Ή αλλιώς όταν η πένα σκιαγραφεί το συναίσθημα, κεντάει με χάρη την κρίση σε όλα τα επίπεδα, αφουγκράζεται παλμούς (καρδιάς και αστών) και με σύμμαχο το χιούμορ μάς σερβίρει ό,τι μας πονάει σε αυτήν την πόλη (θα μπορούσε να είναι η δική σου) σε αυτή τη χώρα (θα μπορούσε να είναι και μια άλλη φυσικά) και σε αυτή την εποχή (αν και, κάτι μου λέει, ότι τα ίδια θα μπορούσαν να συμβούν σε πλήθος άλλων εποχών).
Με σύνθημα κάτι σαν έγχρωμη TV, ασπρόμαυρη ζωή, η Χρυσούλα Διπλάρη προτείνει μια κατάδυση στην Ταμου-Ρία της όπου (συνήθως) αναγνωρίζεις τον εαυτό σου μιας που η πόλη είναι οι άνθρωποι που την κατοικούν αλλά οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι. Εκεί λοιπόν, αναπνέει, εργάζεται, μεγαλώνει και ανησυχεί η ηρωίδα της, η Ελπίδα, μια άκρως συμπαθητική φιγούρα, ανθρώπινη, πονεμένη –αισιόδοξη πάραυτα–, σημαντική μέσα στην ασημαντότητά της, με εύθυμη διάθεση όμως πικρά αληθινή.
Το σχολείο με φοβέριζε με τους βαθμούς, η εκκλησία με την κόλαση, ο έρωτας με την απώλεια, η κοινωνία με εξοστρακισμούς, ο εργοδότης με απόλυση, ο γάμος με ρουτίνα, η πολιτική με τα πάντα.
Πρόκειται για αφηγηματικό μυθογράφημα με ευθυμογραφικό χαρακτήρα που όμως βρίθει κοινωνικών σχολίων, καυστικών εκτιμήσεων και υποδόριας λεπτής ειρωνείας πραγματευόμενο τη ζωή στην πόλη όταν είσαι ένας απλός πολίτης στην Ελλάδα της κρίσης. Διαβάζοντας, ανακαλύπτεις το καλό χιούμορ της συγγραφέως, τις απίθανες μεταφορές της, την καλή γραφή, την όμορφη ροή που έχει και τη διάχυτη συγκίνηση, που είναι λογική γιατί σου πετάει στη μούρη τις αλήθειες της/σου. Μια σκληρή πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσεις αλλά και η ομορφιά των απλών πραγμάτων, εκεί που δεν την περιμένεις –όμως υπάρχει τριγύρω και είναι αναγνωρίσιμη.
Κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να αποτελεί ένα αυτοτελές διήγημα αλλά όλα μαζί ολοκληρώνουν το μυθιστόρημα που, εκτός όλων των άλλων, περιέχει αναφορές σε γνωστά έργα τέχνης (βλέπε Νταλί) και στην ψυχοθεραπευτική ιδιότητα της συγγραφής (αλλά και της κάθε δημιουργίας) για την οποία, στην εισαγωγή, λέει χαρακτηριστικά: ...τότε παύουμε να είμαστε ψείρες στου θεού τα γένια και γινόμαστε ποιητές... και ποιούμε την πόλη απ' την αρχή.
Ανάμεσα λοιπόν στα καθημερινά άγχη, στους προβληματισμούς, στις δυσοίωνες σκέψεις ή προβλέψεις... εκεί έξω, ανάμεσα στους δρόμους που περπατά (η ηρωίδα/η Χρυσούλα/εσύ/εγώ...) μαθαίνεις αρκετά πράγματα ή απλώς τα αντιλαμβάνεσαι... αλλά δεν έχει και τόση σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι να σχηματοποιήσεις το θέμα σου, να το οριοθετήσεις για να το ξεπεράσεις... Σε τούτες τις σελίδες έμαθα και την ενδέκατη εντολή (ου μπλέξεις) ενώ απαντήθηκαν πλήθος ερωτημάτων όπως: Πού πάει ο παλιός ο χρόνος όταν φεύγει; Πώς είναι δυνατόν να σε κακοποιούν τα ντολμαδάκια της μάνας σου;
Κι αν πει κάπου η μαγεία έκανε ένα παφ και τέλειωσε ή ότι έτσι λοιπόν μεγάλωνα σε μια Ταμπου-Ρία που μετέθετε το τώρα της σ' ένα αβέβαιο μέλλον και ζούσε μια ζωή προσωρινή, ενώ η άλλη, η πραγματική, την περίμενε σ' ένα τόπο αόριστο κι όταν θα ερχόταν η ώρα, θα έβγαινε να την προϋπαντήσει... γιατί βλέπει πως σε ό,τι αφορά στον χρόνο έχουμε ώρα για φαΐ, ώρα για ύπνο, ώρα για δουλειά, ώρα για φάρμακα, ώρα για θάνατο... έρχεται μοιραία το ερώτημα πού πήγε η ώρα για ΖΩΗ; Όμως λίγες στιγμές παρακάτω αναθεωρεί σε ένα η σωστή στιγμή είναι ΤΩΡΑΑΑ! και όλα τακτοποιούνται ιδανικά.
Τελικά, θα διαβάσετε πώς μια ελπίδα –η Ελπίδα– βρίσκει το φως, τη διέξοδο από τα στενά της Ταμπου-Ρίας (της).
Τελικά, θα διαβάσετε πώς μια ελπίδα –η Ελπίδα– βρίσκει το φως, τη διέξοδο από τα στενά της Ταμπου-Ρίας (της).
Στο οπισθόφυλλο λέει μεταξύ άλλων:
Ποια είναι η Ταμπου-Ρία; Ποια είναι η Ελπίδα; Ποια είμαι εγώ; Είμαι εγώ, είμαι η Ελπίδα ή μήπως είμαι η Ταμπου-Ρία; Μπερδεύομαι και τα χάνω, καμιά φορά μπλέκονται όλα στο κεφάλι μου και ζαλίζομαι. Και τότε παίρνω τους δρόμους...
Σας καλώ να βαδίσετε μαζί μου. Γιατί βαδίζοντας δα γνωρίσετε την Ταμπου-Ρία. Και γνωρίζοντας την Ταμπου-Ρία θα γνωρίσετε και τον εαυτό σας.
Περισσότερα από/για την Χρυσούλα Διπλάρη: