Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
M.D.: Η ανάγκη μου να μιλήσω στους συνανθρώπους μου για κάτι διαφορετικό. Ήθελα να τους γνωρίσω εκ νέου ή μάλλον καλύτερα, να τους υπενθυμίσω όσα βρίσκονταν ήδη μέσα σε όλους. Ήθελα να μοιραστώ με τους άλλους, όσα έμαθα, διδάχθηκα και διαπίστωσα χωρίς να πρέπει να διαβάσουν ένα manual ευτυχίας. Έτσι έφτιαξα μια ιστορία που να μπορεί να απευθύνεται και να είναι κατανοητή σε όλους. Ήθελα να μιλήσω στον Άνθρωπο αλλά να του δώσω την επιλογή να θελήσει ο ίδιος να ψάξει μέσα του ή όχι. Σέβομαι απόλυτα την Ελεύθερη Βούληση κι ως εκ τούτου τον τρόπο που «διαβάζει» ο κάθε αναγνώστης.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
M.D.: «Ελεύθερη Βούληση συνδυασμένη με Πίστη = Δημιουργία πραγματικότητας», ελπίζω να μην πειράζει που είναι φράση.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
M.D.: Πολύ ταπεινά, θα παρακινούσα τους αναγνώστες να βρουν το δικό τους αντικαθρέφτισμα μέσα στο βιβλίο όντας απόλυτα ειλικρινείς με τον εαυτό τους και κατόπιν θα τους έλεγα να μη διστάσουν να δουν τη ζωή μεσ' από μια πνευματικότερη προοπτική που ίσως κάνει τη ζωή πιο κατανοητή –αν όχι ευκολότερη.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
M.D.: Το βιβλίο αυτό είναι όντως ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι που γίνεται μέσα σε όλους μας. Για άλλους αυτό το ταξίδι διαρκεί χρόνια, για άλλους μέρες κι άλλοι δεν το έχουν ξεκινήσει ακόμα. Το πόσο βαθιά θέλει καθένας να σκύψει και να κοιτάξει μέσα του, έχει να κάνει με το πόσο έτοιμος είναι καθώς και με την ελεύθερη επιλογή του να το αποτολμήσει ή όχι. Επομένως ο χρόνος της διάρκειας αυτού του ταξιδιού είναι καθαρά προσωπικός και υποκειμενικός.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
M.D.: Αυτό είναι ένα κομμάτι του βιβλίου που μου αρέσει ιδιαίτερα. Σας το παραθέτω εδώ:
«…Όταν τους ρώτησε γιατί ήθελαν να μεταφερθεί σαν μύθευμα μια ιστορία που οι ίδιοι ισχυρίζονταν πως ήταν πέρα για πέρα αληθινή, εκείνοι του είχαν δώσει την εξής αποστομωτική απάντηση:
«Κύριε Kindall, οι αλήθειες είναι τρωτές στον χρόνο και πεθαίνουν με το πέρασμά του. Τα παραμύθια, όμως, εξακολουθούν και παραμένουν αναλλοίωτα κι αλώβητα στο διάβα του. Οπότε, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος, για να μεταφέρεις μια αλήθεια –η οποία δεν πρέπει να ξεχαστεί– στον άνθρωπο, αν όχι ένα παραμύθι;
»Κι επιπλέον, μην παραγνωρίζετε πως η ανθρώπινη φύση έχει μάθει να απορρίπτει τις σκληρές αλήθειες κι ό,τι δε συμβιβάζεται με τον υλισμό της. Ευτυχώς γι’ αυτήν, όμως, αποδέχεται ακόμα τις αλήθειες που είναι καλά κρυμμένες μέσα στον κόσμο των παραμυθιών.
»Τα παραμύθια έχουν και θα έχουν πάντα πιο εύκολη πρόσβαση στον ψυχισμό του ανθρώπου, κύριε Kindall. Όπως επίσης θα διαθέτουν πάντα κι ένα ηθικό δίδαγμα. Το αν οι αναγνώστες θα καταλάβουν ή όχι, πως τούτο το ηθικό δίδαγμα αποτελεί ταυτόχρονα και μια εκατό τοις εκατό αληθινή ιστορία, δε μας απασχολεί, προκειμένου να παραμείνει σαν πνευματικό μήνυμα στις ψυχές και στις καρδιές τους. Εξάλλου, αυτό τον σκοπό δεν έχει ένα παραμύθι;»
Ο Ian Kindall αγωνιζόταν να μην πιστέψει τίποτα απ’ όσα είχε καταγράψει στο βιβλίο του. Ήταν άθεος και δεν του επέτρεπε η κοσμοθεωρία του να πιστεύει σε τίποτα πέρα απ’ όσα μπορούσε να νιώσει και να γευτεί με τις πέντε αισθήσεις του. Όμως αυτοί οι άνθρωποι τον μπέρδευαν πολύ. Είχαν καταφέρει να κλονίσουν τον αμετακίνητο υλισμό του και να φυτέψουν μέσα του την αμφιβολία. Αν λοιπόν μία στο ένα –όχι εκατομμύριο, αλλά στο ένα– δισεκατομμύριο όσα έλεγαν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, τότε… τότε άλλαζαν ΟΛΑ! Γιατί, αν όντως αυτά τα πράγματα είχαν συμβεί, τότε άλλαζε εντελώς το τοπίο όπως το ξέρουμε… Οι αμυδρές υποψίες κι όλες οι εικασίες στην πλειονότητά τους θα αποκτούσαν βάση κι ο άνθρωπος θα ήταν ελεύθερος να δει πέρα απ’ τον θάνατο, έχοντας πλέον έγκυρες μαρτυρίες κι αποδείξεις για σύμμαχό του.»
