Το χαρακτηριστικό αυτής της συλλογή διηγημάτων είναι πως η πένα της συγγραφέως δεν έχει ως προορισμό να μας προσφέρει μονάχα μια αφηγηματική αποτύπωση γεγονότων. Τουναντίον, μας προκαλεί να τις βιώσουμε και να τις κάνουμε δικό μας κομμάτι. Γι’ αυτό το λόγο μας προσηλυτίζει αυθόρμητα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της, προσφέροντάς μας δόσεις ισχυρής αληθοφάνειας στην πλοκή, αντάξια ενός γεγονότος που έχει ήδη συμβεί και μελετούμε ως θεατές τα αποτελέσματά του.
Έτσι, η διείσδυση στα κίνητρα, τα βιώματα και τις εσωτερικές ανάγκες των πρωταγωνιστών, μας δημιουργούν αυθόρμητα την αίσθηση πως πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Αυτούς που μπορεί να ανταλλάσσουμε την καθημερινή μας καλημέρα, ωστόσο αγνοούμε τις ενδόμυχες λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής.
Ένα ακόμη στοιχείο στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι ο συμβολισμός των ονομάτων που έχει δώσει η δημιουργός στους πρωταγωνιστές και που έχουν την δική τους, ιδιότυπη συμβολή και αντίκτυπο στην ροή και την κατάληξη της εκάστοτε ιστορίας.
Έτσι, στο διήγημα «Τζέισον και Οτίλια» συναντούμε τον μελαγχολικό ζωγράφο Τζέισον. Τ’ όνομά του σημαίνει «αυτός που θεραπεύει» κι αυτό το στοιχείο έχει διττή ερμηνεία στην πλοκή, καθώς ο ήρωας προσπαθεί καταρχήν να ιάσει την ψυχή του από το χαμό της μητέρας του στην παιδική του ακόμη ηλικία και αφετέρου, προσπαθεί να εισπράξει μα και να δώσει φως στη ζωή της Οτίλια που επεμβαίνει στη μοίρα του υποσχόμενη αγάπη. Το προσωπικό ερώτημα που μας θέτει νοητά στο τέλος της ιστορίας η συγγραφέας, έγκειται στο κατά πόσο είμαστε άραγε φυλακισμένοι στον ιστό της μοίρας και το αν μπορούμε μες από τις πράξεις μας ν’ αποκτήσουμε το μέλλον που ποθούμε.
Στο επόμενο διήγημα με τίτλο «Πίτερ και Κάτια» γινόμαστε κοινωνοί της γεμάτης ψυχολογικά τραύματα ζωής του Πίτερ. Αυτού του ανθρώπου που είναι «σταθερός και ακλόνητος σαν πέτρα», όπως δηλώνει το όνομά του. Ο πρωταγωνιστής μας στηρίζει την καθημερινότητά του μεταξύ της αλήθειας και της ψευδαίσθησης όσων συμβαίνουν στ’ αγαπημένο του βραζιλιάνικο σήριαλ. Μια πράξη που λειτουργούσε μέσα του ως αντίβαρο για να καθαρίσει το βίαιο παρελθόν όσων βίωσε απ’ τον αυταρχικό του πατέρα. Ενός πατέρα που παρότι πέθανε, έχει αφήσει ανοιχτές τις πληγές στη ψυχή του.
