Είδαμε την παράσταση-μιούζικαλ, όπως διαφημίζεται, της Ειρήνης του Αριστοφάνη, στην πρεμιέρα της στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με πρωταγωνιστή τον κ. Τζίμη Πανούση, στον ρόλο του Τρυγαίου και σε σκηνοθεσία κ. Κ. Αρβανιτάκη. Την διεύθυνση της ορχήστρας είχε αναλάβει ο κ. Γ. Πέτρου ενώ την μουσική και την ενορχήστρωση ο κ. Ν. Κυπουργός. Οι συντελεστές πολλοί, ων ουκ έστι αριθμός, Εθνικό γαρ· δεν λησμονούμε όμως πως το λιμπρέτο του μιούζικαλ είναι γραμμένο από τον κ. Δ. Παπαμάρκο και η εικονική σκηνογραφία οφείλεται στον κ. Στ. Μήτσιο.
Κι επειδή αναγκαστήκαμε να ξαναδιάβασουμε ένα αρχαίο κείμενο, ξεχασμένο στης λήθης το πηγάδι ένεκα των δεκαετιών που έχουν παρέλθει, μείναμε εμβρόντητοι από αυτό που είδαμε!
Πάντα ξεχωρίζαμε δυο-τρεις κωμωδίες του Αριστοφάνη ως, ας το πούμε, «πιο βαριές». Κι αυτό συνέβαινε εξαιτίας της υφής τους. Μαζί με την «Ειρήνη» οι άλλες δύο ήταν οι «Σφήκες» και οι «Νεφέλες». Σε αυτές τις τρεις ο αρχαίος κωμικός ποιητής βρίσκεται στα ουράνια –όπως ο πρωταγωνιστής του στην παρούσα, Τρυγαίος. Και οι τρεις αυτές κωμωδίες του ξεχωρίζουν για την ποιητικότητα που τις διακρίνει και το διανοουμενίστικο ύφος τους. Στην δε δική μας περίπτωση, η «Ειρήνη» πληροί και τους δύο χαρακτηρισμούς. Μέχρι τότε, από τις σωζόμενες κωμωδίες, ο ποιητής έχει γράψει τους «Ιππείς» και τους «Αχαρνής» του, με ακριβώς το ίδιο αντιπολεμικό πνεύμα. Σε αυτήν αποφασίζει να βγάλει μπροστά και να διεκδικήσει πολύ πιο άμεσα την ειρήνη για την πόλη του, μέσα από το πρόσωπο του Τρυγαίου. Η αναζήτηση της ειρήνης σε πρώτο επίπεδο. Κι αν στους Ιππείς καυτηριάζεται το πρόβλημα των πολεμοκάπηλων δημαγωγών που θέλουν πόλεμο και στους Αχαρνής ο Δικαιόπολις αποφασίζει να συνάψει ειρήνη μόνο γι’ αυτόν, στην Ειρήνη ο Τρυγαίος λειτουργεί για το σύνολο των Αθηναίων. Κι αυτό είναι αρκετό για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο είχε φτάσει η κατάσταση στην πόλη των Αθηνών.
Στην παράσταση τώρα. Μάλλον δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα γιατί να γίνει μιούζικαλ. Είναι θέμα απόφασης των ιθυνόντων. Άρα, αφού παίρνεις μια τέτοια απόφαση, είσαι υπεύθυνος για το όποιο αποτέλεσμα του εγχειρήματος –που ούτως ή άλλως θα ήσουν. Πλην όμως, κάνοντας κάτι τέτοιο θα ήθελες να έχεις και το καλύτερο αποτέλεσμα. Γιατί, πόσες φορές έχουμε δει Αριστοφάνη σε μιούζικαλ; Κι από κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα… (Προσοχή! Για ό,τι ακολουθήσει, εκείνοι που δεν φέρουν καμία ευθύνη είναι οι ηθοποιοί, οι μουσικοί και οι τραγουδιστές!!! Γι’ αυτό και βγαίνουν από το κάδρο…)
Αν εξαιρέσουμε την εικονική σκηνογραφία που ήταν όλα τα λεφτά της παράστασης και που θα μπορούσε ο σκηνοθέτης να βασιστεί πάνω της και να την εκτινάξει, φαίνεται πως όλα τα άλλα μάλλον δεν λειτούργησαν. Η μουσική που είχε γραφτεί συνεχώς όλο και κάτι μας θύμιζε –χώρια οι περιπτώσεις που παίχτηκαν κάποια μέτρα από πασίγνωστα κομμάτια Ελλήνων συνθετών. Πολλές φορές οι ηθοποιοί είτε δεν ακούγονταν, ακόμα κι όταν μιλούσαν απευθείας στο κοινό, πολλώ δε μάλλον όταν μιλούσαν με πλάτη στο κοινό. Εξαίρεση αποτελεί ο κ. Πανούσης. Άρα μάλλον κάτι δεν πήγε καλά στη λειτουργία των μικροφώνων που είχαν τοποθετεί γύρω από την ορχήστρα. Αυτό όμως σε συνδυασμό με το ότι το κείμενο είχε μετατραπεί σε λιμπρέτο, άρα αναγκαστικά είχε διαφύγει της αρχικής του φόρμας, έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Και να γιατί. Η διαμόρφωση ακριβώς σε λιμπρέτο διασάλευσε αρκετά έως πολλά μέρη της ιστορίας. Με αποτέλεσμα χάνοντας κάποια λόγια των ηθοποιών να μην μπορείς να παρακολουθήσεις την εξέλιξη. Χώρια οι πάρα πολλές παρεμβολές μέσα στο κείμενο στοιχείων σάτιρας σύγχρονης. Καίτοι είμαι αντίθετος σε κάτι τέτοιο, που συμβαίνει κατά κόρον σε παραστάσεις του Αριστοφάνη, καίτοι, πλέον, δυστυχώς το συνηθίσαμε κι αυτό, στην συγκεκριμένη περίπτωση φάνηκε τόσο παράταιρο ακόμα και για ένα μιούζικαλ –αν ήθελαν πράγματι να κάνουν κάτι τέτοιο– γιατί απλά αυτό διαφεύγει και του μιούζικαλ. Κινείται περισσότερο στα όρια του βαριετέ ή σε εκείνα του καμπαρέ.
Συνεχίζοντας τις ενστάσεις θα αναγκαστούμε να αναφερθούμε και στο λιμπρέτο. Μπορεί να έφτασε να φαίνεται ταιριαστό με το όλο εγχείρημα, πλην όμως δεν κατάφερε να γίνει και τόσο ταιριαστό εξαιτίας της χρήσης μιας γλώσσας έντονα σκατολογικής, που σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μείνει όσο περισσότερο γινόταν πιστή στο κείμενο, έχασε την εννοιολογική χρησιμότητά της προκαλώντας μια αμηχανία στο κοινό. Γενικότερα, ξεκαθαρίζω: φάνηκε πως σε αυτή την περίπτωση διαμόρφωσης σε μιούζικαλ ακολουθήθηκε η βασική ιδέα του κειμένου, κάτι σαν αυτό που διαβάζουμε στις περιλήψεις, και τίποτα παραπάνω. Αντιλαμβάνομαι τις όποιες δυσκολίες μπορεί να προέκυψαν κατά την δημιουργία, πλην όμως αριστοφανική κωμωδία έχουμε. Χώρια το ότι οφείλουμε να σεβαστούμε το κείμενο, πολύ περισσότερο οφείλουμε να σεβαστούμε και τα νοήματά του. Γιατί, πολύ απλά, αν ήταν ένα απλό αντιπολεμικό έργο θα πήγαινε με την οκά και δεν θα ήταν μία από τις καλύτερες σωζόμενες κωμωδίες του αρχαίου ποιητή. Και το να διατηρήσεις, σ’ αυτήν την περίπτωση, μόνο το πνεύμα, δεν φτάνει.
Και πιστός στην αρχή μου πως θα μείνουν έξω από την κριτική μουσικοί, ηθοποιοί και τραγουδιστές, αναγκαστικά θα πρέπει να αναφερθώ στον κ. Τζ. Πανούση. Για όλη αυτή την σαλάτα, ο κ. Πανούσης ήταν η ιδανική επιλογή να σώσει την κατάσταση και την παράσταση. Δεν έκανε τίποτα παραπάνω από τον εαυτό του. Συνηθισμένος σε μια σκηνική παρουσία που είναι λίγο απ’ όλα, ήταν ιδανικός γι’ αυτό τον ρόλο. Ήταν δε τόσο πολύ ο εαυτός του, που αρκετές φορές νόμιζες πως παρακολουθούσες μια από εκείνες τις άκρως ξεκαρδιστικές παραστάσεις του. Τόσο πολύ μάλιστα που είχε μεταφέρει στην παράσταση μας αυτούσιες ατάκες που συνηθίζει να λέει. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο κ. Πανούσης κάνει σάτιρα και μάλιστα πετυχημένη. Σ’ αυτό είναι πολύ καλός. Δεν κάνει κωμωδία! Κι εμείς πήγαμε να δούμε κωμωδία, έστω και σε μιούζικαλ…
Άρα, λοιπόν, έχουμε μια παράσταση-μιούζικαλ που δεν βγάζεις και πολύ άκρη σχετικά με την εξέλιξή της, με ηθοποιούς που δεν ακούγονται καλά, με μουσική πάνω-κάτω γνωστή, με σύγχρονες παρεμβάσεις στοιχείων της νεοελληνικής κατάντιας, με την παράβαση του ποιητή ιδίας υφής, άνευ βαθυτέρων νοημάτων… Φυσικά, μπορεί να γυρίσει κάποιος και να πει αφενός πως αυτά συμβαίνουν (προβλήματα ήχου κ.λ.π.), αφετέρου πως όλοι έτσι, πολύ σύγχρονα, αντιμετωπίζουν τον Αριστοφάνη και πολλά άλλα. Ναι, συμφωνώ· μόνο που πλέον, σ’ αυτή την σαβουροποιημένη αντιμετώπιση, ήρθε να προστεθεί και η περίπτωση του μιούζικαλ!
Τι κρατάμε μετά το τέλος της παράστασης; Την εικονική σκηνογραφία! Τον κ. Τζ. Πανούση, τον καλλιτέχνηΤζιμάκο που όλοι γνωρίσαμε κι όλοι αγαπήσαμε, ως Τζιμάκοκι όχι ως Τρυγαίο!Τους ηθοποιούς που έκαναν ό,τι ακριβώς τους είπαν και προφανώς το έκαναν τόσο καλά, όπως τους το έδειξαν. Γεια σου χαρά σου Εθνικό! (Mπορεί να αναγεννηθείς απ’ τις στάχτες σου, άλλωστε το έχεις ξανακάνει στο παρελθόν, μα προς το παρόν είσαι καμένο.)
(Το κέρδος μου; Με 8 ευρώ είδα Πανούση και Καμεράτα Ορχήστρα Φίλων Μουσικής μαζί…, έστω κι από απόσταση! Και, φυσικά, η υπέροχη μονοήμερη βόλτα στην Επίδαυρο.)
Άθ.Λι-ος
Συντελεστές:
Λιμπρέτο: Δημοσθένης Παπαμάρκος
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης
Χορογραφία: Σεσίλ Μικρούτσικου
Video mapping: Στάθης Μήτσιος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Ενορχήστρωση: Θοδωρής Κοτεπάνος
Μουσική διδασκαλία: Νίκος Λαάρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάνθη Γραμματικού
Με τη συμμετοχή της Καμεράτα – Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου
Διανομή: Τζίμης Πανούσης (Τρυγαίος), Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Ερμής), Ειρήνη Καράγιαννη (Ειρήνη), Αιμιλιανός Σταματάκης (Πόλεμος)
Χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Θωμάς Βελισσάρης, Δημήτρης Γεωργιάδης, Γιάννης Δενδρινός, Βάσια Ζαχαροπούλου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Νίκος Καρδώνης, Γιασεμί Κηλαηδόνη, Γιάννης Κλίνης, Ελίτα Κουνάδη, Ηλίας Κουνέλας, Ελένη Μπούκλη, Μαρία Νίκα,Σελητσανιώτης Γιάννης, Βασιλική Τρουφάκου, Αντιγόνη Φρυδά