Γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου
Στεκόταν σαν πετρωμένη. Το βλέμμα της, ανέκφραστο, είχε γίνει ένα με τον ορίζοντα. Μόνο τα μαλλιά της ανέμισαν λίγο από μία τόση δα πνοή ανέμου.
Σκοτείνιαζε. Μερικές σταγόνες αίμα εμφανίστηκαν στα δάχτυλά της από τα αγκάθια του λουλουδιού που κρατούσε σφιχτά.
Ένα μαύρο τριαντάφυλλο... απ’ αυτά που τους τελευταίους μήνες επέμενε να καλλιεργεί στον κήπο της.
Βραδιές του Αυγούστου, στο μυαλό μου τριγυρίζουνε
Τώρα που ψάχνω στο κορμί μου τα φιλιά σου,
σιγομουρμούρισε.
Το αγαπούσε ιδιαίτερα αυτό το κομμάτι. Κάθε πρωί η μελωδία του γέμιζε το μοναχικό της δωμάτιο… άλλωστε ο δίσκος περιείχε αυτό το τραγούδι και μόνο! Κανένα άλλο!
Αρκετά χιλιόμετρα πίσω, το σώμα του Τζον -φριχτά καμένο και παραμορφωμένο- επέπλεε στα βρώμικα νερά της πισίνας. Σάπια φύλλα από τα γύρω δέντρα του έκαναν συντροφιά.
Το φάντασμα της παλιάς έπαυλης παρέμενε σιωπηλό. Ο κήπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα. Παντού εικόνα εγκατάλειψης και παρακμής!
Η μυρωδιά από τα αποκαΐδια άγγιξε τα ρουθούνια της κι εκείνη τα ρούφηξε σαν άρωμα μεθυστικό. Χαμογέλασε.
«Ώρα της πληρωμής!» ψιθύρισε.
Ακούμπησε το μαύρο τριαντάφυλλο στο μέρος της καρδιάς και συνέχισε να μουρμουρίζει τον ίδιο μονότονο σκοπό.
🍂
Copyright, © Σμαραγδή Μητροπούλου, All rights reserved, 2017
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τμήματα του πίνακα της Stephanie Peek, Black rose (λάδι, ιδιωτική συλλογή, Rutherford)
Της ίδιας: