Μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή, πίστεψε πως ο έρωτας είχε κάνει φτερά να φυτρώσουν στις πλάτες της μεγάλα, τεράστια φτερά, αισθανόταν ίδια με εκείνη τη μορφή σε μια από τις στήλες που έμοιαζε λες και μόλις είχε κατέβει από τον ουρανό.
Άργησες…» επανέλαβε αμήχανα, χίλια πράγματα είχε να του πει και όμως τώρα όλα χάνονταν, έσβηναν πάνω στους δείχτες του ρολογιού και της έμενε μόνο τούτη η λέξη, άργησες, και ένα παράπονο που ποτέ δεν θα φανέρωνε.
Γέλασε πικρά. Ήταν ένα μικρό έντομο μπροστά στην παντοδυναμία του πατέρα του, έτσι ένιωθε από μικρό παιδί και καθόλου δεν είχε αλλάξει σαν αίσθηση παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Μόνο από την αγάπη της μάνας του αντλούσε δύναμη και αυτοπεποίθηση και ήταν πεπεισμένος πως ο Περικλής ποτέ δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή του.
Έτρεχαν τα λεπτά παραπατώντας στην υγρασία, δυο , μόνο δυο λεπτά είχαν ακόμα στη διάθεσή τους και θα χώριζαν. Όλος ο έρωτας μετατρεπόταν σε θάρρος και της έδινε δύναμη, φύτρωναν φτερά στις πλάτες της.
Μαζί του δραπέτευε και το όνειρο που σεργιανούσε τόσες ώρες στα μισοσβησμένα μάτια της – εκείνος κι εκείνη να φιλιούνται κάτω από ένα πεύκο. Ένα άγνωστο πεύκο. Και ένα γνωστό φιλί που τόσο είχε λαχταρίσει.
Είχε την αίσθηση πως πλησίαζε τον αγαπημένο της, σχεδόν ένιωθε την αναπνοή του στο μάγουλο της, το χάδι του στα μαλλιά. Αίσθηση που δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη καθώς όλες τους οι συναντήσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή κάτω από το παγωμένο βλέμμα των Μαγεμένων είχαν γίνει. Έτσι, τολμάμε να πούμε πως οι Μορφές είχαν γίνει κάτι σαν σύνδεσμος μεταξύ των δυο ερωτευμένων παιδιών.
Νόμισε πως είδε μια σκιά να περνάει γρήγορα και να χώνεται σε ένα άλλο σοκάκι τη στιγμή που η πρώτη σταγόνα της βροχής τον άγγιζε πάνω από το φρύδι. Άνοιξε το βήμα, έπρεπε να φτάσει οπωσδήποτε , ο κίνδυνος να τον δούνε όσο πήγαινε και μεγάλωνε.
Έφυγε από το φτωχικό τους, η καρδιά του μούλιαζε σε μια χλιαρή στέρνα αγάπης, αν δεν ντρεπόταν θα έβαζε και εκείνος τα κλάματα και θα έπεφτε στην αγκαλιά της Στέργιαινας, θα της έλεγε πως του έλειπε η μάνα του, του έλειπαν και οι παππούδες του και πως δεν είχε κανένα στον κόσμο πριν γνωρίσει τον γιο της, όλα του τα είχαν πάρει.
Σιγά, μιλά σιγά, πέρδικαμ’…» την παρακάλεσε, γύρω τους η ομίχλη δημιουργούσε δίχτυ προστασίας από τα ανεπιθύμητα μάτια, όμως οι ομιλίες και το λαχάνιασμά τους ίσως να ακούγονταν. Και δεν έπρεπε να την εκθέσει, τρελαινόταν στην ιδέα πόσα διακινδύνευε η αγαπημένη του όταν ερχόταν να τον συναντήσει. Ούτε κι αυτός όμως έπρεπε να εκτεθεί, ήταν ταγμένος στον ιερό σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας από τον τουρκικό ζυγό.[1]
Το μυθιστόρημα της Μαίρης Κόντζογλου, Οι μαγεμένες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Δείτε περισσότερα για το βιβλίο εδώ! Δείτε την ίδια να μιλάει για την ιστορία του βιβλίου, τις Μαγεμένες, το άρωμα που έχει, το χρώμα του και πολλά πολλά άλλα.
Στο οπισθόφυλλο γράφει μεταξύ άλλων:
Θεσσαλονίκη, στα βάθη των αιώνων: Μια βασίλισσα ερωτευµένη παράφορα µε τον Μεγαλέξανδρο τρέχει µες στη νύχτα να συναντήσει τον εραστή της. Τα µάγια του απατηµένου συζύγου της όµως θα µαρµαρώσουν αυτή και τη συνοδεία της. Οι µορφές τους θα µείνουν για πάντα στη Στοά των Ειδώλων.
Περίπου χίλια οχτακόσια χρόνια αργότερα, στην ίδια πόλη, που οι κάτοικοί της λατρεύουν τρεις θεούς και µιλάνε αµέτρητες γλώσσες, ο παλαιογράφος Εµµανουέλ Μιλλέρ επιχειρεί, µε τη συγκατάθεση του Σουλτάνου, να ξεριζώσει το αρχαίο µνηµείο των «Μαγεµένων» και να τις πάει στη Γαλλία, να κοσµήσουν τα ανάκτορα και τα σπίτια των ευγενών.
Στην προσπάθειά του όµως αυτή, θα βρεθεί αντιµέτωπος µε µια χούφτα ξεχωριστούς ανθρώπους: Τη Χάννα και τον Νικόλα, τον γλύπτη Αλέξανδρο ∆ηµητριάδη και τον Νταβίντ εφέντη, τον αρχαιολάτρη Εβραίο.
Μια σαγηνευτική ιστορία, βασισµένη σε αληθινά γεγονότα, που σκαλίζεται µε έρωτα και αίµα στα βυζαντινά τείχη, στα υγρά λιθόστρωτα, στις συναγωγές, στα παζάρια και στα γεµάτα θρύλους και ατµούς χαµάµ της Σαλονίκης.
[1] Η Μαίρη Κόντζογλου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του μυθιστορήματος της με αποσπάσματα του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν και αυτό θα δείτε εδώ.
Περισσότερα από/για τη Μαίρη Κόντζογλου:
Τα Παλιά Ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου για Τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου και Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια
Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου Πέρα από τα παλιά ασήμια
Η τριλογία των παλιών ασημιών
Χίλιες ζωές απόψε
Περισσότερα από/για τη Μαίρη Κόντζογλου:
Τα Παλιά Ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου για Τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου και Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια
Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου Πέρα από τα παλιά ασήμια
Η τριλογία των παλιών ασημιών
Χίλιες ζωές απόψε