Οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν τον Διονύσιο Σολωμό λόγω του εθνικού μας ύμνου, του πασίγνωστου Ύμνου εις την ελευθερίαν, λίγοι όμως γνωρίζουν ότι ουσιαστικά είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής της νεότερης Ελλάδας: είναι ο πρώτος που βασιζόμενος στα δημοτικά τραγούδια και χρησιμοποιώντας τη ρομαντική σχολή της Ιταλίας και επιμένοντας στην δημοτική γλώσσα (έναντι της καθιερωμένης τότε καθαρεύουσας), δημιούργησε μια εντελώς καινούρια σχολή ποίησης.
Ο τίτλος λοιπόν του εθνικού ποιητή δεν του απονεμήθηκε τιμητικά επειδή έγραψε τους υπέροχους στίχους του Ύμνου εις την ελευθερίαν, αλλά επειδή διαμόρφωσε μια νέα γλώσσα, μια νέα σχολή ποίησης άγνωστη έως τότε στην Ελλάδα, στην οποία βασίστηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι Έλληνες ποιητές. Έκανε δηλαδή αυτό που κατάφερε να πράξει και ο Πούσκιν στη Ρωσία.
Ο Σολωμός, όπως όλοι οι Επτανήσιοι εκείνης της εποχής, σπούδασε στην Ιταλία, τελείωσε τη Νομική σχολή της Παβίας και επηρεάστηκε πολύ από τον Ζακύνθιο δάσκαλό του, τον Αντώνιο Μαρτελάο, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας και είχε ενστερνιστεί πρωτύτερα τα ιδεώδη της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού. Αρχικά ο Σολωμός έγραφε τα ποιήματά του στην ιταλική γλώσσα και του ήταν δύσκολο να εκφραστεί στην ελληνική. Ο Σπυρίδων Τρικούπης σε μια επίσκεψή του στο νησί της Ζακύνθου τον προέτρεψε να γράψει στην ελληνική γλώσσα με την χαρακτηριστική παροιμιώδη φράση: "Η Ιταλία έχει τον Δάντη της. Η Ελλάδα τον γυρεύει!"
Ανάμεσα στα υπέροχα ποιήματα που μας άφησε ο Διονύσιος Σολωμός εκτός από τον Ύμνο εις την ελευθερία, είναι: Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η καταστροφή των Ψαρών, Ο Κρητικός, Ποίημα λυρικό εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, Η τρελή μάνα, Η φαρμακωμένη και πολλά άλλα.
Ας περάσουμε τώρα στον Κρητικό. Ο Σολωμός εμπνεύστηκε το συγκεκριμένο ποίημα από την κρητική επανάσταση κατά των Τούρκων της περιόδου 1823-1824, η οποία πνίγηκε στο αίμα. Η Κρήτη λόγω της απομακρυσμένης θέσης της έναντι της υπόλοιπης Ελλάδας δεν δεχόταν βοήθεια από αλλού, στο μεταξύ οι Τούρκοι είχαν τη βοήθεια των Αιγυπτίων στις σφαγές και στις βιαιοπραγίες κατά των περήφανων Κρητών. Ο ίδιος ο Σολωμός είχε και προσωπικούς λόγους να ασχοληθεί με αυτό το θέμα αφού οι ρίζες της οικογενείας του ήταν από την Κρήτη, οι πρόγονοί του με αρχική ιταλική καταγωγή, είχαν αναγκαστεί να φύγουν από την μεγαλόνησο το 1669 όταν έπεσε ο Χάνδακας (Ηράκλειο) μετά από 20 ολόκληρα χρόνια πολιορκίας και να μεταναστεύσουν στη Ζάκυνθο.
Στον Κρητικό ένας ανώνυμος άντρας από την Κρήτη βρίσκεται ναυαγός στην θάλασσα μετά από μια μάχη με τους Οθωμανούς, στην αγκαλιά του κρατάει τραυματισμένη την αγαπημένη του και ψάχνει να βρει στεριά. Την ώρα που παλεύει με τα κύματα φαντασιώνεται συναντήσεις με νεκραναστημένους που τους ρωτά για το μέλλον της αγαπημένης του, ο κόσμος καίγεται και οι νεκροί τον πληροφορούν ότι και η αγαπημένη του τον ψάχνει, αυτός ορκίζεται την αιώνια αγάπη του στο πρόσωπό της. Όλα αυτά τα γεγονότα παρουσιάζονται από τον ποιητή ως αληθινά περιστατικά και όχι ως προϊόντα του σαλεμένου μυαλού του ήρωά του. Ο Κρητικός είναι ένας λυρικός μονόλογος με φανταστικά στοιχεία, οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που θυμίζουν τον Ερωτόκριτο και την ποιητική κρητική σχολή συνδυάζονται υπέροχα με τον ιταλικό ρομαντισμό και δημιουργούν ένα τέλειο νεοελληνικό ποίημα, ισάξιο και ανώτερο της αντίστοιχης ευρωπαϊκής ποίησης του 19ου αιώνα.
Μετά από όλα αυτά, φανταστείτε μόνοι σας, πόσο δύσκολη και πόσο ευφάνταστη είναι η δραματοποίηση αυτού του μοναδικού ποιήματος στο θέατρο. Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο θεατρικό έργο που γράφτηκε για την σκηνή, ο σκηνοθέτης δεν έχει καμία καθοδήγηση από τον ίδιο τον συγγραφέα, δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν διάλογοι. Ο σκηνοθέτης Μάριος Ιορδάνου καλείται να δραματοποιήσει και να φέρει στο παλκοσένικο ένα λυρικό ποίημα, παρωχημένο ίσως για μερικούς με την έννοια ότι αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα πριν σχεδόν διακόσια χρόνια, παρωχημένο ίσως επειδή αναφέρεται στον απόλυτο έρωτα, παρωχημένο ίσως επειδή αναφέρεται σε αξίες που τείνουμε να ξεχάσουμε.
