του L. Don Swartz
"Μόλις γευτείς, λένε, το αίμα... γλυκαίνεσαι!"
Αντιπροσωπευτική ατάκα που προσφέρει άμεσα το στίγμα από "Το σπίτι των Σταρκ", ένα έργο που αυτές τις μέρες ανεβαίνει σε πανελλήνια πρώτη από την θεατρική ομάδα μανταΜίτσες, στο θέατρο Αλκμήνη.
Λίγα λόγια για το έργο:
Βρισκόμαστε στο 1978, σε ένα απομονωμένο χωριό της Αμερικανικής υπαίθρου, στην περιοχή του Τσέσνατ Χάλλοου, όπου έξι νεαρές γυναίκες θα περάσουν ένα σαββατοκύριακο (εάν προλάβουν!) σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στο εν λόγω οίκημα, δεκατρία χρόνια πριν δολοφονήθηκε ο αιδεσιμότατος Σταρκ και η σύζυγός του από την κόρη τους Λενόρα, ωστόσο μέχρι το παρόν 1978, δεν έχει εξακριβωθεί από τις αρχές ο λόγος και το κίνητρο των δολοφονιών. Σκοπός των (άτυχων!) επισκεπτών είναι να διασταυρώσουν τα όποια στοιχεία έχουν, να έρθουν σε άμεση επαφή με τον τόπο των δολοφονιών και να σταχυολογήσουν την αλήθεια ώστε να γράψουν ένα θεατρικό και να μοιραστούν με τον κόσμο την ιστορία των Σταρκ. Μια καταιγίδα ξεσπάει, το σπίτι είναι γεμάτο μυστικά και μέσα από αντικρουόμενες απόψεις, αποκαλύψεις και με οδηγό τον φόβο τους, όλα θα πάνε στραβά (φυσικά!) για την παρέα των έξι γυναικών που έρχονται αντιμέτωπες με τραγικά μυστικά (και όχι μόνο!) αναθεωρώντας τα πάντα για την ιστορία όπως τη γνώριζαν.
Θρίλερ μυστηρίου λοιπόν σε μια σκηνή θεάτρου, με τις θέσεις των ηρώων-θυμάτων να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια σου και τη δράση να ανεβάζει βαθμούς. Αρκετά σκεπτικός πριν βρεθώ στο θέατρο, καθότι θερμός υποστηρικτής του είδους και ομολογουμένως κάπως απογοητευμένος από όσα έχω δει στο παρελθόν. Με αποσκευές ωστόσο την αγάπη για θέατρο, την περιέργεια και την αγωνία μου, έπρεπε να βρεθώ στο σπίτι των Σταρκ.
Το παιχνίδι φάνηκε κερδισμένο μπαίνοντας στο θέατρο Αλκμήνη, καθώς ευθύς ήρθα σε επαφή με μια σειρά εξαιρετικών πινάκων (κατά την προσωπική μου αισθητική πάντα). Πρόκειται για μια "καφκική" συλλογή από σκηνές που θυμίζουν κόλαση ή έστω αποτυπώνουν τα συναισθήματα μιας κολασμένης οπτικής του κόσμου. Κατάφερα μέσα στα έργα του δημιουργού να εντοπίσω τον Έλιοτ, τον Μπόρχες και τον Ρίλκε, κάτι που με έσπρωξε να μάθω πως οι δημιουργίες είναι κομμάτια την έκθεσης "Πεπτωκότες" του ζωγράφου Γιάννη Μουχασίρη. Ίσως λοιπόν οι πίνακες να μην ήταν στο Αλκμήνη αποκλειστικά για την παράσταση που θα παρακολουθούσα, εκείνες οι φλόγες όμως που κατακόκκινες ξεπηδούσαν μέσα από τους καμβάδες, προσέφεραν μια έξτρα απόκοσμη ανατριχίλα στη διάθεσή μου.
Μπαίνοντας για το έργο, η ατμόσφαιρα υποβλητική. Στα δεξιά σου, πίσω από μια σειρά από κάγκελα, στέκεται με την πλάτη μια από τις ηθοποιούς, λουσμένη κόκκινο φως εν είδει αίματος, ενώ όλος ο χώρος έχουν φροντίσει να γεμίσει με καπνό (υπέροχα αποπνικτικό!), μεταφέροντάς μας έτσι την υγρασία εκείνου του δάσους όπου μέσα στις συστοιχίες των δέντρων του, βρίσκεται απόμερα χτισμένο το σπίτι των Σταρκ. Υπέροχο ξεκίνημα και άμεση βουτιά στη σκοτεινιά.
Η παράσταση ξεκινά, η βασική παρέα των γυναικών είναι μια τετράδα, στην οποία προστίθεται άμεσα μια πέμπτη θεοσεβούμενη, γεμάτη ενστάσεις για τον ερχομό τους στο σπίτι των Σταρκ και με κάμποσες πληροφορίες για τον αιδεσιμότατο και το έργο του στην τοπική κοινωνία. Η έκτη της παρέας είναι μια hitchhiker με κάπως ύποπτες διαθέσεις, ένα ατίθασο κορίτσι που η παρέα πήρε μαζί της με ωτοστόπ, ερχόμενοι στο σπίτι. Στην πρώτη πράξη του έργου, γίνεται η ανάλυση του παρελθόντος, οι λόγοι που αυτή η παρέα βρίσκεται στο σπίτι, η φύση κάθε ρόλου και λίγα λεπτά μετά όλα έχουν πάρει τη θέση τους για να εξελιχθεί η ιστορία και όσα θα συμβούν. (Και ναι, κάπου εδώ ξεκίνησα να τρίβω τα χέρια μου για το αίμα που θα χυθεί!)
Στις ηθοποιούς:
Η κυρία Κατερίνα Κωνσταντέλλου ενσαρκώνει τη συγγραφέα που έχει έρθει στο σπίτι των Σταρκ, γυρεύοντας να καταγράψει την αλήθεια για τους φόνους (και θα συναντήσει κάτι περισσότερο από δαύτη!). Η ηθοποιός ήταν σωστή και μετρημένη, ανοίγοντας τα χαρτιά της ένα-ένα και προσφέροντάς μας μια σταθερή ερμηνεία. Έχω την αίσθηση πως μάλλον ταλαιπωρούσε κάποιο κρύωμα την ηθοποιό, και αν ισχύει αυτό, οφείλουμε να την επιβραβεύσουμε για τον επαγγελματισμό της να είναι εκεί για εμάς.
Η κυρία Έμμη Χάλαρη είναι ταλαντούχα και θαρρώ διαφαίνεται στον ρόλο της αυτό. Με το γλυκό της πρόσωπο συμμέτοχο στην ερμηνεία, προσφέρει με αξιοπιστία τις ατάκες της και τη φρεσκάδα μιας ευγενικής ψυχής. Αντιπροσώπευσε επάξια τη μόδα της εποχής με τα σύνολα που φόρεσε (μου θύμισε τη Δάφνη της σειράς Σκούμπι Ντου) και ναι, το ομολογώ, ανυπομονούσα να τη δω κάποια στιγμή να δολοφονείται, γιατί ας το παραδεχτούμε, τις καλές και ήσυχες κοπέλες τις θες νεκρές σε ένα θρίλερ!
Η κυρία Στέλλα Γεωργουλέα εξυπηρετεί το κωμικό στοιχείο της παράστασης. Πότε δυναμική και άλλοτε φοβισμένη, είναι σίγουρα δοσμένη στον ρόλο τής ακράτητης νεαράς που μάλλον ακόμη γυρεύει η σεξουαλική της ταυτότητα (να θυμίσω πως είμαστε στο 1978). Ίσως η μόνη που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με έναν δολοφόνο και να τον κερδίσει.
Η κυρία Έμμυ Μαυρίκα είναι η ατίθαση και κρυψίνους hichthiker, ένας ρόλος που θα τον ήθελα να αναπτυχθεί περισσότερο και να μη μείνει στην rock 'n' roll εμφάνιση με τις χάλκινες μπούκλες, τα πέτσινα γάντια και την όποια αγριάδα, δεν είμαι όμως γνώριμος με τη φύση του έργου του συγγραφέα και το πόσο χώρο της δίνει, οπότε μέμφομαι το κείμενο και όχι την ερμηνεία της ηθοποιού που αν μη τι άλλο γέμισε και έδωσε έναν συμπυκνωμένο χαρακτήρα με τα ελάχιστα.
Η κυρία Μαριλέττα Κυριαζή ενσαρκώνει τη θεοσεβούμενη γυναίκα της εκκλησίας και το κάνει αρκετά καλά, με περισσή ζέση, ίσως και ένα κλικ περισσότερο από όσο πράγματι θα λειτουργούσε μια τέτοια γυναίκα. Ωστόσο, τέτοιοι χαρακτήρες στο παρελθόν έχουν γραφτεί για να εξυπηρετήσουν ακριβώς αυτή την επιτήδευση μέσω των ακραίων πιστεύω τους, οπότε η ηθοποιός το πέτυχε στην ερμηνεία της. Προσωπικά, λάτρεψα την εμφανή (αλλά υπέροχη!) αντίκρουση του ρόλου της με την ίδια την κυρία Κυριαζή, καθώς οι θεοσεβούμενες της κάθε εποχής δεν νομίζω πως είναι τόσο όμορφες και περιποιημένες όσο η ηθοποιός.
Η κυρία Μαγδαληνή Παλιούρα είναι μια αέρινη και αισθαντική παρουσία που περισσότερο ίπταται επί σκηνής παρά βηματίζει. Μελετημένη στην κινησιολογία της, ευθυτενής και μειλίχια, ερμηνεύει και αποδίδει άριστα τη φύση μιας αλαφροΐσκιωτης κοπέλας, ενός κοριτσιού που βλέπει οράματα, κάτι που δείχνουν να παίρνουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές. Είναι ομολογώ μια δυνατή θέση στο όλο έργο και θα ήθελα κάποια στιγμή να τη δω σε ένα έργο του Ίψεν.
Η κυρία Νίκη Ανδρικοπούλου ως Λορένα, θεωρώ πως δεν εισπράττει όσο χρόνο θα ήθελα ως θεατής να έχει στο έργο. Αποδίδει τον ρόλο της καλώς, ωστόσο δεν προσφέρονται περιθώρια για να τον αναπτύξει, αυτό όμως είναι κρίσιμο για το έργο. Ένα άτομο που κρατείται σε ίδρυμα/φυλακή αυτά τα δεκατρία χρόνια που μεσολαβούν, όταν το συναντάς στο έργο δεν μπορείς να το προσπερνάς τόσο γρήγορα, χρειάζεται αέρα και χρόνο για να αναπτύξει με λέξεις, παύσεις και ερμηνείες, το εύθραυστο πλάσμα που έχει απογίνει. Επίσης, τις στιγμές που ανασκαλίζει το τραγικό παρελθόν της, θα ήθελα να παρουσιάσει κάποιες νευρώσεις, μια συμπεριφορά αλλόκοτη, ένα τικ, έστω το βλέμμα του τρελού, αφορμή των χρόνων εγκλεισμού, κάτι που ομολογουμένως μου έλειψε από την ερμηνεία της.
Η κυρία Μαρία-Μελίτα Ψυχογυιοπούλου στα μάτια μου είναι κάπως αδικημένη. Διαφαίνεται πως είναι μια γλυκύτατη ύπαρξη και ωστόσο κλήθηκε να παίξει τον δυνατότερο ρόλο του έργου, εκείνον της αστυνομικού. Με εκείνη τη στολή δυστυχώς, δείχνει περισσότερο αστεία παρά δυναμική και ίσως ο συγγραφέας να θέλησε έτσι να παρουσιάσει το plot twist αλλά δεν επιτυγχάνεται αυτό στην παράσταση καθώς όλα προς το τέλος γίνονται κάπως συνοπτικά, γρήγορα και με μια αίσθηση ξεμπερδέματος. Η ηθοποιός διαφαίνεται πως κάνει το καλύτερο και δούλεψε με όσα της δόθηκαν, ωστόσο στους βαθύτερους λόγους που κρύβονται πίσω από τις πράξεις της δεν διακρίνεται η τραγικότητα που συνοδεύει τα γεγονότα, ευθύνη που ισόποσα μοιράζω στο κείμενο και τη σκηνοθεσία.
Στη σκηνοθεσία:
Η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι στα χέρια της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη που φέτος στο θέατρο Αλκμήνη σκηνοθετεί μια παλέτα παραστάσεων (12 Ένορκοι, Εκτός Ύλης κ.ά.) και του ηθοποιού Κωνσταντίνου Μουταφτσή ο οποίος έχει μεταφράσει και το έργο του συγγραφέα. Σκηνοθετικά το ντουέτο έχει κάνει άξια δουλειά με την αποτύπωση της εποχής, έχει ενσκήψει στους ρόλους. Είναι δύσκολο εγχείρημα το να κρατήσεις έξι άτομα επάνω στη σκηνή δίνοντάς τους από κάτι διαφορετικό να κάνουν δίχως να τραβούν το βλέμμα του θεατή ή απλώς να υφίστανται χωρίς να αφαιρούν από όποιον ρόλο θα μιλάει την ίδια στιγμή. Οι σκηνοθέτες εδώ τα κατάφεραν άξια προσφέροντας στο κοινό ένα "οπτικό πολυκάμερο" -ας μου επιτραπεί ο όρος-, ωστόσο οφείλω να εξαιρέσω τον ρόλο της Λορένας και της αστυνομικού που ήθελαν περισσότερο χρόνο και βάθος για να επιτευχθεί η σκιαγράφηση των αιτιών και των αιτιατών.
Τα κουστούμια είναι μέσα στη χρονολογία τους και αντιπροσωπευτικά για τους ρόλους, ενώ τα σκηνικά στις λεπτομέρειές τους προσφέρουν τα μέγιστα στο να εγκλιματιστείς. Από τα κεριά, την πτώση του ρεύματος και την καταιγίδα, στα αραχνιασμένα αντικείμενα, την κουνιστή πολυθρόνα, τη γυναικεία τσάντα για τη γραφομηχανή (τη λάτρεψα!), το τρανζιστοράκι, τον ασύρματο, το παμπάλαιο θερμός αλλά και τη σκαλισμένη κολοκύθα ως παραπομπή στο Halloween, κάτι εντελώς αμερικάνικο, όλα συνομολογούσαν στο μυστήριο εκείνου του σπιτιού, δίνοντας τόνο και στίγμα στο έργο. Είναι όλα τους κομμάτια αυτού που έχω αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα: Για να σέβεται την ύπαρξή της μια παράσταση, θα πρέπει να σταθεί η σκηνοθεσία στις λεπτομέρειες και δη στις απειροελάχιστες αναφορές, κάτι που εδώ στο σπίτι των Σταρκ. το κατάφεραν επιτυχώς οι σκηνοθέτες. Αλλά μιας και μιλάμε για λεπτομέρειες, να αναφέρουμε και μία τεράστια που έλειπε από το έργο: Το αίμα! Δεν γίνεται να έχεις φόνους και να μην έχεις αίμα. Όχι, όχι, όχι! Κατανοώ τη δυσκολία του εγχειρήματος, και δεν περίμενα φυσικά το κοινό να λουστεί με λίτρα κόκκινης μπογιάς, αλλά τουλάχιστον σε μια συγκεκριμένη σκηνή όπου σέρνεται ένα μαχαιρωμένο πτώμα, εκεί θα ήθελα να δω αίμα. Επίσης πολύ καλός ο ήχος, νιώσαμε τη βροχή, τις αστραπές και τις βροντές, στα φώτα όμως φάνηκε πως δεν είχαμε σύμπνοια. Όταν έχουμε να διαχειριστούμε σασπένς, τότε τα φώτα, η μουσική, ο εν γένει συντονισμός οφείλει να κάνει μερικές παραπάνω πρόβες για να είναι αψεγάδιαστος. Γενικότερα, ίσως και να περνάει απαρατήρητο, μέτρησα όμως τρεις φορές που οι προβολείς άναψαν καθυστερημένα, γεγονός που αν μη τι άλλο κρεμάει αδίκως και αποσυντονίζει τον ηθοποιό που αναμένει το φως για να ερμηνεύσει. Επίσης, ο καπνός στο φινάλε περισσότερο αφαιρεί, παρά προσθέτει στην ολότητα της παράστασης, κάνοντας δυσανάγνωστο και τον κινηματογραφικό επίλογο από τις πρώτες θέσεις.
Εν κατακλείδι:
Είδα μια παράσταση που έχει δουλευτεί αρκετά, ήταν άρτια ερμηνευτικά και άξια σκηνοθετικά, οπότε στο ευρύ κοινό προτείνω να την παρακολουθήσει. Τα όποια ψεγάδια ανέφερα δεν αποτελούν παρά μια υποκειμενική θεώρηση. Για να σου αρέσει μια παράσταση, υποθέτω πως πρέπει να σου αρέσει και το έργο, και στην περίπτωσή μας κατά την άποψή μου, το έργο του Swartz βρίθει από κλισέ και φάουλ. Τα κλισέ εξυπηρετούν το είδος, ωστόσο παραήταν πολλά. Το απομονωμένο σπίτι, η παρέα των απροστάτευτων γυναικών, η καταιγίδα, ο αστυνομικός, η επί μέρους απόδοση ευθυνών όταν αρχίζει η ομάδα να φοβάται, το τραγικό υπόβαθρο πίσω από τις αρχικές δολοφονίες, και φυσικά, ένας δολοφόνος που δραπέτευσε την κατάλληλη στιγμή για να βρεθεί στο κατάλληλο μέρος (και δεν τα αναφέρω όλα!). Το έργο τείνει να κλείσει το μάτι στο μεταφυσικό στοιχείο αλλά όταν αρκείται στις κάρτες ταρώ, συνειδητοποιείς πλέον πως όλα μαζεμένα σε ένα σαλόνι είναι too much.
Τι με ξένισε; Το γρήγορο μάζεμα της ιστορίας όταν πέφτουν οι μάσκες, η σινεμασκόπ επεξήγηση του δολοφόνου δίχως να σκοτώνει κόσμο αλλά προσπαθώντας να μας κάνει να τον συμπαθήσουμε μέσα σε ένα πεντάλεπτο (δίχως να μας έχει τρομοκρατήσει και τόσο!), και οι ρίζες του δράματος να περιγράφονται επιδερμικά δίχως να βιώνονται.
Για εκείνους που δεν είναι οικείοι με το είδος του τρόμου, τότε η παράσταση θα τους ικανοποιήσει πέρα ως πέρα και θα τους κάνει να ανατριχιάσουν σε κάποια σημεία. Για τους πιο μυημένους, αν γνωρίζεις τί ανεβάζει τους σφυγμούς σου, τότε μην περιμένεις να το συναντήσεις στο σπίτι των Σταρκ. Αναμένοντας τον τρόμο, τα πράγματα έδειχναν αμφίβολα και δύσκολα από νωρίς, πολύ απλά γιατί όλα κάτι σου θυμίζουν από κάποιο άλλο έργο. Δεν επιρρίπτω ευθύνες στις παραστάσεις ωστόσο, εξυπηρετούνται δύσκολα οι νόρμες ενός θρίλερ, οι κανόνες του ίδιου του τρόμου ζωντανά μπροστά στα μάτια σου δεν είναι ίδιοι με εκείνους που περιμένεις από ένα κινηματογραφικό έργο, γι' αυτό και τόσο σκηνοθέτες όσο και ηθοποιοί, θα πρέπει να δουλέψουν πολύ, πολύ, μα πάρα πολύ, με την ατμόσφαιρα και τους βυθούς στις ερμηνείες τους. Ένα έργο τρόμου χρειάζεται το κατάλληλο μέτρο, την απαραίτητη αφοσίωση σε αυτό, και κάθε κομμάτι του θα πρέπει να διυλιστεί.
Η θέρμη της θεατρικής ομάδας μανταΜίτσες, η αφοσίωση και ο επαγγελματισμός τους είναι προφανής και ανυπομονώ να τις απολαύσω σε μια επόμενη παράσταση διαφορετικής θεματολογίας. Η μετάδοση στο κοινό ήταν εύρυθμη και καλή, η συνολικότητα της αγωνίας επιτυχής και φαίνεται πως τα κορίτσια έχουν δουλέψει το έργο. Οι ερμηνείες τους είναι διαποτισμένες με το ανάλογο μυστήριο, το άγχος της αβέβαιης συνέχειας και τον φόβο των επόμενων ωρών μέσα σε εκείνο το σπίτι. Η χημεία τους ως ομάδα αναδείχθηκε ευανάγνωστα μέσα από τη διαφορετικότητα του κάθε χαρακτήρα στο έργο· αυτό αποτελεί και το κλειδί σε ένα έργο τρόμου, οι διαφορετικές προοπτικές, τι εξυπηρετεί το κάθε άτομο, ποια η θέση και η τοποθέτησή του στη σκηνή ανάμεσα σε άλλους και τέλος οι ανατροπές.
Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Νικολαΐδη και του Κωνσταντίνου Μουταφτσή, τα κουστούμια και τα σκηνικά είναι στα υπέρ και ομολογουμένως προσεγμένα. Η δουλειά που έγινε εδώ είναι επαγγελματική· μπορεί να μην τρομάζεις με το έργο, να θυμίζει μια πιο dark εκδοχή ενός κειμένου της Αγκάθα Κρίστι (γεμάτο μυστήριο αλλά όχι και τρόμο!), αυτό όμως δε σημαίνει πως η παράσταση δε στέκεται άξια και μάλιστα πιο ψηλά στην κλίμακα άλλων παραστάσεων· γι' αυτό και μόνο αξίζει να τη δείτε.
Tips: 1. Δείτε την παράσταση καθώς είναι από τις λίγες που υπηρετούν το είδος. 2. Αποφύγετε τις πρώτες τρεις σειρές καθώς το έργο κλείνει με σύννεφα καπνού (από μηχάνημα που τους παράγει), και ίσως αυτό σας προκαλέσει μια δυσανασχέτηση.
Βρείτε τον Γεώργιο Τζιτζικάκη στο Facebook και Facebook page
Ταυτότητα:
Κείμενο: L. Don Swartz
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μουταφτσής
Σκηνοθεσία/Σκηνικά/Κοστούμια: Κωνσταντίνος Μουταφτσής και Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιάννης Οικονόμου
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Μασμανίδη
Γραφιστική επιμέλεια: Γιάννης Στιβανάκης
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Παραγωγή: A PRIORI www.a-priori.gr
Παίζουν: Νίκη Ανδρικοπούλου, Στέλλα Γεωργουλέα, Μαριλέττα Κυριαζή, Κατερίνα Κωνσταντέλλου, Έμμυ Μαυρίκα, Μαγδαληνή Παλιούρα, Έμμη Χάλαρη, Μαρία-Μελίτα Ψυχογυιοπούλου
Κάθε Τετάρτη στις 21:30 και Παρασκευή στις 00:20 στο θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8-12, Κάτω Πετράλωνα (μετρό Κεραμεικός), 2103428650 ή viva
Διάρκεια: 80' (χωρίς διάλλειμα)