Μόλις βγήκα από το ιατρείο (φρόντιζα το πονεμένο πόδι μου), κάθισα στο πρώτο παγκάκι που είδα μπροστά μου. Αισθανόμουν κουρασμένος και ο πόνος στο πόδι δεν έλεγε να σταματήσει. Δίπλα στο παγκάκι βρισκόταν ένας σωρός από σακούλες σκουπιδιών. Από μία σακούλα εξείχε ένας φάκελος αλληλογραφίας. Φαινόταν πολυκαιρισμένος. Αυθόρμητα, άπλωσα το χέρι και τον τράβηξα. Κοίταξα τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη. Ήταν το γράμμα ενός Έλληνα από τη Γαλλία, έγραφε σ’ έναν φίλο του στην Αθήνα. Άνοιξα το φάκελο και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν «μικρό θησαυρό». Ήταν σαν να διάβαζα τη σελίδα ενός μυστικού ημερολογίου, μια εξομολόγηση. Το γράμμα είχε τρεις σελίδες. Στην πρώτη περιοριζόταν στις συνήθεις επιστολογραφικές κοινοτοπίες, στη δεύτερη και στην τρίτη σελίδα όμως, υπήρχε η ουσία της επιστολής.
Και να τι έγραφε: «…Ξέρεις καλά ότι, όταν ανεξαρτητοποιήθηκα από τους γονείς μου (αρκετά νωρίς) και έβγαλα δικά μου χρήματα, ρίχτηκα κυριολεκτικά πάνω στη ζωή. Ζήτησα να τη μάθω απ’ όλες τις πλευρές και σε όλες τις λεπτομέρειες. Γλέντησα, ήπια τόνους, διασκέδασα με γνωστούς και άγνωστους, ξενύχτησα πολύ, αλλά δεν ένιωσα μεγάλα πράγματα, ούτε μεγάλες ηδονές. Η μοναξιά με κυρίευσε. Είπα να δοκιμάσω με τον έρωτα. Με την ορμή της νιότης και τη σοφία ενός ανθρώπου με πολλές εμπειρίες αναζήτησα τον απόλυτο έρωτα. Αλλά ούτε στην αθωότητα, που με κούραζε, τον ανακάλυψα, ούτε στις ιέρειες τού έρωτα τον βρήκα (φρόντιζαν να πλήττω -θανάσιμα).
Ήρθε η σειρά της γνώσης. Έπεισα τον εαυτό μου ότι ο δρόμος για την ευτυχία ήταν η γνώση. Σύντομα, όμως, κατάλαβα ότι ο μόνος δρόμος που μου άνοιγε η γνώση ήταν εκείνος για κάποια ανώτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Στο επίπεδο τού πνεύματος «κέρδισα» την ικανότητα να επαναλαμβάνω έξυπνες ατάκες μπροστά στο κοινό (γυναικείο κατά προτίμηση). Φαινόμουν πνευματώδης και γοητευτικός. Γρήγορα βαρέθηκα την υπόθεση «πνεύμα» και σχεδόν ταυτόχρονα κατέρρευσε η πεποίθησή μου: πως είμαι γεννημένος για τα μεγάλα. Συνειδητοποίησα ότι η δόξα κι η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα δημοσίων σχέσεων και γνωριμιών. Καμία σχέση με τις ικανότητες, το ταλέντο και τον μόχθο που κατέβαλες. Έμεινε λοιπόν άδεια η καρδιά μου και δεν θα γεμίσει… ...ποτέ. Είναι η μοίρα μου τέτοια. Όταν χαθώ, τότε θα ηρεμήσω.»
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τμήματα της τελευταίας επιστολής του Nelson προς την Emma Hamilton, 1805
Του ίδιου:
Είμαστε
Διττές φύσεις
Το χρώμα της θάλασσας
Ήρθε η σειρά της γνώσης. Έπεισα τον εαυτό μου ότι ο δρόμος για την ευτυχία ήταν η γνώση. Σύντομα, όμως, κατάλαβα ότι ο μόνος δρόμος που μου άνοιγε η γνώση ήταν εκείνος για κάποια ανώτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Στο επίπεδο τού πνεύματος «κέρδισα» την ικανότητα να επαναλαμβάνω έξυπνες ατάκες μπροστά στο κοινό (γυναικείο κατά προτίμηση). Φαινόμουν πνευματώδης και γοητευτικός. Γρήγορα βαρέθηκα την υπόθεση «πνεύμα» και σχεδόν ταυτόχρονα κατέρρευσε η πεποίθησή μου: πως είμαι γεννημένος για τα μεγάλα. Συνειδητοποίησα ότι η δόξα κι η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα δημοσίων σχέσεων και γνωριμιών. Καμία σχέση με τις ικανότητες, το ταλέντο και τον μόχθο που κατέβαλες. Έμεινε λοιπόν άδεια η καρδιά μου και δεν θα γεμίσει… ...ποτέ. Είναι η μοίρα μου τέτοια. Όταν χαθώ, τότε θα ηρεμήσω.»
Του ίδιου:
Είμαστε
Διττές φύσεις
Το χρώμα της θάλασσας