Ο Μάριος Ιορδάνου επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, όπως και ο ίδιος αναφέρει: τον δρόμο της ποίησης, έναν λόγο που δεν φημίζεται για θεατρικά ανεβάσματα. Από την άλλη όμως πλευρά, τι είναι πραγματικά το θέατρο παρά υπερβολικά δοσμένες εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας; Ο ποιητικός λόγος λοιπόν που διαθέτει μεγαλύτερη λυρικότητα από τον πεζό, που διαθέτει μεγαλύτερο σουρεαλισμό και που αφήνει πιο ελεύθερη την φαντασία του αναγνώστη, μήπως τελικά είναι πιο πρόσφορος για την σκηνή του θεάτρου;
Ο Ιορδάνου, ηθοποιός και σκηνοθέτης, έχει πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους, έχει παρουσιάσει συνθέσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και έχει εργαστεί σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Γενικά ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του Κρητικού έχει κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να κάνει γνωστό το έργο μεγάλων Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών στο εξωτερικό, όπως αυτό του Γιάννη Ρίτσου, του Νίκου Καζαντζάκη και τώρα του Σολωμού.
Η μόνη ερώτηση που έμεινε είναι αν τα κατάφερε καλά ή όχι σε αυτό το όντως δύσκολο έργο του. Η απάντηση είναι λίγο πιο περίπλοκη. Ο Ιορδάνου δεν χρησιμοποίησε μόνο το κείμενο του Κρητικού αλλά συμπεριέλαβε στο έργο του αποσπάσματα από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, από τον Ύμνο εις την ελευθερία, από τον Ερωτόκριτο, χρησιμοποίησε γενικά φράσεις-στίχους κλειδιά που είναι πασίγνωστα και αγγίζουν την ψυχή του μέσου Έλληνα θεατή. Όλο αυτό δεν το θεωρώ αναγκαστικά κακό, από την άλλη πλευρά όμως παύει να είναι ο Κρητικός και μεταμορφώνεται σε γενική απαγγελία έργων του Σολωμού, σε υπενθύμιση της αναγεννησιακής ποίησης του Κορνάρου. Προσωπικά θα προτιμούσα να έμενε στο πρωτότυπο κείμενο και να δούλευε πάνω σε αυτό και να μην κατέφευγε στην "εύκολη λύση" στίχων από άλλα γνωστά συγκινησιακά έργα.
Αυτή που με συγκίνησε και που έκλεψε για εμένα την παράσταση ήταν η Σοφία Καζαντζιάν, η οποία επωμίστηκε τον ρόλο της αγαπημένης, έκανε την θεατρική διασκευή του κειμένου και τις χορογραφίες. Η Καζαντζιάν είχε μια υπέροχη αιθέρια παρουσία πάνω στη σκηνή, καταπληκτική ερμηνεία του ρόλου της, φοβερή κίνηση, άξιζε να την βλέπεις σε κάθε στιγμή του έργου.
Τρίτος παράγοντας του έργου ο Βαλεντίνο Βαλάσης, ηθοποιός, χορευτής και εικαστικός, είναι υπεύθυνος για τα κουστούμια και τη σκηνογραφία στον Κρητικό. Ο ίδιος κρατά έναν σημαντικό ρόλο στο έργο: φίλος, χάροντας, προπομπός ψυχών, άγγελος, όλα αυτά μαζί. Τα τεράστια λευκά ματοβαμμένα σεντόνια που κρέμονταν από τα γοτθικού ρυθμού παράθυρα του Μεγάρου της Δουκίσσης Πλακεντίας έδιναν ένα σχεδόν μεσαιωνικό και ηρωικό στιλ στην όλη παράσταση, τα δε κουστούμια ήταν λιτά, αρκετά χρηστικά. Οι κοπέλες και οι νεαροί που πλαισίωναν το ανωτέρω τρίο των πρωταγωνιστών είχαν πιο πολύ τον ρόλο του αρχαίου χορού σε μια τραγωδία, οι κινήσεις τους και οι μελοποιημένοι στίχοι έμοιαζαν με τα λόγια και τα αποφθέγματα της κοινής γνώμης.
Τελικά συμφωνώ απόλυτα με τον Μάριο Ιορδάνου ότι χρειαζόμαστε πιο μεγάλη δόση ποίησης στη ζωή μας, συμφωνώ ότι το ελληνικό κοινό πρέπει να μάθει ή να ξαναθυμηθεί την κλασική ελληνική ποίηση. Διαφωνώ λίγο στην χρησιμοποίηση όλων των τεχνικών μέσων (στίχοι από άλλα ποιήματα, υπερβολική χορογραφία, χρησιμοποίηση κλασικής μουσικής κ.λ.π) για να κάνουμε αυτό το ποίημα (και τελικά αυτήν την παράσταση) εύπεπτο. Θα προτιμούσα μια πιο λιτή και πιο αληθινή προσέγγιση.
Περισσότερα για την παράσταση και συνέντευξη θα βρείτε εδώ.
Επίσης: Δε φοβάμαι. Δεν ελπίζω. Είμαι...
Επίσης: Δε φοβάμαι. Δεν ελπίζω. Είμαι...