Το βιβλίο με τα εννέα διηγήματα πράγματι ταξιδεύει τον αναγνώστη σε ποικίλα μέρη της Ελλάδας -εκτός από την ομώνυμη ιστορία, όπου φεύγουμε για τη μακρινή Κίνα- όπως και γράφει η περιγραφή στο πίσω του μέρος. Ξεκινάμε, με κύριους ήρωες άντρες, από το Σύνταγμα, πηγαίνουμε στην Κέρκυρα, στην Κρήτη, επιστρέφουμε στα Νότια Προάστια της Αττικής και πιο κεντρικά στα «άναρχα» στέκια, ενώ, κλείνοντας, επισκεπτόμαστε τον Πειραιά.
Στο Σύνταγμα, λοιπόν, και την πρώτη μας επαφή με το βιβλίο, η καρδιά του ρομαντικού αγγίζεται γλυκά από ένα «κίνημα» τρυφερής ενότητας κι έκφρασης ενδιαφέροντος. Το συναίσθημα συνεχίζει να γαργαλιέται, καθώς ένα γράμμα ταξιδεύει από Αθήνα σε Κέρκυρα και βλέπουμε σιγά-σιγά την ακόμα ξύπνια κοινωνική συνείδηση του συγγραφέα. Μας δίνει έμμεσα «τσιγκλήματα» για θέματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν ή ήδη το κάνουν κι απλώς θέλει να μας ανακουφίσει με μια φράση ή δυο λέξεις. Μας πηγαίνει στο όλο, αλλά και στο ειδικό, στις σχέσεις και τον έρωτα και κάπου στο τέλος του δεύτερου διηγήματος, οι ρομαντικές ψυχές νιώθουν σαν ένας γλυκός, συμπαθητικός άνθρωπος να τούς λέει παραμύθια με την ίδια γλύκα που τον χαρακτηρίζει.
Στην τρίτη ιστορία με τον ομώνυμο τίτλο, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ελαφρώς ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα συλλογή παραμυθιών κι ότι η συνέχεια «σοβαρεύει». Μου άρεσε το κλίμα, οι έξυπνες ονομασίες και το παιχνίδισμα με αυτές και τα νοήματά τους, αλλά και τα πρώτα δείγματα φόβου κι ανησυχίας. Το νόημα στο τέλος, θεωρώ, είναι διφορούμενο και θα αφήσω τον καθένα σας να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, μα ξέρω ότι τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευσή του βιβλίου, οι εποχές έχουν αλλάξει αρκετά έντονα που η τωρινή υπερβολικά μυγιάγγιχτη κοινωνία μας θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την ιστορία του γερο-Σιάο σεξιστική. Σ’ αυτό διαφωνώ κάθετα και είμαι απολύτως σίγουρη ότι ο κος Αγγουριδάκης δεν είχε ουδεμία τέτοια πρόθεση, παρά ήθελε να βοηθήσει μέσω της Λίλη Ου με την «επιφανειακότητα» κι επιπολαιότητα που ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται και πράττει -το γεγονός πως επέλεξε γυναίκα, για εμένα, είναι αδιάφορο και ανούσιο να το σκεφτώ παραπάνω.
Στην Κρήτη, μαθαίνουμε πως ο συγγραφέας μας ξέρει να χτίζει καλά τους ήρωες του, να μας τους κάνει συμπαθείς, να μας κάνει να «δενόμαστε» και να συμπάσχουμε μαζί τους κι έπειτα να πετάει την ανατροπή και να μας αφήνει με τη βαριά υπενθύμιση της συνειδητοποίησης πως η καθημερινότητα μπορεί να γίνει πολύ άδικη και σκληρή. Κάπου εδώ αναρωτιέσαι «Αφού εγώ λυπήθηκα, εκείνος που είναι δικά του δημιουργήματα πώς ένιωσε;».
Κι αυτό σκέφτεσαι και αφότου οι γραμμές τελειώσουν στην ιστορία του Άγγελου και της Ηλιάνας, όπου μένεις με ένα έντονο αίσθημα θυμού -εγώ τουλάχιστον έτσι ένιωσα. Θυμό γιατί υπήρξε και πάλι ανατροπή κι αυτήν τη φορά την έλαβα αρκετά βίαια, λόγω του πόσο απότομα ή και βεβιασμένα συνέβη. Ένιωσα επίσης μία επιτήδευση γύρω από αυτήν την ανατροπή κι ενώ αρχικά αυτό συνέβαλε στον θυμό, έπειτα, θεωρώντας πως ο κος Αγγουριδάκης δε μου φαίνεται για τέτοιος συγγραφέας, ηρέμησα, συνειδητοποιώντας πως απλά ήθελε για ακόμα μία φορά να μας κάνει να εκτιμήσουμε κάποια πράγματα, ότι γι’ ακόμα μια φορά προσπάθησε να μας δώσει ένα μάθημα ζωής. Κι ο θυμός έγινε λύπη, φτάνοντας στον στόχο του, κι εκτίμηση για εκείνον.
Στο Σύρμα και στο κέντρο της Ομόνοιας ερχόμαστε αντιμέτωποι με εμάς τους ίδιους και την κοινωνία μας. Μας κοιτάζουμε κατάματα κι όποιος είναι αρκετά δυνατός, δεν αποστρέφει το βλέμμα. Αυτό, θεωρώ, κάνει σ’ αυτό το διήγημα· μας προκαλεί να φανούμε γενναίοι και να κοιταχτούμε, να κοιτάξουμε γύρω μας και ν’ ασκήσουμε για πρώτη ή γι’ ακόμα μία φορά κριτική -εποικοδομητική, είμαι σίγουρη, μα κριτική όπως και να ‘χει. Η άγνωστη φωνή του λέει στο μυαλό μου «Η αλλαγή έρχεται από εμάς».
Γυρίζοντας στην Αθήνα, γνωρίζουμε τα «βάθη» μιας αντρικής φιλίας που στο τέλος μας αφήνει με χαμόγελο. «Ομορφιά» σκέφτεσαι κι αναρωτιέσαι αν θα φερόσουν ανάλογα, αν θα ένιωθες κι έπραττες όπως αυτοί. Προσωπικά, έχοντας ακούσει πολλά για τις φιλίες μεταξύ αντρών, τις εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Θέλω όμως να εκφράσω πως ίσως να μην ήταν αναγκαίες όλες οι «σελίδες» της ιστορίας και πως το νόημα περνούσε από τη συνάντηση και μετά. Μπορεί ο συγγραφέας να ήθελε να «πετάξει κάποια μπιχτή» όσον αφορά κάποια αρχικά θέματα που παρουσιάζονται, μα στο τέλος ένιωσα λίγο μπερδεμένη για το κατά πόσο οι πληροφορίες που πέταξαν στο μυαλό μου και ζήτησαν εξήγηση ανήκαν όντως σ’ αυτό το διήγημα ή αν τα είχα μπερδέψει με κάποιον άλλο. Ένιωσα δηλαδή ένα κενό, σαν να μην υπήρχε κάτι με τ’ οποίο να μπορώ να συνδέσω την ύπαρξή τους.
Στο όγδοο διήγημα που ξεκινά στο Πασαλιμάνι για καφέ, το κλίμα έχει ήδη αρχίσει να χαλαρώνει, όμως λόγω των προηγούμενων ανατροπών, δε νιώθεις ασφάλεια να κατεβάσεις τις άμυνες και να σταματήσεις την αγωνία για το τι θα συμβεί στην παρέα των παιδιών που τόσο ωραία αρχίζεις να γνωρίζεις. Δε θα σας πω αν είχα δίκιο που δεν τον «εμπιστευόμουν», αλλά θα ομολογήσω ότι έμεινα με ένα «Α;» στα χείλη. Ο συγγραφέας μας δείχνει ότι υπάρχει κι η πιο σεξουαλική πλευρά της ζωής κι ο τρόπος που επιλέγει να το κάνει είναι από μόνος του ολίγον τι σοκαριστικός -ειδικά αν στην αρχή τον είχες συνδυάσει με παραμυθά.
Η τελευταία ιστορία δε μας αποκαλύπτεται πού λαμβάνει χώρα, αν και νομίζω πως πλέον μας γίνεται ξεκάθαρη η αδυναμία του συγγραφέα στην ΑΕΚ. Γενικώς, μου βγαίνει ότι στο συγκεκριμένο διήγημα υπήρχαν αρκετά βιωματικά του στοιχεία ή μικρές λεπτομέρειες -σαφώς μπορεί να κάνω λάθος, όμως αυτήν την αίσθηση που άφησε σε σημεία. Μας αφήνει με συμβουλές φιλικές για σχέσεις, για καθυπόταξη από άλλους κι απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό, για μαυρίλες και «χαραμάδες που μας δείχνουν ουρανό», για «γύμνια» και το να μη νιώθεις ποτέ κρύο. Μία ακόμα όμορφη προσπάθεια να προσφέρει. Γιατί πολλές φορές κάτι μικρό σε έκταση ή λόγια, είναι αρκετό για να βοηθήσει.
Η αποτίμησή μου για το βιβλίο είναι θετική. Είχε χιούμορ, κάποιες φορές πιο «παλιό» για να είναι ταιριαστό τους νέους ήρωες, μα γέλασα απ’ έξω μου σε κάποιες στιγμές κι αυτό το θεωρώ νίκη. Με κέρδισε η καλή καρδιά που ένιωσα πως έχει ο κος Αγγουριδάκης, η πρόθεσή του να βοηθήσει, να προσφέρει συμβουλές για το τώρα, για το αύριο, για τη ζωή «μου» και τη ζωή «μας». Μπορεί να σε κάνει να νιώσεις πως είσαι το εγγόνι κι εκείνος ο παππούς στην καρέκλα δίπλα στη φωτιά, ο αδελφός που περνά το χέρι γύρω σου και σου δίνει δύναμη ακούγοντας όσα έχεις να πεις, ο σωστός φίλος που δε θα σου χαϊδέψει τ’ αυτιά και θα σταθεί στο πλάι σου ό,τι και να γίνει, ο ερωτικός σύντροφος που θα σε γοητεύσει και θα σε κάνει δικό/δικιά του. Ρομαντικός, υπό την έννοια του παλιού ιδεαλισμού, μα και ρεαλιστής -κι ίσως κυνικός σε σημεία- και του αρέσει να μένει στους ανθρώπους, στους χαρακτήρες, στο παρελθόν τους και τι τους έπλασε κι έγιναν αυτοί που είναι σήμερα. Του αρέσει να εξερευνά και να εξηγεί, να αιτιολογεί ή ίσως να δικαιολογεί. Είναι άτομο των ανθρώπων· τους αγαπά βαθιά. Τον εκτίμησα κι αυτό είναι αρκετό για να σας παροτρύνω να διαβάσετε το «Γυναικεία πόδια σε αντρικά παπούτσια» και να ταξιδέψετε με τις πολλές του φωνές σε κάθε στάση.
Μαρία Α. Καρμίρη
Η συλλογή διηγημάτων, Γυναικεία πόδια σε αντρικά παπούτσια, του Γιάννη Αγγουριδάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Περισσότερα από/για τον Γιάννη Αγγουριδάκη: