Φίλες και φίλοι,
Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους πίνακες του ζωγράφου, καύχημα του Μουσείου Ορσέ του Παρισιού που φιλοτεχνήθηκε εξ ολοκλήρου στην ύπαιθρο. Ο Μονέ ξεκίνησε να τον δουλεύει στην Ville d’Avray και τον ολοκλήρωσε στην Ονφλέρ της Νορμανδίας.
Το συγκεκριμένο έργο έγινε διάσημο χάρη στη μέθοδο που ακολούθησε ο ζωγράφος, αλλά και διότι αντιπροσωπεύει μια εντελώς νέα εκδοχή υπαιθρισμού. Προκειμένου να φιλοτεχνήσει στην ύπαιθρο αυτόν τον μεγάλων διαστάσεων πίνακα (255 x 205 εκ.) με μοναδικό μοντέλο την σύντροφό του Καμίγ (την παντρεύτηκε το 1870), ο Μονέ είχε την ιδέα να σκάψει έναν λάκκο, όπου και τοποθέτησε το τελάρο με τον μουσαμά.
Να πώς περιγράφει το εγχείρημα ο ζωγράφος Αλεξάντρ Λουϊ Ντουμπούρ σε μια επιστολή του προς τον Μπουντέν:
«Ο Μονέ βρίσκεται ακόμη εδώ (εννοεί την Ονφλέρ) και εξακολουθεί να δουλεύει έναν τεράστιο πίνακα... Οι μορφές -γυναίκες που μαζεύουν λουλούδια σε έναν κήπο- έχουν σχεδόν φυσικό μέγεθος. Ο Μονέ ξεκίνησε το έργο απευθείας στο ύπαιθρο».
Ο πίνακας απορρίφθηκε από την κριτική επιτροπή του Σαλονιού, ένα γεγονός που προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στον καλλιτέχνη. Ο καλός του φίλος και ζωγράφος Μπαζίγ τον αγόρασε για 2.500 φράγκα, γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες του ζωγράφου, αλλά λίγο αργότερα, ο Μονέ τον πήρε πίσω. Τελικά, το γαλλικό κράτος τον αγόρασε το 1921 για 200.000 φράγκα (ο ζωγράφος πέθανε το 1926).