Γράφει ο Χρίστος Μαβόγλου
Διάλεξα τα κολοκύθια με τους πιο φρέσκους ανθούς, αυτά που διαλέγουν και οι μέλισσες και μπαίνουν μέσα. Οι άλλοι στον πάγκο τα πέταγαν, να μην ζυγιστούν και τα πληρώσουν. «Αυτά που οι άλλοι πετάνε, μπορεί να είναι ένας μικρός θησαυρός», μου έλεγες.
Στο σπίτι ξεχώρισα τους ανθούς, τους έπλυνα έναν έναν -καμιά φορά κρύβονται αράχνες μέσα τους, φίλες σου κι αυτές, δεν τις πείραζες- τους έβαλα στο ξύλο και τους έκοψα με τάξη και ρυθμικά σε μικρά μικρά κομμάτια.
Έστρωσα τα κομματάκια με επιμέλεια σε ένα γυάλινο ταψί, που το είχα αλείψει με βούτυρο. Γέλαγες με το βούτυρο, πονηρά. Συχνά γέλαγες πονηρά, αν και μερικές φορές δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά έκανα πως καταλάβαινα. Ήθελα να δείχνω πως τα ξέρω όλα. Να σε εντυπωσιάζω.
Υπολόγισα πως εννιά θα ήταν τα κομμάτια και έτσι πήρα εφτά αβγά.
Πάντα λίγο λιγότερο να βάζεις στο φαγητό, μου έλεγες. Αντίδραση στη μητέρα σου, που σου έλεγε στο φαΐ να βάζεις πάντα λίγο περισσότερο.
Ήθελες να τα κάνεις όλα με το δικό σου τρόπο. Κι ας μην είχαν λογική.
Φτάνει να ήταν ο δικός σου.
Τα χτύπησα με προσοχή να εισβάλει αέρας μέσα τους και να μείνει εκεί.
Αφρός. «Έχουμε σάλιο κοπανιστό σήμερα» και με φίλαγες μέχρι το σάλιο να βγει από το ένα στόμα, να μπει στο άλλο και να γεμίσει αέρα και αυτό.
Έριξα και γάλα στα αβγά. Το γάλα που με έτρεφες και με μεγάλωσες και τώρα πρέπει να απογαλακτιστώ και δεν θέλω. Δεν το θέλω.
Λίγο άσπρο πιπέρι και λίγη πάπρικα. Το άσπρο και το κόκκινο. Ο συνδυασμός που σου άρεσε κι εγώ σου έπαιρνα παπούτσια πότε σε άσπρο και πότε σε κόκκινο, όταν ήθελα να σε δω να χαρείς, όταν ένιωθα πως το χρειαζόσουν.
Έχυσα το μείγμα στο ταψί. Τα υγρά χύνονταν με τον ίδιο τρόπο και κυλούσαν στα πόδια και εσύ δεν τα σκούπιζες. Άφησέ τα, έλεγες, ρυάκι είναι, άστο να ποτίσει τη γη.
Έκοψα σε κομμάτια τη φέτα και την έκρυψα μέσα. Μου έκρυβες πάντα το βιβλίο που διάβαζα κι εγώ θύμωνα και έψαχνα με μανία να το βρω.
«Πού είναι το βιβλίο;» ρώταγα κι εσύ έκανες την αδιάφορη και με κατηγορούσες, γιατί δεν ξέρω που βάζω τα πράγματά μου.
Το έβαλα στο φούρνο στους 200 βαθμούς και το σκέπασα να μην ξεραθεί. «Τέχνη είναι να μην ξεραίνεται το φαΐ. Από αυτό φαίνεται ένας καλός μάγειρας.» Τέχνη είναι να μην ξεραίνεται ο έρωτας και η ζωή.
Πάντα στην υγρασία ζούσες. Στο νερό. Υδρόβια γυναίκα σε αποκαλούσα. Πάντα τη υγρασία αποζητούσες. Αλλιώς ήσουν σαν ψάρι έξω από το νερό.
Πω πω! Πρέπει να φύγω. Δεν προλαβαίνω. Μόνο 25 λεπτά το έβαλα να ψηθεί. Θα το κλείσω. Ελπίζω να γίνει με τη ζεστασιά του φούρνου. Εγώ μεγάλωσα με τη ζεστασιά σου και ένιωθα περίεργα δίπλα σου. Δεν μου άξιζε τόση ευτυχία, σκεφτόμουν.
Όταν επέστρεψα το δοκίμασα. Το αβγό ψημένο, οι ανθοί τραγανοί μέσα, με όλους τους χυμούς διατηρημένους. Οι πιο πολλοί θα το ήθελαν με τους ανθούς σοταρισμένους. Εσύ το προτιμούσες αλλιώς. Να τους τρως και να μπερδεύεσαι αν τρως σαλάτα ή φαγητό. «Μην κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι» έλεγες και σκεφτόσουν τι περίεργο να κάνουμε.
Αλλά τα πιο περίεργα εγώ τα έβρισκα. Προσπαθούσα να σε εντυπωσιάσω. Πάντα προσπαθούσα. Δεν ξέρω πότε τα κατάφερνα και πότε εσύ μου έπαιζες θέατρο.
Ο τρίφτης με βοηθάει. Λίγο κεφαλοτύρι από πάνω και 5 λεπτά στο γκριλ. Να νιώσει το τυρί. Να καλύψει τις οπτικές ατέλειες. Όλα λιώνουν στο τέλος. Όλα. Κι εσύ τώρα έχεις λιώσει. Κι εγώ αυτό το φτιάχνω για να σε θυμάμαι. Κάτι σαν μνημόσυνο.
🍴
Copyright © Χρίστος Μαβόγλου All rights reserved, 2017
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τμήματα πίνακα της Karla Beatty Art με τον τίτλο Making biscuits (Φτιάχνοντας μπισκότα). Πηγή
Του ίδιου: