Γράφει η Μαίρη Τσίλη
Είναι κάτι καλημέρες στην ζωή μου, τόσο ξαγρυπνισμένες που δυσκολεύομαι καλημέρα να τους πω δίχως καφέ και από το τσιγάρο μου καπνό.
Να πάει μια στάλα μεσημέρι ρε φίλε μου, να ανοίξω ένα παράθυρο, μια πόρτα και να νιώσω τί καιρό κάνει εκεί έξω. Να φορέσω ή να βγάλω το ζακετάκι που με χουχουλιάζει σαν γονιός που δεν έχω και που ακόμα νιώθω πως με προσέχει.
Κι ύστερα να φοράω ένα ρούχο που το έχω για γούρι και για καλό.
Μην φανταστείς κάτι σπουδαίο.
Ένα μπλουζάκι που μόλις το έβγαλα από το πλυντήριο ασιδέρωτο κι επάνω μου το φορώ.
Βγαίνω στο σεργιάνι με αχτένιστα μαλλιά και τα γυαλιά ηλίου από επάνω για να κάνω στυλ δήθεν.
Μαζεύω στιγμές, καλημέρες, και άλλες κουβέντες.
Πού να ήξεραν όλοι ότι θα τις κρατήσω σαν παρηγοριές και σαν παρέα μου, όταν γυρίσω σπίτι και έρθει το δειλινό.
Θα μαγειρέψω κάτι και μέσα στις μυρωδιές του φαγητού θα ξεχαστώ και θα εξατμιστώ.
Δεν θα πονάει από μοναξιά η ψυχή μου.
Θα στρώσω με τα πόδια μου τα χαλάκια και ας χαλιέμαι μέσα μου εγώ.
Δεν αντέχω τις καλησπέρες.
Πεθαίνουν για να γίνουν καληνύχτες κι εγώ γαμώτο θέλω σαν τρελή λίγη ζωή ακόμη.
Copyright © Μαίρη Τσίλη, All rights reserved, 2017
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από πίνακα του Henri Matisse, Χρυσόψαρα, 1911
Της ίδιας: