Η Αγγέλα του Γ. Σεβαστίκογλου, επιστρέφει και φέτος στο Altera Pars σε σκηνοθεσία Πέτρου Νάκου. Η παράσταση που κέρδισε κοινό και κριτικούς ήρθε για δεύτερη χρονιά ανανεωμένη, δυναμική και πάντα επίκαιρη.
Ένα βίαιο παραμύθι ενηλικίωσης, ξετυλίγεται ανάμεσα στις αντιθέσεις...
Όνειρα που συνθλίβονται στην πραγματικότητα...
αλήθειες που βυθίζονται στα ψέματα...
κραυγές που πνίγονται στη σιωπή,
μνήμες που παρασύρονται στη λήθη...
και μια αναγκαία αντίσταση που παλεύει με την υποταγή...
Η Αγγέλα, ένα ορφανό κορίτσι, έρχεται στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά όπου θα αντικαταστήσει μια υπηρέτρια που αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Εκεί, θα συναντήσει κι άλλες υπηρέτριες, θα ανακαλύψει μυστικά, θα κάνει φίλους και εχθρούς και θ' αφουγκραστεί καημούς. Σύντομα, ο ερχομός του Λάμπρου, αδερφού της προκατόχου της, θα ανατρέψει τις ισορροπίες καθώς η αναζήτηση των πραγματικών λόγων της αυτοκτονίας φέρνει όλους τους ήρωες αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα και τους αναγκάζει να τοποθετηθούν. Οι δυο τους, μοιραία, μπλέκονται σε ένα επικίνδυνο όμως γοητευτικό ταξίδι προς την αλήθεια, τη ζωή, τον έρωτα... Ταξίδι εξίσου επώδυνο και ανατρεπτικό με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Μέσα από την πορεία για την ανακάλυψη της αλήθειας, το έργο παρακολουθεί και αναδεικνύει την ηθική και ψυχική δοκιμασία των ηρώων, που διεκδικούν απεγνωσμένα το δικαίωμα τους για μια καλύτερη ζωή, γι' αυτά τα λίγα και απλά πράματα:
«μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε...»
Το ίδιο το έργο δεν αποτελεί ένα δράμα για τις υπηρέτριες, αλλά απομονώνει και φωτίζει τη λεπτομέρεια ενός μεγάλου πίνακα, όπου αποτυπώνεται η διαχρονικότητα ενός μηχανισμού ηθικής διάβρωσης και διαφθοράς που συντηρείται απ' τους ισχυρούς. Ο μηχανισμός αυτός κυριαρχεί δραματουργικά στο στήσιμο της πλοκής, και γίνεται η αφορμή για την τελική αποκάλυψη της λειτουργίας του ίδιου του συστήματος.
-Ποιο ήταν το έναυσμα για ν' ασχοληθείτε με το κείμενο του Σεβαστίκογλου;
Π.Ν.: Η σχέση μου με την Αγγέλα του Γ. Σεβαστίκογλου ξεκίνησε από την εποχή της αποφοίτησης μου από την δραματική σχολή του ΕΜΠΡΟΣ και την πολύ σημαντική παράσταση του αείμνηστου δασκάλου μου Τάσου Μπαντή στο ομώνυμο θέατρο το 1997.
Τότε ήταν που έμαθα να εκτιμώ τη σπάνιας ομορφιάς, πυκνότητας και εκφραστικής δύναμης θεατρική γλώσσα του συγγραφέα και τότε ήταν που έμαθα να αγαπώ τους τρισδιάστατους, πολυσήμαντους χαρακτήρες του έργου, βγαλμένους από την πιο γνήσια ελληνική παράδοση, αριστοτεχνικά πλασμένους και βαθιά ανθρώπινους.
Έκτοτε και για αρκετά χρόνια -εκείνα της επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας και της μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας από τα τέλη του 90 έως και την έναρξη της οικονομικής κρίσης- η ενασχόληση μου με το νεοελληνικό έργο υπήρξε δυστυχώς πολύ μικρή. Θεωρούσα κι εγώ όπως και οι περισσότεροι νέοι της γενιάς μου πως η ελληνική δραματουργία του περασμένου αιώνα απεικόνιζε σε μεγάλο βαθμό, μια εποχή μακρινή και ξεπερασμένη που ανήκε οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τελικά κάναμε όλοι λάθος...
Το Μνημόνιο ήρθε και μας προσγείωσε όλους απότομα, σε μια σκληρή πραγματικότητα που μοιάζει πολύ και σε πολλά με εκείνη περασμένων δεκαετιών, ιδίως δε αυτής του 50.
Ταυτόχρονα, η χώρα μας, το ελληνικό Κράτος και η διοικητική του διάρθρωση, βρέθηκε για διάφορους λόγους στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και ο ελληνικός τρόπος ζωής, η ελληνική κοινωνία, τα «ελαττώματα» αλλά και τα «προτερήματα» της φυλής μας, μπήκαν στο μικροσκόπιο της παγκόσμιας κοινότητας και έγιναν αντικείμενο αναλύσεων ειδικών και μη. Τότε έκρινα πως θα έπρεπε να ασχοληθώ περισσότερο με τη μελέτη του ελληνικού DNA και να στραφώ στο νεοελληνικό έργο για να προσπαθήσω να κατανοήσω καλύτερα τα αίτια της κρίσης και να εξηγήσω τις αντιφάσεις και τις αντινομίες του νεοελληνικού βίου και του νεοελληνικού χαρακτήρα. Ποιος άλλος δύναται άλλωστε να είναι καταλληλότερος, από τους κορυφαίους Έλληνες συγγραφείς, για να «μιλήσει» για τα καθ' ημάς;
Με αυτό το σκεπτικό, ανεβάσαμε πριν δυο χρόνια την «Αυλή των θαυμάτων» του Ι. Καμπανέλλη, το πιο εμβληματικό έργο της σύγχρονης εγχώριας παραγωγής και ένα χρόνο μετά τον «Ήχο του Όπλου» της Λ. Αναγνωστάκη. Έτσι επέστρεψε και η ΑΓΓΕΛΑ, 20 χρόνια μετά, σχεδόν νομοτελειακά στη ζωή μου, αποτελώντας την πληρέστερη και ιδανικότερη συνέχεια μιας σειράς έργων που καταγράφουν, αναλύουν και προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ελληνική πραγματικότητα.
-Η Αγγέλα είναι ένα έργο που γράφτηκε στα μισά του προηγούμενου αιώνα. Πώς ένα κείμενο από το οποίο μας χωρίζουν αρκετές δεκαετίες μπορεί να συγκινεί ακόμα, είναι επίκαιρο και μας αφορά;
Π.Ν.: Η Αγγέλα, γραμμένη το 1957, είναι νομίζω -μαζί με την Αυλή των θαυμάτων- ένα έργο θεμελιακό για το νεότερο ελληνικό θέατρο. Μέσα από τις βαθιά ανθρώπινες ιστορίες της και τις έντονες δραματικές καταστάσεις, η ΑΓΓΕΛΑ διατυπώνει κρίσιμα και διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα και διλήμματα, υπερασπίζεται με σθένος αλλά και σεμνότητα το πολύτιμο: τον έρωτα, την τιμή και την αξιοπρέπεια, την πίστη, το δίκαιο, την ελπίδα, το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Συγκινούσε ανέκαθεν, γιατί ως πολύτιμη κιβωτός μνήμης άφηνε να αναβλύσουν από τις σελίδες της γεύσεις και οσμές ζωής, φορτισμένες με πίστη και αξίες άλλων εποχών, συγκροτούσε το ανθρώπινο πρόσωπο του νεοέλληνα, τα ατόφια πρόσωπα των πατεράδων, των μανάδων και των παππούδων μας καταγράφοντας σαν μια πλατιά, ανεξίτηλη τοιχογραφία, μιαν εποχή και έναν κόσμο που μέχρι πριν λίγα χρόνια έμοιαζαν να έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, της οικονομικής δυσμένειας και της κρίσης αξιών που ταλανίζουν την χώρα μας, η εκ νέου ενασχόληση μου με το κείμενο του Σεβαστίκογλου και η μελέτη μου υπό το φως των νέων συνθηκών, φώτισε μια ακόμη διάσταση του έργου που το καθιστά ανατριχιαστικά επίκαιρο. Η εικόνα της Ελλάδος της δεκαετίας του ‘50, που τόσο αριστοτεχνικά και ρεαλιστικά καταγράφεται στην ΑΓΓΕΛΑ όπου η φτώχεια, η εκμετάλλευση, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η αναξιοκρατία και το δίκαιο του ισχυρού, η ανεργία και η ανάγκη για μετανάστευση, η σκληρή καθημερινότητα, ματαιώνουν κάθε όνειρο και ελπίδα για "μια καλύτερη ζωή", αναβίωσε βασανιστικά και απρόσμενα 70 χρόνια μετά, σήμερα εν έτη 2017, προσδίδοντας στο έργο και στους χαρακτήρες του, εκ νέου, μια συμβολική-πολιτική διάσταση δυσδιάκριτη, για τους ανθρώπους της γενιάς μου τουλάχιστον, τα προηγούμενα χρόνια. Η Αγγέλα δεν καταγράφει απλώς τα περιστατικά μιας άλλης εποχής, αλλά διερευνά τα αίτια πίσω από τα φαινόμενα, τα εντοπίζει και τα καταγγέλλει. Εξηγεί και ερμηνεύει μία Ελλάδα -που τελικά τόσο μοιάζει με τη δική μας τη σημερινή- όπου «οι μηχανισμοί της ηθικής διάβρωσης και της διαφθοράς που συντηρούνται από τους ισχυρούς και τον κόσμο του χρήματος», πνίγουν κάθε αδύναμο, στερώντας του εν τέλει το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης και της αυτοδιάθεσης, υποβάλλοντας τον συνεχώς σε μια βασανιστική ηθική δοκιμασία που στόχο έχει την εξόντωση της ανθρώπινης του υπόστασης και την αφομοίωσή του από το Σύστημα...
Ο μικρόκοσμος των υπηρετριών της δεκαετίας του 50, αποτελεί στη δική μου σκηνοθετική ματιά, μια διαχρονική μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, όπου το ηθικό δίλημμα «αντίσταση ή υποχώρηση μπροστά στον κόσμο της σήψης και της διαφθοράς» κυριαρχεί, ανανεώνεται και οξύνεται διαρκώς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Αγγέλα ως ηρωίδα του έργου, συνιστά για μένα το σύμβολο του νέου σε ηλικία ανθρώπου, του άφθαρτου, που αντιστέκεται με γενναιότητα και αξιοπρέπεια απέναντι στο αδίστακτο σύστημα και μας καλεί να πράξουμε το ίδιο, παλεύοντας για το δίκαιο και διεκδικώντας το δικαίωμα στο όνειρο και σε μια καλύτερη ζωή.
-Ένα έργο όπως αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως πολιτικό, κοινωνικό, μετεμφυλιακό δράμα και ως βίαιη ιστορία ενηλικίωσης με όλη την σκληρή αλήθεια και ωμότητα που «κουβαλά» ανάμεσα στις λέξεις του «στέκεται» τόσες σεζόν στα θεατρικά δρώμενα της πόλης, έχει αποκτήσει κοινό και αγαπιέται τελικώς; Μήπως ο αστικός μύθος που θέλει τις κωμωδίες και τα ελαφρά διασκεδαστικά θεάματα να επιβιώνουν στην Ελλάδα της κρίσης είναι τελικά πλάνη;
Π.Ν.: Προσωπικά, πιστεύω πως ο αστικός αυτός μύθος απλά περιγράφει μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Όχι μόνο τώρα, τον καιρό της κρίσης, αλλά ακόμα και την εποχή της οικονομικής ευμάρειας, η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κοινό, είχε ανέκαθεν στην πλειονότητά του, μια έντονη ροπή προς τα λεγόμενα "ελαφριά διασκεδαστικά θεάματα". Μοιάζει να αρνείται να προβληματισθεί, να διερευνήσει, φοβάται να κοιτάξει στον καθρέφτη...
Εγώ ο ίδιος έχω δεχτεί αρκετές φορές προτροπές και από συνεργάτες μου ακόμα, να στραφώ σε έργα πιο εύπεπτα, πιο ελαφριά, πιο διασκεδαστικά. «Ο κόσμος αυτά ζητάει, αυτά έχει ανάγκη», ακούω συχνά από συναδέλφους, συνεργάτες, δημοσιογράφους ακόμα και από τους υπεύθυνους ρεπερτορίου των κρατικών επαρχιακών θεάτρων...
Σε ό,τι με αφορά ωστόσο κάτι τέτοιο δε θα είχε κανένα νόημα. Αγαπώ το θέατρο του λόγου και της σκέψης, το θέατρο που προκαλεί προβληματισμούς και διερευνά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε καιρούς που δοξολογούν το κενό, το να καταπιάνεσαι με ένα έργο όπως η Αγγέλα -όσο και αν αυτή έχει πράγματι αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό- συνιστά κατά τη γνώμη μου μια πράξη αντίστασης, μια πράξη βαθιά πολιτική: ανοίγεις διάλογο με την κοινωνία, διερευνάς τα αίτια της κρίσης, προτείνεις λύσεις... Το ότι υπάρχουν αρκετοί συνάδελφοι που τολμούν και το πράττουν είναι παρήγορο και ελπιδοφόρο. Απέχει πολύ όμως από το να διαψεύσει τον αστικό «μύθο» και την ωμή πραγματικότητα του ταμείου.
-Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που συναντήσατε κατά την παραστασιοποίηση της Αγγέλας;
Π.Ν.: Η Αγγέλα είναι αναμφισβήτητα έργο πολυδιάστατο. Είναι έργο ρεαλιστικό, αφού καταγράφει με μαεστρία αλλά και ακρίβεια την σκληρή πραγματικότητα της Ελλάδας της δεκαετίας του 50 ζωντανεύοντας ανθρώπινους αντιφατικούς, εύκολα αναγνωρίσιμους, αυθεντικούς χαρακτήρες, που πείθουν με τις ατομικές τους συμπεριφορές. Είναι έργο ποιητικό που χαρακτηρίζεται όπως προανέφερα από μια σπάνιας ομορφιάς και πυκνότητας γλώσσα. Είναι έργο συμβολικό, αφού οι χαρακτήρες του, σηματοδοτούν πρόσωπα και καταστάσεις της ελληνικής κοινωνίας που παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα κατά την παραστασιοποίηση της ΑΓΓΕΛΑΣ ήταν ακριβώς, να αναδείξω ταυτόχρονα και τις 3 αυτές διαστάσεις του έργου. Με κίνδυνο να χαρακτηριστεί η παράστασή μας μια αναχρονιστική ηθογραφία, επένδυσα στη δύναμη του κειμένου, στο ρεαλιστικό πλάσιμο των χαρακτήρων, επιδιώκοντας όμως παράλληλα να θέσω σε πρώτο πλάνο και να προτάξω τη συμβολική και πολιτική διάσταση του έργου. Η ιστορία της Αγγέλας, είναι για μένα σήμερα, εν συντομία, η σύγχρονη ιστορία της χώρας μας.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος
Σκηνικά: Altera Pars
Επιμέλεια σκηνικού: Σάββας Πασχαλίδης
Κοστουμιών: Δέσποινα Κολοκοτσά
Πρωτότυπη μουσική της παράστασης: Ελένη Λομβάρδου
Φωτισμοί: Πέτρος Νάκος
Επιμέλεια Κίνησης: Ελβίρα Μπαρτζώκα
Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Νάκος - Αγγελική Κοντού
Διανομή:
Αγγέλα: Αγγελική Κοντού
Λάμπρος: Παύλος Εμμανουηλίδης
Στράτος: Πέτρος Νάκος
Γεωργία: Έλενα Καστανά
Άννα: Στέλλα Κωνσταντάτου
Φανή: Μελανία Μπαλτσίδου
Νέρα: Κυριακή Στούρου
Μένιος: Γιάννης Ανδρουλακάκης
Κα Παπά: Στέλλα Κωνσταντάτου
Γκαρσόνι: Θάνος Κώτσης
Στο θέατρο Altera Pars, Μεγ. Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός, Αθήνα, 2103410011