Συναρπαστικά πλάσματα οι γάτες, που
Τριγυρίζουν στις σελίδες του βιβλίου μου κεφάτες και
Ανακατεύουν τη σκέψη του αναγνώστη συνεχώς με ίντριγκες φευγάτες.
Βελούδινα τα ίχνη τους ελεύθερα κινούνται και τις
Εκκεντρικές παρουσίες λένε πως δεν φοβούνται.
Λαοφιλή ζώα, αγαπητά και με ωραίους τρόπους,
Όπου στους δρόμους καταλήγουν από ανεύθυνους ανθρώπους.
Υδρορροές αρέσκονται να σκαρφαλώνουν με ευκαμψία και να
Διερευνούν τα πάντα από ψηλά με άπλετη υπεροψία.
Ιματιοθήκες ανακατεύουν για να φτιάξουν φωλιές να κοιμηθούν και
Ντουλάπια για ξεχασμένες λιχουδιές εξερευνούν.
Αιχμαλωτίζουν τις σκέψεις μας και μας καθοδηγούν με την
Ικανότητά τους να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα χωρίς να μοιρολογούν.
Χάδια συχνά επιθυμούν όποτε εκείνες θέλουν και για τη
Νοημοσύνη τους που είναι αξεπέραστη οι σκύλοι τις ζηλεύουν.
Ηλιαχτίδες κυνηγούν τη γούνα να ζεστάνουν και
Τολμηρά άλματα σκορπούν τις μύγες για να πιάνουν.
Οκνηρές είναι πολύ, τον ύπνο τον λατρεύουν
Υγεία λένε πως είναι αυτές όταν σκεπάσματα ανακατεύουν.
Δολοφόνους ανακαλύπτουν στην στιγμή χωρίς κανένα κόπο, της
Οικοδέσποινας που είναι νεκρή θέλουν να βρουν τον κερδοσκόπο.
Λόλα τη λεν τη μια γαλή, Σαλώμη λεν την άλλη
Όμορφες είναι κι οι δυο πολύ κανείς δεν υπερβάλει.
Φιλόμουσες πολύ, τη μουσική λατρεύουν, όμως στα
Ορεκτικά ξεχνούν τους τρόπους τους καθώς μας ζητιανεύουν.
Νιαουρίζουν συνεχώς για να επικοινωνήσουν
Οικογένειά τους μας θεωρούν όταν στα μάτια αντικρίσουν και
Υιοθέτηση ζητούν για να αγκυροβολήσουν.[1]
Το μυθιστόρημα του Χρήστου Αναστασόπουλου, Στα βελούδινα ίχνη του δολοφόνου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Βρείτε το εδώ!
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Η Πίτσα, διάσημη σχεδιάστρια μόδας, ύστερα από ακόμα ένα επιτυχημένο πάρτι γενεθλίων, βρίσκεται νεκρή στο σαλόνι του σπιτιού της. Ο ασπρόμαυρος γάτος, που ακούει στο όνομα Λόλα, είναι αυτός που βρίσκει πρώτος το πτώμα. Κι εκεί που αναρωτιέται αν ο θάνατος προήλθε από φυσικά αίτια, έρχεται η Σαλώμη, η άλλη τετράποδη ένοικος του σπιτιού, να ταράξει τα νερά με την ερώτησή της: Μήπως τη σκότωσε κάποιος από τους καλεσμένους;
Τα πρώτα συμπεράσματα πάντως είναι πως αρκετοί θα την ήθελαν νεκρή και για αμέτρητους λόγους…
Ο Χρήστος Ε. Αναστασόπουλος γεννήθηκε την Τρίτη, 1η του Μάρτη το 1977, που το χιόνι έπεφτε πυκνό. Οι πρώτες μουσικές που τον συντρόφευσαν ήταν αυτές της Disco, της Pop, μα και των κλαρίνων που ακούγονταν στη διαπασών καθημερινά. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Πολυκλαδικό Λύκειο της Ηλιούπολης, κι αμέσως μετά τη στρατιωτική θητεία φοίτησε στη Σχολή Σχεδίου Μόδας Βελουδάκης. Το 1999 ξεκίνησε να εργάζεται ως στυλίστας σε περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές και σειρές, ενώ ως ενδυματολόγος έφτιαξε τα κοστούμια για αρκετές θεατρικές παραστάσεις. Το 2007 παρουσίασε τις πρώτες του collection ρούχων ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωσε τα πρώτα του μυθιστορήματα. Μιλάει αγγλικά και πλέον λίγα ιαπωνικά. Όταν δεν γράφει ή δεν κατασκευάζει ρούχα, ζωγραφίζει σε καμβάδες, ξύλα, πέτρες ή τοίχους. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο κλειδούχος και ο γιος του φεγγαριού, απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας, ενώ ακολούθησαν το 3, το Καλοκαίρι – Η πτώση του αόρατου πέπλου και το συλλογικό έργο Οίκος νυφικών. Από τις εκδόσεις Πνοή κυκλοφορεί το αστυνομικό του μυθιστόρημα, Στα βελούδινα ίχνη του δολοφόνου.
[1] Ο Χρήστος Αναστασόπουλος συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου του. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν και αυτό θα δείτε εδώ.
Απαντήστε κι εσείς στο Ακρότιτλο κλικάροντας εδώ