Η Έμιλι της ποίησης και της απομόνωσης
Τι είναι για εμάς η ποίηση; Τι χαρακτηρίζει έναν ποιητή; Πόσο ρομαντική και διαφορετική φανταζόμαστε τη ζωή του εν συγκρίσει με την προσωπική μας καθημερινή και ίσως και ανιαρή πραγματικότητα; Ίσως βρείτε μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα βλέποντας την παράσταση Μόνος κόσμος- Έμιλι Ντίκινσον στο θέατρο Βρυσάκι. Ίσως και όχι.
Για λίγες ακόμα παραστάσεις θα παίζεται στον συμπαθέστατο πολιτιστικό χώρο Βρυσάκι στην Πλάκα, ένας μονόλογος αφιερωμένος στην μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια. Το κείμενο είναι συρραφή από διάφορα έργα που έχουν κυκλοφορήσει αφιερωμένα στην Ντίκινσον και συγκεκριμένα από τα: Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά (εκδόσεων Gutenberg), Έλα στον κήπο μου (εκδόσεων Αρμός), The belle of Amherst του William Luce, καθώς και αποσπάσματα από επιστολές της ποιήτριας.
Το όλο εγχείρημα ακούγεται λίγο δύσκολο. Οι μονόλογοι πάντα είναι δύσκολοι και για τον ηθοποιό αλλά και για τους θεατές. Ο ηθοποιός καλείται να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών χωρίς την βοήθεια άλλων συναδέλφων του και χωρίς την βοήθεια κάποιας πλοκής που να υποδηλώνει δράση, μυστήριο, ερωτικές περιπτύξεις ή εξομολογήσεις. Έχει για μοναδική του βοήθεια την ομορφιά της γλώσσας.
Από την άλλη πλευρά οι θεατές καλούνται να παρακολουθήσουν επί μια ολόκληρη ώρα έναν άνθρωπο να μιλάει μόνος του για κάποιο θέμα. Αν δεν έχουν την ωριμότητα να μαγευτούν από έναν καλό μονόλογο, η προσοχή τους αποσπάται. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το εγχείρημα είναι ακόμα πιο δύσκολο, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ενιαίο κείμενο που γράφτηκε ειδικά για να δημιουργηθεί ένας θεατρικός μονόλογος, αλλά για μια προσπάθεια των δημιουργών να κατασκευάσουν έναν μονόλογο από φράσεις που είχε χρησιμοποιήσει η Έμιλι Ντίκινσον ή που χρησιμοποίησαν για αυτήν κάποιοι βιογράφοι της.
Για να δούμε κατά πόσον κατάφεραν να επιτύχουν σε αυτήν την προσπάθεια.
Κατ´ αρχήν έχουμε μια υπέροχη ηθοποιό, την Χριστίνα Τασκασαπίδου που ερμηνεύει την ιδιόμορφη προσωπικότητα της Ντίκινσον. Και λέγοντας ιδιόμορφη εννοώ μια γυναίκα που έζησε τα 56 χρόνια της ζωής της κλεισμένη στο πατρικό της σπίτι σε μια κωμόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η Έμιλι Ντίκινσον δεν παντρεύτηκε ποτέ, και μάλλον δεν είχε ούτε ολοκληρωμένες, σαρκικές σχέσεις. Για αυτήν ο έρωτας ήταν ένα εξιδανικευμένο συναίσθημα, μάλλον ερωτεύτηκε κάποιες φορές στην ζωή της εντελώς πλατωνικά. Έζησε σε μια εντελώς κλειστή, πουριτανική κοινωνία, την οποία σατίριζε κατά βάθος και προσπαθούσε να κάνει την μικρή της προσωπική επανάσταση προκαλώντας τους γείτονες με την αγαμία της, το ντύσιμό της, την γενική μη τήρηση των κανόνων. Η μοναδική της διέξοδος σε αυτήν την κοινωνία που την φυλάκιζε ήταν η συγγραφή, όπως λέει και η ίδια: όταν διαβάζεις ένα ποίημα που σου αρέσει, παγώνεις και η ζέστη δεν μπορεί να σε αγγίξει, το κεφάλι σου απομονώνεται από το υπόλοιπο σώμα σου. Η μοναξιά της συγγραφής σε παγώνει και αυτό είναι μια αλήθεια που την έχουμε νιώσει λίγο πολύ όλοι όσοι ασχολούμαστε με το γράψιμο, είτε αυτό λέγεται ποίηση είτε λέγεται πεζό. Η Έμιλι Ντίκινσον αγαπούσε την φύση και πίστευε ότι η ίδια η φύση είναι η μεγαλύτερη τέχνη του κόσμου. Οι σχέσεις με την μητέρα της και τα αδέλφια της είναι περίπλοκες, σχέσεις αγάπης και μίσους. Περιμένει να γεράσει η μητέρα της για να μπορέσει να της φερθεί τρυφερά. Όσο οι δύο γυναίκες είναι ακμαίες δεν υπάρχει ιδιαίτερος σύνδεσμος μεταξύ τους. Χρειάζεται να επέλθει η φθορά του χρόνου για να μπορέσει η νεώτερη να "αγαπήσει" την γεροντότερη. Η Έμιλι αμφισβητεί την θρησκεία, ο πουριτανισμός της επιβεβλημένης θρησκοληψίας την βρίσκει αδιάφορη. Δεν μπορεί να βρει τον Θεό της αγάπης μέσα από τα μαύρα, αυστηρά ρούχα, το κουτσομπολιό και την κακία των δήθεν φιλάνθρωπων. Για την Έμιλι αξίζει κανείς να ζει μόνο και μόνο για να βοηθήσει ένα πουλάκι να ξαναβρεθεί στην φωλιά του. Βοήθησα ένα πουλί που είχε πέσει κάτω στον δρόμο να ξαναπάει στην σιγουριά του αχυρένιου σπιτιού του!, θα πει η ίδια και θα συνεχίσει: Μόνο και μόνο για αυτόν τον λόγο, αξίζει κανείς να ζει. Από όλα αυτά διακρίνουμε την ποιητική φύση της κοπέλας, ενός ξεχωριστού ατόμου που απομονώθηκε με την θέλησή του, που δεν μπόρεσε να αντέξει τους κανόνες της μικρής επαρχιακής πόλης.
Σήμερα, η Έμιλι Ντίκινσον θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες Αμερικανίδες ποιήτριες όλων των εποχών, οι στίχοι της διδάσκονται στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Την εποχή όμως που ζούσε δεν είχε καταφέρει να εκδώσει ούτε μια ποιητική συλλογή, ούτε ένα βιβλίο! Ακολούθησε και αυτή την μοίρα πολλών άλλων: να γίνει γνωστή μετά θάνατον.
Η Χριστίνα Τασκασαπίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γεωργία από Έλληνα πατέρα και Γεωργιανή μητέρα, το περιβάλλον της την ώθησε προς την καλλιτεχνία: από μικρή έπαιζε πιάνο και διάβαζε ποίηση. Καταφέρνει να αποδώσει τέλεια τον ρόλο της μοναχικής και ιδιόρρυθμης Ντίκινσον. Επί πενήντα λεπτά κρατά τον θεατή σε εγρήγορση με την υποβλητική ερμηνεία της και την ψευδίζουσα φωνή της. Η ίδια η Χριστίνα Τασκασαπίδου με την βοήθεια του σκηνοθέτη Αλέξιου Κοτσώρη, διάλεξε τα κείμενα της Έμιλι Ντίκινσον: φράσεις διαλεγμένες από τα ημερολόγια και τα ποιήματα της ποιήτριας. Στην προσπάθειά τους αυτή προς την ολοκλήρωση της μαγείας, τους βοηθά το παράξενο σκηνικό του θεάτρου. Ο πολιτιστικός χώρος Βρυσάκι είναι ένα παλαιό, αρχοντικό της Πλάκας, με την εσωτερική αυλή του και γύρω γύρω το σπίτι με το υπόγειο, το ισόγειο και τον πρώτο όροφο πλαισιωμένο από μια ταράτσα.
Πηγαίνετε λίγο πιο γρήγορα από την ώρα της παράστασης για να έχετε την ευκαιρία να πιείτε τον καφέ σας ή την μπύρα σας στην όμορφη βεραντούλα της ταράτσας. Για την υλοποίηση του έργου χρησιμοποιούνται όλοι οι χώροι με αρμονία από την υπέροχη Τασκασαπίδου. Μην ξεχάσετε να πάρετε και ένα μπουφάν αφού οι θέσεις των θεατών είναι στην αυλή του σπιτιού και θα είστε εκτεθειμένοι στην ψύχρα του φθινοπώρου. Πηγαίνετε άφοβα αν σας αρέσει το θέατρο, η ποίηση και αν μπορείτε να κατανοήσετε την ευαισθησία ενός ατόμου που προσπαθεί να σώσει τα πουλάκια και τα ζώα μέσα στην μοναξιά και την εκούσια απομόνωσή του.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Αλέξιος Κοτσώρης
Ερμηνεύει: Χριστίνα Τασκασαπίδου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Πολιτάκης
Μουσική:Violet Louise
Φωτογραφίες: Αρσένης Μίαρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Φωτεινή Τεντολούρη