Σύντομα του παρουσιάζεται η ευκαιρία να επουλώσει τα τραύματα και ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι της αγάπης. Αυτό προσωποποιείται στην ύπαρξη της συναδέλφου του, Κάτιας και το ερώτημα που μας δημιουργείται είναι ένα: Έχει άραγε ο Πίτερ τις δυνάμεις να ανταποκριθεί σε αυτό που του αξίζει ή θα κρύβεται μόνιμα πίσω από το άλλοθι του παρελθόντος;
Προχωρώντας στην ιστορία της «Τζένης και του Πόλ», συναντούμε την σχέση της Τζένης (που σημαίνει «αυτή που έχει ευγενική καταγωγή») με τον Ρότνεϊ να έχει φτάσει σε τέλμα. Είναι μεταφράστρια στο Κέντρο Πολιτισμού και η επόμενη αποστολή της στέκει κάτι διαφορετικό από όσα είχε συνηθίσει: Να συνοδεύσει στις εξόδους του ως ξεναγός τον διάσημο Αμερικανό συγγραφέα Πόλ Ρίτσαρντ. Η συνάντησή τους ενεργοποιεί τόσες απρόβλεπτες καταστάσεις και ανακατατάξεις στον ψυχισμό και των δύο, θέτοντας μας πλήθος από διλήμματα μεταξύ της ηθικής, του δικαίου, της εμπιστοσύνης, καθώς και της ειρωνικής προδοσίας και της ψυχικής κάθαρσης.
Λίγο πριν τα τέλος του βιβλίου, γνωρίζουμε την «Μέρι και τον Τζόνι», οι οποίοι ζουν σε έναν κόσμο που είναι υπό κοινωνική και οικονομική κατάρρευση. Το όνομα της ηρωίδας μας σημαίνει «αυτή που επιθυμεί παιδί». Η Μέρι είναι μια όμορφη γυναίκα με μελωδική φωνή κι ο Τζόνι, ένας εργάτης σε συνεργείο αυτοκινήτων και κατηγορούμενος για διάφορες κλοπές. Με την γνωριμία τους της δίνει την ελπίδα πως μπορεί ν’ αποκτήσει τη ζωή που ονειρεύτηκε. Πόσο απέχει όμως το όνειρο από τον εφιάλτη, η ελευθερία από την παρανομία, η αλήθεια από την εξαπάτηση, η ελπίδα από την κόλαση;
Στον τερματισμό της αναγνωστικής μας διαδρομής συναντούμε την δημοσιογράφο Κλάρα (που σημαίνει «καθαρός, φωτεινός») και την ηθοποιό Λουίζα, που τ’ όνομά της αντιπροσωπεύει την άξια αγωνίστρια. Πρόκειται για δυο φίλες που τις βρίσκουμε να διανύουν κάθε χρόνο το ίδιο συγκεκριμένο δρομολόγιο, διασχίζοντας την μια άκρη της χώρας ως την άλλη. Το παράξενο στην σχέση τους είναι πως στο ενδιάμεσο επικοινωνούσαν μονάχα μέσω τηλεφώνου.
Αυτό το ταξίδι αποδεικνύεται σημαδιακό για τις ηρωίδες που ανασταίνουν μνήμες του παρελθόντος κι έρχονται αντιμέτωπες με τον εαυτό τους, δίνοντας παράλληλα τροφή για σκέψη και σ’ εμάς. Όλους όσους δηλαδή ιχνηλατούμε ακόμη τα δικά μας ανεκπλήρωτα θέλω, προσπαθώντας να αναλύσουμε αυτά που μας δίνει ή μας παίρνει η ζωή…
Κλείνοντας, θα ήθελα να δώσω τα εύσημα για τον εμπνευσμένο τίτλο του βιβλίου στον Κώστα Ανδριανάκη. Το «Ανοξείδωτα ζευγάρια» το αναγνωρίζω ως τον πιο αντάξιο τίτλο που θα μπορούσε να αποδώσει εύστοχα το περιεχόμενο του βιβλίου μονάχα με δυο λέξεις.
Εύχομαι πάντα επιτυχίες στην Κατερίνα Ανδριανάκη και στο έργο της!
Η συλλογή διηγημάτων της Κατερίνας Ανδριανάκη, Ανοξείδωτα ζευγάρια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Βρείτε το βιβλίο εδώ.
Η Κατερίνα Ανδριανάκη γεννήθηκε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής), πτυχιούχος βιολοντσέλου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, πτυχιούχος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. και πτυχιούχος της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. (Τμήμα Θεάτρου). Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Μικρές μπουκιές (Γαβριηλίδης, 2013) και συμμετείχε στο συλλογικό έργο 2ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός «Μίμης Σουλιώτης» (ποίημα & διήγημα, LIBRON ΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2016).