουμε τον Τζίμυ, την Άλισον, τον Κλιφ και την Έλενα. Οι δύο πρώτοι αναμοχλεύουν ο ένας τη ζωή του άλλου μέσα από το πάθος, ο φίλος Κλιφ πρωταγωνιστεί εν είδει ειρηνευτικής δύναμης ενώ η Έλενα εισβάλλει ανάμεσα στο ζευγάρι ως καταλύτης που ανατινάζει το νόημα. Στην σκηνοθετική απόδοση της Κίρκης Καραλή, το έργο ανοίγει σε επτά Κυριακές, επτά εποχές, επτά πόλεις: Σικάγο του ’56, Παρίσι του ’62, Μιλάνο του ’72, Αθήνα του ’81, Μόσχα του ’88, Βερολίνο του ’91, Λονδίνο του ’97 με τους ίδιους ανθρώπους σε ένα σαλόνι, τη λύσσα ενός αυτοκαταστροφικού πάθους και την άγρια πορεία προς την ενηλικίωση.
Ο Χάρης Τζωρτζάκης ως Τζίμυ μας μεταφέρει γνήσια τον μπιτ χαρακτήρα του ήρωα, και επιτυγχάνει να σπάσει άμεσα το τείχος απόστασης μεταξύ χαρακτήρα και κοινού. Κοφτερός, μετρημένος, άγρια ρεαλιστής και οργισμένος, τονίζει τις επιθυμίες του Τζίμυ μέσα από μια ευλύγιστη φιγούρα που επιλέγει να μη σταματήσει λεπτό πάνω στη σκηνή και ερμηνεύει ακόμα και με το δέρμα του σε πλήρη ένταση. Εμείς τον ακολουθούμε κρεμασμένοι πάνω του, βρισκόμαστε μαζί του μέσα σε εκείνο το σαλόνι που οργίζεται με το καθετί, διαπιστώνοντας πόσο εξαιρετική είναι η ερμηνεία του που εναλλάσσει την οργή με την μελαγχολία και τη δίψα με την αυτοκαταστροφική λύσσα. «Είναι ένας ρόλος που πάντα προσφέρει στον ηθοποιό τη δυνατότητα να ξετυλίξει τις δικές του επεκτάσεις. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας σαν τον Τζίμυ, με εξάρσεις, θυμό, αγωνίες, και τη λαχτάρα να βγούνε επιτέλους από εκείνο το σαλόνι της ζωής τους» μας δήλωσε ο ηθοποιός για τον ρόλο του. Εμείς θα συμπληρώσουμε πως ο ηθοποιός, αν και κουβαλάει μεγάλο βάρος στις πλάτες του για έναν ρόλο που πολλοί ερμήνευσαν, καταφέρνει επάξια να μας προσφέρει έναν Τζίμυ αγνά «καταραμένο» δίδοντάς μας λόγους να τον αγαπήσουμε, να ταυτιστούμε και να τον κατανοήσουμε.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη ως Άλισον είναι σαρωτική! Υιοθετώντας μια παρουσία μόνιμου κλονισμού σε ψυχολογικές εντάσεις προσώπου και σώματος, είναι ένα ερμηνευτικό πλάσμα που αλλάζει συναισθηματικούς χρωματισμούς με ευκολία αναπνοής και προσφέρει νότα αθανασίας σε έναν ρόλο που πολλοί αγάπησαν. Οι συναισθηματικές της καταβυθίσεις εξαιρετικά άμεσες και προς ταύτιση κοινού, ενώ οι αναδύσεις της προσφέρονται για μάθημα υποκριτικής. Η ηθοποιός καταφέρνει να διαπεράσει στο κοινό όλη τη χωλότητα και τις προσδοκίες που κουβαλάει μια γυναίκα που το μόνο που γύρεψε ήταν να αγαπήσει έναν «καταραμένο» Τζίμυ. Η ηθοποιός μας δήλωσε για το έργο: «Όλες οι γενιές, πάντα και για πάντα θα οργίζονται· είναι τέτοιες οι συνθήκες γύρω μας που είναι πάντα κατάλληλες για οργή».
Ο Σήφης Πολυζωΐδης ως Κλιφ είναι ο κυματοθραύστης των εντάσεων του ζευγαριού. Στέκεται με την αγάπη του καταμεσής της σχέσης, αλλά όχι ανάμεσά τους –όπως η Έλενα–, και ακόμα και τις φορές που δε συμφωνεί με κάποιον εκ των δύο, η αγάπη του τον ωθεί να κατανοήσει τις θέσεις τους. Ο κύριος Πολυζωΐδης με την ερμηνεία του καταφέρνει να μας δώσει έναν χαρακτήρα γεμάτο ανοχή, αντοχή, κατανόηση, έναν άνθρωπο που ζει δίπλα μας και εκφράζει τη φωνή της λογικής, συμπληρώνοντας άριστα το δέσιμο του θιάσου. «Χαίρομαι να βρίσκομαι σε αυτή την παράσταση! Είναι ένα διαχρονικό έργο που πάντα θα διαχειρίζεται το παρελθόν μέσα από τις πράξεις μας και θα ορίζει το παρόν από τις συνέπειές τους» μας δήλωσε ο ηθοποιός.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη ως Έλενα είναι το εύφλεκτο υλικό που χύνεται μέσα στον κινητήρα μιας μανιασμένης ταχείας (Τζίμυ-Άλισον) που ήδη κυλάει σε στραβωμένες ράγες. Η κυρία Μπουζούρη καταφέρνει να δομήσει άξια τη femme fatale του έργου που μέσα από προσωπικές προσδοκίες πάθους, γυρεύει κι εκείνη (δίχως οργή αλλά με υποδόρια πονηριά) μια θέση στη ζωή. Η ερμηνεία της κυρίας Μπουζούρη, κατά στιγμές ευφάνταστα κωμική, προσφέρει την ανάσα ελαφρότητας σε ένα έργο που διαχειρίζεται υπογείως τον φεμινισμό μα –τραγικά!– και την τελική παραδοχή μιας χειραφέτησης.
Ο παραγωγός της παράστασης κύριος Ανδροκλής Δεληολάνης μάς μίλησε για την επιλογή του έργου και τη συνεργασία του με τη σκηνοθέτιδα Κίρκη Καραλή: «Είναι ένα έργο που παρακολουθώντας το χρόνια πίσω, το είχα ζηλέψει και επιθυμούσα να το δω να ανεβαίνει όπως το φανταζόμουν. Η κυρία Καραλή πρόσφερε στο έργο επεκτάσεις που διατηρούν εύστοχα τη διαχρονική του αίσθηση· είναι ένα έργο που πάντα θα μιλάει στο κοινό και χαίρομαι που φέτος το έχουμε πετύχει αυτό στην παράστασή μας».
Εν κατακλείδι:
Μια παράσταση προσεγμένη, υψηλών συναισθηματικών βαθμών και αγέρωχα ύποπτων στιγμών για όταν το μυαλό θολώνει η οργή. Η ένταση του κειμένου γαντζώνεται επάνω σου από τα πρώτα λεπτά προσφέροντας τις θέσεις των ηρώων και αποτυπώνοντας το ποθητό και το ιδανικό έναντι ενός άγριου ρεαλισμού που συνθλίβει ζωές. Ο κύριος Τζωρτζάκης προσφέρει μια εξαιρετική ερμηνεία ως Τζίμυ· θυμίζει χρυσόπτερο Φοίνικα που γυρεύει να αναγεννηθεί από τις στάχτες του μα τραγικά εμμένει στην καταστροφή. Η κυρία Τρικαλιώτη μάς αποδεικνύει για ακόμη μια φορά πως το ταλέντο της συστήνεται από ένα αειθαλές ερμηνευτικό πάθος και μια άριστη μελωδικότητα σώματος που τη χρίζει ερμηνευτική ακόμα και στις αναμονές της. Ο Σήφης Πολυζωΐδης και η Παρθενόπη Μπουζούρη, σε ρόλους-κλειδιά που απαιτούν προσεκτικής μελέτης ως συνειδησιακές φωνές (άλλοτε αφύπνισης και άλλοτε πειρασμού), εκτέλεσαν άριστα τους ρόλους τους καδράροντας αγέρωχα ένα καρμικό ντουέτο.
Οι λόγοι της διαχρονικότητας του έργου πολύπλευροι, μπορούν όμως εύκολα να τελματωθούν μέσα από τον ερμητισμό των ηρώων μέσα σε εκείνο το σαλόνι, κάτι που η σκηνοθετική ματιά της Κίρκης Καραλή απέφυγε. Η διάρκεια του έργου μειώθηκε, ενώ οι τρεις Κυριακές διασπάστηκαν σε επτά διαφορετικές χρονικά Κυριακές και σε επτά πόλεις του κόσμου. Η σκηνοθέτις έχει προσφέρει μια νουάρ αμεσότητα στο έργο (διαφαίνεται ακόμα και στις μουσικές επιλογές των τραγουδιών κάθε πόλης και έτους), της οποίας η μελωδικότητα επιτυγχάνεται ευρηματικά από ένα σκηνικό που αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, οφείλοντας τη χροιά νοσταλγίας στον σκηνογράφο Άγγελο Μεντή που έχει προσέξει όλες τις μικρές λεπτομέρειες. Έξυπνη η αλλαγή ρούχων των Άλισον-Έλενα προς το τέλος του έργου, τονίζοντας έτσι την αντιστοιχία των πρότερων θέσεων και την αλλαγή στη φιλοσοφία τους, εξαιρετική η ιδέα των χρωματιστών λαμπτήρων φθορισμού που οι φωτισμοί τους στην τελική σκηνή των Άλισον-Τζίμυ κλιμακώνει την ένταση και εξυψώνει την αγάπη έναντι της οργής αφήνοντας μια χαραμάδα τρέλας να κατακεραυνώνει τον θεατή.