«Κύριε Kindall, οι αλήθειες είναι τρωτές στον χρόνο και πεθαίνουν με το πέρασμά του. Τα παραμύθια, όμως, εξακολουθούν και παραμένουν αναλλοίωτα κι αλώβητα στο διάβα του. Οπότε, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος, για να μεταφέρεις μια αλήθεια –η οποία δεν πρέπει να ξεχαστεί– στον άνθρωπο, αν όχι ένα παραμύθι;
»Κι επιπλέον, μην παραγνωρίζετε πως η ανθρώπινη φύση έχει μάθει να απορρίπτει τις σκληρές αλήθειες κι ό,τι δε συμβιβάζεται με τον υλισμό της. Ευτυχώς γι’ αυτήν, όμως, αποδέχεται ακόμα τις αλήθειες που είναι καλά κρυμμένες μέσα στον κόσμο των παραμυθιών.
»Τα παραμύθια έχουν και θα έχουν πάντα πιο εύκολη πρόσβαση στον ψυχισμό του ανθρώπου, κύριε Kindall. Όπως επίσης θα διαθέτουν πάντα κι ένα ηθικό δίδαγμα. Το αν οι αναγνώστες θα καταλάβουν ή όχι, πως τούτο το ηθικό δίδαγμα αποτελεί ταυτόχρονα και μια εκατό τοις εκατό αληθινή ιστορία, δε μας απασχολεί, προκειμένου να παραμείνει σαν πνευματικό μήνυμα στις ψυχές και στις καρδιές τους. Εξάλλου, αυτό τον σκοπό δεν έχει ένα παραμύθι;»
Ο Ian Kindall αγωνιζόταν να μην πιστέψει τίποτα απ’ όσα είχε καταγράψει στο βιβλίο του. Ήταν άθεος και δεν του επέτρεπε η κοσμοθεωρία του να πιστεύει σε τίποτα πέρα απ’ όσα μπορούσε να νιώσει και να γευτεί με τις πέντε αισθήσεις του. Όμως αυτοί οι άνθρωποι τον μπέρδευαν πολύ. Είχαν καταφέρει να κλονίσουν τον αμετακίνητο υλισμό του και να φυτέψουν μέσα του την αμφιβολία. Αν λοιπόν μία στο ένα –όχι εκατομμύριο, αλλά στο ένα– δισεκατομμύριο όσα έλεγαν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, τότε… τότε άλλαζαν ΟΛΑ! Γιατί, αν όντως αυτά τα πράγματα είχαν συμβεί, τότε άλλαζε εντελώς το τοπίο όπως το ξέρουμε… Οι αμυδρές υποψίες κι όλες οι εικασίες στην πλειονότητά τους θα αποκτούσαν βάση κι ο άνθρωπος θα ήταν ελεύθερος να δει πέρα απ’ τον θάνατο, έχοντας πλέον έγκυρες μαρτυρίες κι αποδείξεις για σύμμαχό του.»
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Το μυθιστόρημα της Margaret Dalkour, Η μήτρα του κακού, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή.
Στην περίληψη αναφέρει μεταξύ άλλων:
Eξι άντρες προσπαθούν να σώσουν τον Άνθρωπο απ’ το απόλυτο Κακό.
Ένας συγγραφέας καταγράφει την προσπάθειά τους με τη μορφή μυθιστορήματος.
Κι ένας ερευνητής της κβαντομηχανικής πρεσβεύει πως τα πάντα είναι δυνατά, αλλά ακόμα δεν έχει ανακαλύψει μέσα του αν το πιστεύει.
Ο Frank Winders θα ταξιδέψει σ’ αυτούς τους τρεις κόσμους χωρίς, όμως, να κρατά κατά την επιστροφή του τη χειροπιαστή απόδειξη του εισιτηρίου που αποδεικνύει το ταξίδι.
Άραγε ο Frank Winders έζησε πράγματι σ’ αυτές τις τρεις διαφορετικές παράλληλες πραγματικότητες ή βίωσε ένα lucid dream που οι προδιαγραφές του ξεπερνούν κατά πολύ τον ορισμό του ζωντανού ονείρου; Έκανε πράγματι διαδοχικές βουτιές σε τρεις παράλληλους κόσμους –όντας παρατηρητής και πρωταγωνιστής τους– ή όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας λιποθυμίας που διήρκεσε μόλις 38 λεπτά;