Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ε.Κ.: Συνήθως, η συγγραφή κάθε βιβλίου προέρχεται από μια εσωτερική ανάγκη του δημιουργού του για εξωτερίκευση, επικοινωνία και έκφραση.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ε.Κ.: Απρόβλεπτο.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ε.Κ.: Να αφεθεί στο ταξίδι μου και -αν το απολαύσει- θα είναι το δικό του δώρο προς εμένα.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ε.Κ.: Στη Σαντορίνη, για την αγριότητα και τη γαλήνη της. Θα κρατούσε λίγο, για να μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις στη μνήμη του ταξιδιώτη, όπως κάθε τι συναρπαστικό.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Ε.Κ.: “...είχαν ανοίξει τα φτερά τους, έτοιμα να πετάξουν για το τελευταίο τους ταξίδι...” Ας χρησιμοποιήσω την έκφραση αυτή ως ευχή, τόσο για μένα, όσο και για τους φίλους, “Ας γίνει η ύπαρξη των φτερών μας αντιληπτή ώστε να πετάξουμε προς τους ορίζοντες των παιδικών μας ονείρων πριν κληθούμε για το προσωπικό μας τελευταίο ταξίδι...”
Σας ευχαριστώ πολύ!
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Ακόμα μια ζωή. Και αυτομάτως έρχονται στο μυαλό μου οι στίχοι: «όσο και αν κανείς το θέλει, δεύτερη ζωή δεν έχει». Σίγουρα δεν έχουμε όλοι τη δυνατότητα να επιστρέψουμε τον χρόνο πίσω, μερικοί από εμάς δυσκολεύονται να μάθουν από τα λάθη τους, άλλοι δεν πρόκειται να μάθουν ποτέ. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η συγγραφέας προσπαθεί να συγκεράσει το πάθος, τις δεύτερες ευκαιρίες και την τραγικότητα των λαθών στο ίδιο βιβλίο.
Το δυνατό σημείο του βιβλίου κατά τη γνώμη μου είναι ότι θίγει την οικογενειακή παθογένεια, στην οποία οι γονείς παγιδεύουν τα παιδιά τους σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης, καταδικάζοντάς τα σε μια μόνιμη παιδική ηλικία στερημένη επιλογών. Είναι μια κατάσταση που δεν είναι ξένη στην ελληνική κοινωνία, αφού οι δεσμοί γονιών και παιδιών είναι ιδιαίτερα ισχυροί ακόμα και μετά την ενηλικίωσή τους, με γνωστές σε όλους παρεμβατικές συμπεριφορές πεθερών στις επιλογές των παιδιών τους, υπερβολικό έλεγχο, υπερβολική εξάρτηση από αμφότερες τις πλευρές παιδιού και γονέα.
Η βασική πρωταγωνίστρια, η Κάτια, στην προσπάθεια της να ξεφύγει από την παθολογική σχέση με τη μητέρα της -η οποία χρησιμοποιώντας ως όχημα την ίδια της την υγεία προβαίνει σε έναν βαρύ ψυχολογικό εκβιασμό εις βάρος της κόρης της- γίνεται η ίδια θύμα και θύτης, προκαλώντας μάλιστα πολλές φορές την αντιπάθεια στον αναγνώστη για την αδυναμία των επιλογών της και την αστάθεια του χαρακτήρα της.
Όντας συνεσταλμένη και δειλή στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, μετατρέπεται σε μοιραία γυναίκα που ορίζει τη ζωή δύο αντρών, των οποίων οι χαρακτήρες παραείναι πριγκιπικοί για να είναι αληθινοί. Εκτός όμως από την υπερβολική αφοσίωση που επιδεικνύουν τα δύο αυτά πρόσωπα, είναι πιθανόν και οι συμπτώσεις που εξυπηρετούν την πλοκή να φανούν υπερβολικές θυμίζοντας σενάριο καθημερινής σειράς.
Το τέλος είναι σίγουρα ανατρεπτικό και το άτυπο τρίγωνο που σχηματίζεται μεταξύ των πρωταγωνιστών βοηθά στο να διαβαστεί το βιβλίο πολύ γρήγορα, ωστόσο οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες που επιλέγονται, σε επίπεδο ψυχισμού, εμφανίζουν όλοι τους ακραίες συμπεριφορές και δύσκολα θα μπορέσει κάποιος να ταυτιστεί άμεσα μαζί τους. Η γραφή είναι στρωτή, με ορισμένα σημεία που διακρίνονται απ’ το χιούμορ και δίνουν θετικό πρόσημο στη συνολική εντύπωση.
Το «Ακόμα μια ζωή» τελικά είναι ένας τίτλος που θα μπορούσε με τον δικό του τρόπο να εφαρμοστεί στη ζωή του κάθε πρωταγωνιστή ξεχωριστά, αφού τα λάθη στις ζωές τους είναι τόσα πολλά, που σίγουρα χρειάζονται μια ακόμη ζωή για να τα εμπεδώσουν και να αποφύγουν τις μοιραίες καταλήξεις των επιλογών τους.
Το μυθιστόρημα της Ελένης Κοτσόβολου, Ακόμα μια ζωή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.
Στο οπισθόφυλλο λέει μεταξύ άλλων:
Η Κάτια, ορφανή από πατέρα και με μια μάνα ψυχικά και σωματικά άρρωστη, δεν ζήτησε τίποτα από τη ζωή της, θυσίασε τα πάντα και στάθηκε βράχος ακλόνητος δίπλα της. Το μόνο που ονειρευόταν ήταν η αγάπη στην πιο απλή και ταπεινή μορφή της.
«Θέλω μόνο μια ζωή μαζί σου…» της είπε παρακλητικά ο Μάνος, μα η ευτυχία δεν χαρίζεται ποτέ απλόχερα. Η ζωή ζητούσε από αυτήν ένα άλμα και η Κάτια ήξερε πως η επιλογή της θα την τσάκιζε στα βράχια… Το δίλημμα μέσα της μεγάλο και ακόμα μεγαλύτερο το βάρος της μοναξιάς.
Η Κάτια θα προκαλέσει τη μοίρα της. Θα συντριβεί. Θα θυσιάσει. Και όταν τελικά θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή της, θα θυσιαστεί.