Ενόψει της αναμενόμενης πρεμιέρας του μονολόγου που έγραψε, σκηνοθέτησε και ερμηνεύει ο Χρήστος Λιακόπουλος, Αυτοκράτωρ Αδριανός, (από 18 Οκτώβρη κάθε Τετάρτη στο θέατρο Αλκμήνη), αφού έχει ήδη παρουσιαστεί στο κοινό την προηγούμενη δημιουργική περίοδο με μεγάλη επιτυχία (εντυπώσεις από εκείνη την παράσταση θα διαβάσετε σε αυτόν τον σύνδεσμο) και θεωρώντας ότι οι ξεχωριστοί δημιουργοί δικαιούνται μεγαλύτερης προσοχής, τον αναζήτησα κι εκείνος, εκπλήσσοντάς με με την αμεσότητά του, μου αφιέρωσε ένα σημαντικό κομμάτι του χρόνου του όπου μιλήσαμε για τον Αδριανό (του), για τους καλλιτέχνες, περί Τέχνης και πολλών άλλων.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία του μονολόγου;
Χ.Λ.: Η ιδέα μού ήρθε όταν, πριν από τρία χρόνια, ο διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου Αθήνας μού ζήτησε να διαβάσω αποσπάσματα από τον Αντίνοο του Φερνάντο Πεσσόα με αφορμή την έκδοση Ρωμαϊκών νομισμάτων με τις μορφές του Αδριανού και του Αντίνοου. Όταν έψαχνα κάτι να με ενθουσιάσει για να το κάνω παράσταση σκέφτηκα εκείνη την εκδήλωση και τις συνομιλίες που ακολούθησαν, αναζήτησα στοιχεία για τον Αντίνοο και τον Αδριανό, εμπνεύστηκα από όσα έμαθα και ξεκίνησα να γράφω.
Είχατε ξαναγράψει δικό σας θεατρικό ή άλλο έργο; Είχατε ξανασχοληθεί με τη συγγραφή;
Χ.Λ.: Όχι ιδιαίτερα. Είχα καταλάβει όμως ότι, μάλλον, έχω την ικανότητα από τη σχολή ακόμα, όταν ένας καθηγητής θεάτρου, ο Γιώργος Παπακυριάκης, μας είχε βάλει να γράψουμε ένα μονόπρακτο με θέμα τα δηλητηριασμένα περιστέρια του Συντάγματος, να το σκηνοθετήσουμε οι ίδιοι και να επιλέξουμε έναν συμμαθητή μας να παίξει. Αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα ενώ αργότερα επιδιόρθωσα και ένα σενάριο για ένα φιλμ νουάρ όπου επίσης κατάλαβα ότι το έχω. Ο Αυτοκράτωρ Αδριανός βέβαια όπου έχω γράψει το κείμενο, συνσκηνοθετώ και παίζω είναι κάτι που κάνω για πρώτη φορά.
Υπάρχει κατάλληλος χρόνος, η σωστή στιγμή για έναν δημιουργό; Πώς προκύπτει η δημιουργικότητα; Είναι θέμα συγκυρίας; Ωριμότητας;
Χ.Λ.: Νομίζω είναι θέμα ωριμότητας και εμπειριών. Δηλαδή πρέπει κάποιος να έχει διανύσει ένα διάστημα ζωής και οι εμπειρίες που αποκόμισε, αν ήταν ανοιχτός και τις εισέπραξε σε βάθος, μπορούν με την κατάλληλη διαδικασία και τεχνική κατάρτιση να μεταμορφωθούν σε ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, είτε αυτό λέγεται ζωγραφικός πίνακας, θεατρικό έργο...
Πώς βιώσατε τη διαδικασία της συγγραφής από την έρευνα μέχρι την ολοκλήρωση;
Χ.Λ.: Με πολλή ένταση, πολύ άγχος... γιατί έχω το "κουσούρι" να είμαι τελειομανής αλλά και με πολλή ομορφιά και μαγεία. Νομίζω ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος... σα να έχω ανέβει στάδιο εξέλιξης. Με βελτίωσε πολύ η διαδικασία. Όλη αυτή η δουλειά, η έρευνα, η φαντασία, η αναζήτηση... σα να έκανε τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μου να αποκτήσουν περισσότερες συνάψεις, να επικοινωνήσουν καλύτερα μεταξύ τους. Αυτό αισθάνθηκα. Ήταν μια μαγική διαδικασία... βέβαια με το κόστος της. Πίεση πρωί βράδυ, χειρόγραφες σημειώσεις σε τετράδια που είχα πάντα μαζί μου για να γράφω οπουδήποτε...
Αφοσίωση λοιπόν...
Χ.Λ.: Ναι, Κανένα αποτέλεσμα δεν έρχεται αν δεν υπάρχει απόλυτη αφοσίωση, κόντρα στην τάση που έχουμε στη χώρα μας για το εύκολο. Οποιαδήποτε επιτυχία έχει περάσει από πολλές δυσκολίες, αντιξοότητες, και είναι εκεί που πρέπει κανείς να επιμένει. Όποιος συνεχίζει την προσπάθεια, όταν φαίνεται ότι το πράγμα δεν προχωράει, πετυχαίνει. Δεν πετυχαίνει εκείνος που δε πέφτει ποτέ αλλά αυτός που πέφτει, σηκώνεται και συνεχίζει.
Αφοσίωση λοιπόν...
Χ.Λ.: Ναι, Κανένα αποτέλεσμα δεν έρχεται αν δεν υπάρχει απόλυτη αφοσίωση, κόντρα στην τάση που έχουμε στη χώρα μας για το εύκολο. Οποιαδήποτε επιτυχία έχει περάσει από πολλές δυσκολίες, αντιξοότητες, και είναι εκεί που πρέπει κανείς να επιμένει. Όποιος συνεχίζει την προσπάθεια, όταν φαίνεται ότι το πράγμα δεν προχωράει, πετυχαίνει. Δεν πετυχαίνει εκείνος που δε πέφτει ποτέ αλλά αυτός που πέφτει, σηκώνεται και συνεχίζει.
Μπαίνετε λοιπόν στη φάση υλοποίησης, ξεκινάει όλος αυτός ο αγώνας -συγγραφή, παραστασιοποίηση, σκηνοθεσία... Έχετε ήδη ως σημείο αναφοράς την πρώτη χρονιά παραστάσεων, ξέρετε ως ένα βαθμό πώς περνάει το έργο στο κοινό. Τι σας έχει μείνει από όλη αυτή τη διαδικασία;
Χ.Λ.: Μια πολύ, ως πάρα πολύ θετική γεύση. Χαίρομαι που, αυτό που νόμιζα ότι βγάζει το έργο, το εισέπραξε και ο κόσμος. Ήταν και ο στόχος μου εξάλλου, γι' αυτό και προσπάθησα να κάνω κάτι που να περάσει σε όλους -μικρούς, μεγάλους, μορφωμένους, αμόρφωτους...- θεωρώντας ότι τα θέματα που πραγματεύεται το έργο μάς αφορούν όλους το ίδιο. Έχουμε κοινές αναφορές και κοινές προσλαμβάνουσες, και οτιδήποτε είναι αληθινό αγγίζει τις ψυχές όλων. Ό,τι κάνει κανείς αφοσιωμένα, με πίστη και προσπάθεια γίνεται καλό και φέτος ξέρω ότι θα είναι ακόμα καλύτερο.
Είχατε προαποφασίσει ότι αυτό που θα κάνατε θα είναι μονόλογος;
Χ.Λ.: Στην αρχή όχι. Πολύ σύντομα όμως, μη βρίσκοντας και κάτι άλλο να με ενθουσιάσει, αποφάσισα να φτιάξω τον συγκεκριμένο μονόλογο. Ήθελα την εξομολόγηση, την κατάθεση ψυχής αυτού του ήρωα, (Ελάτε να δείτε την ψυχή μου, ποιος είμαι και τι έχω περάσει) την αναπόληση της ζωής του και τίποτα άλλο. Βέβαια, μετέπειτα ακούστηκαν ιδέες για μεταφορά της ζωής του Αδριανού σε ταινία, όμως αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
Πώς είναι η εμπειρία να καλείσαι να ερμηνεύσεις το δικό σου κείμενο;
Χ.Λ.: Πάρα πολύ ωραία.
Κάποτε ρώτησαν τον Γούντι Άλεν πώς καταφέρνει να γράφει, να παίζει και να σκηνοθετεί και απάντησε ότι το βρίσκει πολύ εύκολο. Και έτσι αισθάνομαι κι εγώ καθώς, έχοντας γράψει κάτι, γνωρίζω πώς το έχω γράψει, πώς το αισθάνομαι και πώς το θέλω... το έχω ερμηνεύσει ήδη δηλαδή, άρα είναι "πιο εύκολο" να το παίξω. Έχω ήδη βάλει τον εαυτό μου μέσα, έχω κάνει μια κατάθεση που ξέρω πολύ καλά... άρα η διαδικασία είναι πιο απτή, όπως και μαγική.
Πώς είναι να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας;
Χ.Λ.: Είναι πολύ καλό, μ' αρέσει και θέλω να το ξανακάνω -μπορεί και για πάντα. Το μόνο αρνητικό είναι ότι δε μπορείς να δεις τί κάνεις. Αυτό είναι πρόβλημα γιατί μπορεί να νομίζεις ότι πετυχαίνεις πράγματα ενώ στην πραγματικότητα να μη κάνεις τίποτα ή και το αντίθετο. Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο μπορείς να δεις τί έχεις κάνει. Στο θέατρο μόνο αισθάνεσαι. Οπότε είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα τρίτο μάτι από κάτω, κάποιος που τον εμπιστεύεσαι και είστε της ίδιας αισθητικής ή σε άλλη περίπτωση να σκηνοθετεί κάποιος άλλος.
Στον Αδριανό ήθελα να τα κάνω όλα μόνος μου και στην προσπάθειά μου αυτή με βοήθησε η Αναστασία Μαρκουτσά.
Μια μεγάλη δυσκολία του θεάτρου είναι να έχεις τους κατάλληλους ανθρώπους γύρω, να τους εμπιστεύεσαι, να είναι ειλικρινείς και να έχετε την ίδια άποψη. Ή να σε πείσουν ότι η δική τους ιδέα είναι καλύτερη. Διαφωνίες θα υπάρξουν. Συγκρούσεις επίσης, που όμως μπορεί να είναι δημιουργικές, αλλά η μεγάλη εικόνα και η αισθητική πρέπει να είναι κοινή.
Ο Αυτοκράτορας Αδριανός είναι μια τεράστια προσωπικότητα της Αρχαιότητας. Πιστεύετε ότι ως Έλληνες έχουμε ασχοληθεί όσο θα έπρεπε μαζί του; Θα λέγατε ότι είναι λίγο παραγκωνισμένος και όχι ιδιαίτερα δημοφιλής;
Χ.Λ.: Από όσο έχω αντιληφθεί ισχύουν όλα. Δεν έχει προβληθεί τόσο το έργο του. Καλά που υπάρχει η Πύλη του Αδριανού στο τέλος της Συγγρού, μπροστά από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, που εκείνος ολοκλήρωσε, και κάπως γνωρίζουμε το όνομά του. Υπάρχει και η οδός Αδριανού στο Μοναστηράκι...
Σε όσους βέβαια το ανέφερα, κάτι τους έκανε το όνομά του αλλά δεν ήξεραν ακριβώς ποιος είναι, τί είναι. Ίσως λόγω του Υδραγωγείου, ίσως λόγω της Πύλης... κάτι τους θύμιζε ενώ πολλοί τον μπέρδευαν θεωρώντας ότι η ιστορία του αφορά το Βυζάντιο. Όμως έβλεπα ότι ιντριγκάριζε η αναφορά στο όνομά του και ότι έκανε καλή εντύπωση. Κι ας μη γνώριζαν λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του.
Αισθάνεστε δικαίωση;
Χ.Λ.: Τι εννοείς; Αν τα κατάφερα; Αν άγγιξα τον κόσμο;
Ναι. Και ως δημιουργός και σε σχέση με το ιστορικό πρόσωπο.
Χ.Λ.: Βέβαια. Αισθάνομαι δικαίωση σε πολλούς τομείς. Ως ηθοποιός, ως ο άνθρωπος που το έγραψε, που το σκηνοθέτησε... και μου άρεσε όλο αυτό πάρα πολύ γιατί ήθελα να κάνω κάτι που να έχει, ας πούμε τρόπον τινά, την προσωπική μου σφραγίδα. Να πω στον κόσμο ότι αυτό ήθελα και είμαι εξολοκλήρου υπεύθυνος εγώ, είτε το αποτέλεσμα αρέσει, είτε δεν αρέσει. Αν αρέσει χειροκροτήστε το. Αν δε σας αρέσει, ρίξτε μου τομάτες. Όλο αυτό το χειρίστηκα έτσι ώστε να έχω την αποκλειστική ευθύνη και το αποτέλεσμα να είναι κάτι που με αντιπροσωπεύει. Αυτό που εγώ θεωρώ θέατρο.
Οπότε, ναι, νιώθω ικανοποιημένος, ευλογημένος και ευχαριστημένος. Κι είναι μεγάλη ευτυχία να αναπνέεις καλά σε ό,τι κάνεις.
Ποια είναι η ιδανικότερη συνθήκη; Πώς πρέπει να είναι ένα θεατρικό έργο;
Χ.Λ.: Κάτι όπου "μπαίνει" κανείς και ταξιδεύει. Να ξεχνάει, αν γίνεται, τον δικό του εαυτό, να τον ξεπερνάει, να βλέπει τα πράγματα της ζωής του και όλες τις σχέσεις του -στην εργασία, στο σπίτι, στην οικογένεια...- με άλλο μάτι και να παίρνει δύναμη για να προχωρήσει. Και ίσως κι έναν μπούσουλα για να ξέρει προς τα πού να πορευτεί στην υπόλοιπη ζωή του και με ποιον τρόπο. Αυτό μ' αρέσει να προκαλεί στους θεατές ένα θεατρικό έργο.
Σε εσάς έχει συμβεί;
Χ.Λ.: Ναι! Παλαιότερα. Όταν ήμουν 18 χρονών, με μια ταινία που είχα δει και, παρόλο που ήμουν αρνητικά προδιατεθειμένος, απογειώθηκα. Ήταν το Θάνατος στη Βενετία του Βισκόντι. Ένιωσα σα να μου είχαν κάνει ένεση παραισθησιογόνων ενώ αργότερα το ίδιο ξανάπαθα με Τα φτερά του έρωτα του Βέντερς.[1]
Αυτό θεωρώ ότι οφείλει να κάνει η Τέχνη και αν μπορώ κι εγώ. Να μας ταρακουνάει, να μας κάνει καλύτερους, να μας ξυπνάει και σαν φάρος να μας δείχνει προς τα που πρέπει να κατευθυνθούμε.
Πώς το εισπράξατε, τι ενέργεια δεχτήκατε από το κοινό κατά τις παραστάσεις της προηγούμενης χρονιάς;
Χ.Λ.: Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να "τεσταριστεί" το έργο σαν παράσταση και από άλλους -εννοώ εντελώς άγνωστους ανθρώπους- το πρώτο πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι αρέσει ήταν η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε ό,τι κι αν συνέβαινε. Όχι επειδή είχαν "αποκοιμηθεί" αλλά διότι παρακολουθούσαν με απόλυτη προσοχή (μια μέρα χάλασε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο και χτύπαγε ο συναγερμός του εξήντα λεπτά εν ώρα παράστασης ενώ μία άλλη χτυπούσε ένα κινητό που δεν έκλεινε κιόλας). Έβλεπα τον κόσμο να συγκινείται σε συγκεκριμένα σημεία, στα ίδια που συγκινιόμουν κι εγώ όταν το έγραφα... αλλά μέχρι να το δεις δεν είσαι ποτέ σίγουρος.
Στόχος ενός καλλιτέχνη οφείλει να είναι να κάνει τους ανθρώπους να ταρακουνηθούν, να ξυπνήσουν απ' το λήθαργο του αγώνα της επιβίωσης και του αδυσώπητου κυνηγιού. Και είναι αυτός ο λήθαργος που δημιουργεί ένα τζάμι που δε μας επιτρέπει να αντιληφθούμε καθαρά και να εισπράξουμε την πραγματικότητα. Δικός μου στόχος είναι να σπάσει αυτό το κρύσταλλο και να μπορέσουμε να εισπράξουμε αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε.
Θεωρείτε ότι είναι νωρίς ή άστοχο να μιλήσουμε για μελλοντικά σχέδια; Αν υπάρχουν αυτή τη στιγμή, φυσικά...
Χ.Λ.: Κάτι που να με έχει ενθουσιάσει τόσο πολύ όπως αυτός ο μονόλογος, δεν υπάρχει. Στον Αδριανό έχω βάλει τον εαυτό μου, θεωρώ ότι έχω ταυτιστεί μαζί του μέσα από την πορεία που έκανα... Ο ηθοποιός οφείλει να προσπαθεί με το μυαλό και την ψυχή του, με φαντασία και οραματισμό να πλησιάσει τα στοιχεία που βρίσκει στο πρόσωπο που καλείται να ενσαρκώσει, να τα συναισθανθεί και να πλάσει έναν ήρωα με σάρκα και οστά. Είναι μία μαγική διαδικασία που δε τελειώνει ποτέ. Ειδικά στον συγκεκριμένο μονόλογο αισθάνομαι ότι έχω να δώσω πολλά ακόμα... σα να είναι ακόμη η αρχή.
Αν σε πέντε, σε δέκα χρόνια, κάποια στιγμή, έρθει ένας ηθοποιός, ένας σκηνοθέτης, ένας θεατράνθρωπος να ζητήσει το έργο προκειμένου να το ανεβάσει...
Χ.Λ.: Αν θα το έδινα;
Ναι.
Χ.Λ.: Αν νιώσω ότι θα πάει σε καλά χέρια, φυσικά. Θα πρέπει όμως να είναι κάποιος που θεωρώ ότι ταιριάζει και ότι θα το προσέξει.
Θα βάζατε όρους;
Χ.Λ.: Βέβαια. Δε θα γινόταν κάτι που δε θα μου άρεσε κι αυτό δεν το αλλάζει τίποτα, ούτε καν τα χρήματα.
Πώς το εισπράξατε, τι ενέργεια δεχτήκατε από το κοινό κατά τις παραστάσεις της προηγούμενης χρονιάς;
Χ.Λ.: Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να "τεσταριστεί" το έργο σαν παράσταση και από άλλους -εννοώ εντελώς άγνωστους ανθρώπους- το πρώτο πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι αρέσει ήταν η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε ό,τι κι αν συνέβαινε. Όχι επειδή είχαν "αποκοιμηθεί" αλλά διότι παρακολουθούσαν με απόλυτη προσοχή (μια μέρα χάλασε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο και χτύπαγε ο συναγερμός του εξήντα λεπτά εν ώρα παράστασης ενώ μία άλλη χτυπούσε ένα κινητό που δεν έκλεινε κιόλας). Έβλεπα τον κόσμο να συγκινείται σε συγκεκριμένα σημεία, στα ίδια που συγκινιόμουν κι εγώ όταν το έγραφα... αλλά μέχρι να το δεις δεν είσαι ποτέ σίγουρος.
Στόχος ενός καλλιτέχνη οφείλει να είναι να κάνει τους ανθρώπους να ταρακουνηθούν, να ξυπνήσουν απ' το λήθαργο του αγώνα της επιβίωσης και του αδυσώπητου κυνηγιού. Και είναι αυτός ο λήθαργος που δημιουργεί ένα τζάμι που δε μας επιτρέπει να αντιληφθούμε καθαρά και να εισπράξουμε την πραγματικότητα. Δικός μου στόχος είναι να σπάσει αυτό το κρύσταλλο και να μπορέσουμε να εισπράξουμε αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε.
Θεωρείτε ότι είναι νωρίς ή άστοχο να μιλήσουμε για μελλοντικά σχέδια; Αν υπάρχουν αυτή τη στιγμή, φυσικά...
Χ.Λ.: Κάτι που να με έχει ενθουσιάσει τόσο πολύ όπως αυτός ο μονόλογος, δεν υπάρχει. Στον Αδριανό έχω βάλει τον εαυτό μου, θεωρώ ότι έχω ταυτιστεί μαζί του μέσα από την πορεία που έκανα... Ο ηθοποιός οφείλει να προσπαθεί με το μυαλό και την ψυχή του, με φαντασία και οραματισμό να πλησιάσει τα στοιχεία που βρίσκει στο πρόσωπο που καλείται να ενσαρκώσει, να τα συναισθανθεί και να πλάσει έναν ήρωα με σάρκα και οστά. Είναι μία μαγική διαδικασία που δε τελειώνει ποτέ. Ειδικά στον συγκεκριμένο μονόλογο αισθάνομαι ότι έχω να δώσω πολλά ακόμα... σα να είναι ακόμη η αρχή.
Αν σε πέντε, σε δέκα χρόνια, κάποια στιγμή, έρθει ένας ηθοποιός, ένας σκηνοθέτης, ένας θεατράνθρωπος να ζητήσει το έργο προκειμένου να το ανεβάσει...
Χ.Λ.: Αν θα το έδινα;
Ναι.
Χ.Λ.: Αν νιώσω ότι θα πάει σε καλά χέρια, φυσικά. Θα πρέπει όμως να είναι κάποιος που θεωρώ ότι ταιριάζει και ότι θα το προσέξει.
Θα βάζατε όρους;
Χ.Λ.: Βέβαια. Δε θα γινόταν κάτι που δε θα μου άρεσε κι αυτό δεν το αλλάζει τίποτα, ούτε καν τα χρήματα.
Ευχαριστώ πολύ τον Χρήστο Λιακόπουλο για την όμορφη κουβέντα, την καλή του διάθεση και το χρόνο που μου διέθεσε.
Η συνέχεια επί της θεατρικής σκηνής...
[1] Αναφέρεται στην γαλλοϊταλική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, Θάνατος στη Βενετία (ειδικό βραβείο εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ Καννών 1971), που βασίζεται στη νουβέλα του Τόμας Μαν και ο κεντρικός χαρακτήρας στην προσωπικότητα του Γκούσταβ Μάλερ και στην γερμανική ταινία του Βιμ Βέντερς, Τα φτερά του έρωτα (βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 1987). Κλασικό αριστούργημα φιλμικής μπαλάντας του έκπτωτου αγγέλου, αφιερωμένη στο Βερολίνο, τους αγγέλους που ζουν ανάμεσά μας και τον έρωτα που οφείλει να παραμείνει θνητός.