Γράφει η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη
Είχα πέσει σε λήθαργο. Παρ’όλα αυτά άκουγα καθαρά τα τσαλακωμένα σεντόνια να τρίζουν. Ή μήπως ήταν το κόκκαλά μου. Δε μπορούσα να αποφασίσω. Ψηνόμουν στον πυρετό. Η δροσερή παλάμη του πατέρα μου στο μέτωπό μου επιβεβαίωνε τις υποψίες μου. Και το γεγονός ότι επέπλεα με άνεση σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από ιδρώτα.
Το χέρι του πατέρα μου απομακρύνθηκε κι εγώ ξαναβυθίστηκα. Με παρακολουθούσα να διασχίζω κατακόρυφα το βυθό δίχως να καταβάλω την παραμικρή προσπάθεια να κουνήσω τα μέλη μου. Τα μπράτσα μου ήταν ούτως ή άλλως φυλακισμένα σε ένα ρούχο χωρίς μανίκια και το κρανίο μου έχασκε ορθάνοιχτο κάτω από τα μπερδεμένα μαλλιά μου που τα στόλιζαν πέρλες και κομμάτια από κοράλλια. Ένα κοπάδι αδέσποτες φυσαλίδες με ακολουθούσε. Προσγειώθηκα σε ένα κρεβάτι από φύκια. Η φωνή του Κωνσταντίνου έφτασε στα αυτιά μου αλλά δεν έμοιαζε με τη φωνή του. Γνώριζα όμως πως ήταν εκείνος που μιλούσε.
"Έχει παραισθήσεις… πεθαίνει…"
Κάπου εκεί στη λέξη "πεθαίνει", ταρακουνήθηκα. Τα φύκια σάλεψαν. Τα γλιστερά σχοινιά τους έδεσαν κόμπο τη ψυχή μου. Άκουσα τον πατέρα μου να κλαίει. Δεν ήμουν συνηθισμένη να κλαίνε για μένα και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Κατά τα φαινόμενα δεν ήταν απαραίτητο να αντιδράσω. Τα φύκια μαζί με άπειρες πεταλίδες και μικρούς αχινούς όρμησαν μέσα μου από την τρύπα στο κεφάλι μου. Ένα παράφορο κύμα πόνου σάρωσε το εσωτερικό του κορμιού μου. Ο Κωνσταντίνος φώναξε.
"Αδερφή… αδερφή… κάτι της συμβαίνει, ελάτε γρήγορα. Δεν είναι καλά…"
Βήματα έδειραν τα πλακάκια. Χέρια με γράπωσαν από παντού. Πνίγομαι, πνίγομαι ήθελα να ουρλιάξω μα ο ήχος είχε εγκλωβιστεί στα πνευμόνια μου που τώρα έμοιαζαν με ωρολογιακή βόμβα. Ένα.
Μα τι γίνεται;
Δύο.
Δεν είναι δυνατόν.
Τρία.
Φοβάμαι.
Τέσσερα.
Έκρηξη.
Και μετά σκοτάδι.
🍃
Copyright © Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη All rights reserved, 2017
Το ανωτέρω είναι απόσπασμα από συλλογή διηγημάτων με προσωρινό τίτλο ¨Μικρές ιστορίες".
Το συνοδευτικό έργο του Robin Isely είναι επιλογή της ίδιας.