Βίνσεντ Βαν Γκόγκ
Φίλες και φίλοι,
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στον μεγάλο Ολλανδό ζωγράφο, σας παρουσιάζω τα Ηλιοτρόπια, ένα από τα πιο διάσημα και πολύ αγαπημένα θέματα του καλλιτέχνη, το σήμα κατατεθέν του θα τολμούσα να πω.
Εκτός από τον συγκεκριμένο πίνακα, ο Βαν Γκόγκ ζωγράφισε άλλες δέκα παραλλαγές, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Άρλ, εφαρμόζοντας μια εντελώς νέα αντίληψη για τη νεκρή φύση, μετατρέποντάς την από τη μια σε διακοσμητικό στοιχείο και από την άλλη σε εικόνα γεμάτη ενέργεια.
Ο ζωγράφος είχε αρχίσει να ζωγραφίζει βάζα με λουλούδια, επηρεασμένος από τα έργα του Μοντισελί, ενός καλλιτέχνη του οποίου το ύφος θύμιζε πολύ τον Ντελακρουά. Ο Μοντισελί χρησιμοποιούσε έντονα, ζωηρά χρώματα που εντυπωσίαζαν πολύ τον Βαν Γκόγκ.
Εν τούτοις, τα ηλιοτρόπια μετατρέπονται εδώ σ’ ένα είδος αιώνιας και υποβλητικής συνάμα εικόνας, που διαφέρει ριζικά από τον εφήμερο χαρακτήρα των παραδοσιακών αποδόσεων νεκρής φύσης.
Ο καλλιτέχνης αξιοποιεί το πάθος του για τις γιαπωνέζικες στάμπες, από τις οποίες υιοθετεί την χρήση επιπέδων, δισδιάστατων επιφανειών χρώματος. Το καφέ περίγραμμα του βάζου, το οποίο χωρίζει και τον τοίχο του φόντου από το τραπέζι (ή το πάτωμα) έχει ακριβώς αυτή την λειτουργία, δηλαδή να δημιουργήσει την εντύπωση των δίχως όγκο επιφανειών ενός κολάζ.
Στα λουλούδια, όμως, η λογική είναι διαφορετική. Αν ο Βίνσεντ ακολουθεί έναν κυψελωτό τύπο απεικόνισης για το βάζο και το φόντο, τα ηλιοτρόπια αποδίδονται με τις πιο κοφτές πινελιές, οι οποίες ακολουθούν την κατεύθυνση των πετάλων και των φύλλων. Με τον τρόπο αυτό, τα λουλούδια ζωντανεύουν και αποκτούν «προσωπικότητα» καθώς τους αποδίδεται μεταφορική σημασία καθιστώντας τα σύμβολα της ζωτικότητας της φύσης.
Στον πίνακα συνδυάζονται αρμονικά δύο χρώματα: το πράσινο των φύλλων και του φόντου (ανοιχτότερη απόχρωση) και το κίτρινο του τραπεζιού ή πατώματος, του βάζου και των λουλουδιών.
Ο Βαν Γκόγκ σκόπευε να χρησιμοποιήσει αυτή τη σειρά πινάκων για διακόσμηση στο «εργαστήριο του Νότου», το ατελιέ όπου δούλευε μαζί με τον Γκογκέν, προκειμένου οι δυο τους να δημιουργήσουν από κοινού μια νέα, δυναμική τέχνη.
Δεν ήταν εύκολη η συμβίωση των δύο ανδρών. Ο Βίνσεντ θαύμαζε τον Γκογκέν, αλλά εκείνος αισθανόταν ανώτερος από όλους τους σύγχρονούς του ζωγράφους και τον εκνεύριζε το γεγονός ότι ο Βαν Γκόγκ δεν εκτελούσε με ευλάβεια τις συμβουλές του.
Όταν τελικά ο Γκογκέν αποφάσισε να φύγει, ο Βαν Γκόγκ, βλέποντας το όνειρο για το «εργαστήριο του Νότου» να καταρρέει, έκοψε το αυτί του με ένα ξυράφι.