Η παράσταση στο σύνολό της μεταφέρει στο κοινό την χροιά του επαναστάτη που λαχταρά μια ζωή γεμάτη αισθήσεις και όχι μονάχα τις λειτουργίες της, ενώ με φροϋδικό βλέμμα μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις αποτολμά ένα ψυχογράφημα της εκάστοτε κοινωνίας. Η διαπίστωση είναι πως η επανάσταση (προσωπική και ταξική) δεν ριζώνει στον τόπο και τον χρόνο, αλλά στις σχέσεις των ανθρώπων όταν το πάθος έρχεται σε αντιδιαστολή μιας ζωής γεμάτης συμβιβασμούς... και τότε η οργή δεν είναι απλώς μια κοινή οργή, αποτελεί τη βάση για μια ευρύτερη έκρηξη. Μια παράσταση που δε θα σας αφήσει ασυγκίνητους.
Βρείτε τον Γεώργιο Τζιτζικάκη στο Facebook και Facebook page
Συντελεστές:
Μετάφραση - Έρευνα: Χρήστος Κεχαγιάς
Απόδοση - Δραματουργική Επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Κίρκη Καραλή
Αναλυτική Προσέγγιση: Ανδροκλής Δεληολάνης
Σκηνικά: Άγγελος Μέντης
Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Βοηθός Παραγωγής: Ειρήνη Βουρλάκου
Παραγωγή: ANDRODELY p.c.
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά):
Παρθενόπη Μπουζούρη, Σήφης Πολυζωίδης, Χάρης Τζωρτζάκης, Πέγκυ Τρικαλιώτη
Στο σημείωμα της, η σκηνοθέτις αναφέρει μεταξύ άλλων:
Η φωνή της νεολαίας του καιρού του Όσμπορν (1956) είναι η ίδια με τη φωνή κάθε νεολαίας από τότε και μετά (μεταπολεμικής, μεσοπολεμικής ή εμπόλεμης), είναι πικραμένη για τον σύγχρονο κόσμο, μιλά με κυνισμό, φοβάται να αγγίζει τη χαρά, γιατί συνήθισε στον πόνο.
Το έργο είναι ένας πίνακας της νευρωτικής εποχής μας, σαρκαστικός και άφρων.
Υψώνει φωνή που περιφρονεί τους “ώριμους” και “βολεμένους” κάθε γενιάς, μάχεται εναντίον εκείνων που προσπαθούν να επιβάλλουν ένα απονευρωμένο καθωσπρέπει σήμερα. Μιλά μια φωνή, που φοβάται πως μια μέρα, όλες οι επαναστατικές νεανικές φανφάρες θα γίνουν αναίμακτες προσχωρήσεις, πως ο παλιός ατίθασος εαυτός θα συνθηκολογήσει με το προδιαγεγραμμένο αύριο. Φωνή που προσβάλει όσους φυγομαχούν, που πνίγεται από την λιποτάκτισσα καρδιά τους. Που διαμαρτύρεται ενάντια στην κρατούσα τάξη. Που εξουθενώνεται από το άγχος της εποχής της. Που περιφρονεί αυτούς που δεν αποδέχονται τις προκλήσεις της, που δεν ορθώνουν το ανάστημά τους πλάι της. Φωνή που σιχαίνεται τον σύγχρονο πολιτισμό όταν ευνουχίζει τον ιδεαλισμό, απ’ τον οποίο τροφοδοτείται και στον οποίον πιστεύει η νέα γενιά. Φωνή γενιάς που αναζητά το υψηλό ιδανικό πάνω στο οποίο πρέπει να πατήσει για να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο. Και βρίσκει τοίχο...
...Τέσσερα πρόσωπα που τριγυρίζουν πάνω σε σωρούς εφημερίδων, που πατούν πάνω στα γεγονότα του κόσμου, που κυκλώνονται από τους ήχους του ραδιοφώνου, παγιδευμένοι σ’ έναν κόσμο που άλλοι έφτιαξαν γι’ αυτούς. Αποσυντεθειμένα ιδανικά. Προσοχή στο κενό μεταξύ ηθικής και οργής.
Κίρκη Καραλή
Παραστάσεις κάθε Πέμπτη στις 21:00 & Παρασκευή στις 18:30 στο θέατρο OLVIO (κοντά στο μετρό Κεραμεικού), Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, 2103414118