Από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος «Τζεμίλα Άγια - Στη σκιά μιας τσιγγάνικης μοίρας» μας ξετυλίγεται η ζωή της φοιτήτριας Νατάσας, που από την Θεσσαλονίκη βρίσκεται να σπουδάζει στην Αθήνα αποσκοπώντας να βιώσει στον απόλυτο βαθμό την προσωπική της ελευθερία. Εκεί ωστόσο μένει φιλοξενούμενη της θείας Χαρίκλειας. Μια επιλογή που με τον καιρό αποδεικνύεται ως προμελετημένη απόφαση του πατέρα της ώστε να την διατηρεί σε διακριτική επιτήρηση έστω και εξ αποστάσεως.
Παρ’ όλ’ αυτά με το καλημέρα καταφέρνει να δεθεί στο Πανεπιστήμιο με συνομήλικες παρέες, βρίσκοντας παράλληλα την πρώτη ανδρική συντροφιά στην αγκαλιά του Δημήτρη. Μια επίσκεψη ωστόσο στο φοιτητικό του σπίτι την φέρνει σε επαφή με τον ερωτεύσιμο συγκάτοικό του, τον Αυγερινό. Η αμοιβαία έλξη δεν αργεί να ξεσπάσει, οδηγώντας το πάθος τους σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Προς μεγάλη τους έκπληξη ο Δημήτρης δείχνει μια απρόσμενα ώριμη και ήπια αντίδραση, με το μεγαλύτερο μερίδιο της κατανόησής του να βασίζεται όμως στο γεγονός πως ο ίδιος διατηρούσε παράλληλα σχέση και με άλλες κοπέλες.
Οι κοινές εξορμήσεις της Νατάσας και του Αυγερινού επεκτείνονται και στο αγαπημένο σπορ του φίλου της, την ορειβασία. Τον ακολουθεί παντού και παράλληλα μέρα με τη μέρα φουντώνει μέσα της όλο και περισσότερο το αίσθημα της ζήλιας λόγω των γυναικών που τον περιτριγυρίζουν. Η μόνιμη απάντησή του σχετικά με τις εκκλήσεις της για αφοσίωση του μονάχα σ’ αυτήν, είναι να ζήσουν τη ζωή τους όσο πιο ελεύθερα γίνεται, βυθίζοντάς την πρόσκαιρα στην αβεβαιότητα.
Η Νατάσα γυρνά για λίγες μέρες στην Θεσσαλονίκη. Όπως παραδέχεται και η ίδια: Μέσα μου ένιωθα αλλόκοτα. Ρουφούσα διψασμένη την αύρα των δικών μου προσώπων, που τώρα έβλεπα τόσο διαφορετικά.. Έβλεπα πως κάτι άλλαζε μεταξύ μας. Κάτι λίγο, κάτι απροσδιόριστο, όμως κάτι.
Η επιστροφή της στην Αθήνα της επιφυλάσσει αποκαλύψεις που δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει ή να φανταστεί. Κάποιο βράδυ ο Αυγερινός απιθώνει τη ψυχή του στα χέρια της και την μυεί στην πραγματική του ιστορία που η ίδια αγνοούσε ως τότε.
Στη συνέχεια της πλοκής οι ήρωές μας αφήνουν εκτεθειμένα στην Μοίρα τα συναισθήματα τους, παραδεχόμενοι τα «Θέλω» της ψυχής, κι αφήνοντας συνάμα να αιωρούνται αναπάντητα τα ερωτήματα-διαπιστώσεις που αρχίζουν να παίρνουν μορφή στις σκέψεις της ηρωίδας μας: Πότε πρόλαβα και σ’ αγάπησα τόσο πολύ μέσα σε δύο μήνες;
Σε μια βόλτα τους παρεμβάλλεται το διάβασμα της μοίρας από μια γριά: Για πρώτη μου φορά έβλεπα τον Αυγερινό τόσο αδύναμο να κρέμεται απ’ τα χείλη μιας γριάς γύφτισσας και τον λυπήθηκα.
Με τα μαντάτα που μαθαίνει ο νεαρός Αυγερινός ξεκινά μια αναζήτηση αυτογνωσίας που θα συμπαρασύρει στην δίνη των γεγονότων και την απροετοίμαστη Νατάσα. Σύντομα θα κάνει αισθητή την παρουσία του και το παγωμένο χέρι του θανάτου, υλοποιώντας κάποιες από τις προφητείες της γριάς.
Οι πρωταγωνιστές που εμπλουτίζουν σιγά σιγά τον συγγραφικό καμβά του δημιουργού, ισορροπούν στην θλίψη, στον αποχωρισμό, στην προδοσία και στα εγωιστικά αντίποινα. Και στην αντίπερα όχθη παρατάσσεται η αγάπη που είναι κινητήριος μοχλός για κάθε νέα αρχή μα και για οποιαδήποτε δραματική, Πύρρεια νίκη.
Σημείωση: Τα έντονα, πλάγια γράμματα εντός του άρθρου είναι αποσπάσματα που προέρχονται απ’ το μυθιστόρημα «Τζεμίλα Άγια - Στη σκιά μιας τσιγγάνικης μοίρας» του Φώτη Σιμόπουλου, Εκδόσεις Γράφημα (2012, Θεσσαλονίκη)