Η «Νίκη» είναι η ζωή της μητέρας του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη, δοσμένη μυθιστορηματικά με έναν ωραίο και λιτό τρόπο σε ένα βιβλίο που βραβεύτηκε το 2015 με το βραβείο μυθιστορήματος από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Αναγνώστης» και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Ο κύριος Σταμάτης Φασουλής το μετέτρεψε σε θεατρικό κείμενο μαζί με τον κύριο Γιώργο Λύρα και χάρισε στο κοινό έναν θεατρικό μαραθώνιο τριών και μισής ωρών, γεμάτο διαρκείς εναλλαγές σκηνικών, υποβλητική μουσική και εξαιρετικές ερμηνείες.
Η Νίκη είναι ένα παιδί που γεννήθηκε από κομμουνιστές γονείς τα δύσκολα για το ΚΚΕ χρόνια των δεκαετιών 1940-1950, οπότε με δεξιοτεχνία ο κύριος Χωμενίδης αναπαράστησε πρόσωπα, χαρακτήρες και καταστάσεις που με συνεπήραν από την αρχή. Πάμπολλα γεγονότα, απανωτές ανατροπές, εξελίξεις στους χαρακτήρες και η ζωή της Νίκης μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα. Δυστυχώς, η ζωή της μετά το επτάχρονο κρυφτό σε σπίτι με τους γονείς της που είχαν προκηρυχθεί παράνομοι λόγω της συμμετοχής τους στο Κόμμα και θύματα μιας πλεκτάνης που σοβάρεψε τις κατηγορίες εναντίον τους το θεώρησα άνευρο συγκριτικά. Το τονίζω ξανά, στο μυθιστόρημα δε χόρταινα να διαβάζω αλλά στο θέατρο κουράστηκα αφάνταστα.
Η παράσταση χωρίζεται σε δύο περίπου δίωρα μέρη με ένα διάλειμμα 15 λεπτών και ομολογώ ότι το πρώτο μέρος και το μισό του δεύτερου κυλάνε τόσο γρήγορα που δεν το περίμενα. Η ιστορία των γονιών της Νίκης, οι περιπέτειες που ζούνε, οι ιστορικές συνθήκες με τον εμφύλιο και την Κατοχή αναπαριστώνται πολύ καλά, χάρη στην ερμηνεία των ηθοποιών, τη μουσική και τα σκηνικά. Είναι όμως τόσο έντονα τα συναισθήματα, τόσο γεμάτο, πυκνογραμμένο και πλήρες αυτό το story που όταν όλα τελείωσαν και η παράσταση συνεχίζεται με τη ζωή της ίδιας της Νίκης, το πώς παντρεύτηκε κ.λ.π. μου φάνηκε τόσο χαλαρό και απλώς διεκπεραιωτικό που σταμάτησα να το παρακολουθώ και επικεντρώθηκα στις αντιρρήσεις του σώματός μου για τη συνεχή υποχρεωτική «καθιστικότητα». Χωρίς οι ηθοποιοί να παύουν να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και ενώ η συνέχεια του έργου έχει στοιχεία που ίσως κρατήσουν κάποιους, η ίδια η υπόθεση μου φάνηκε ανούσια και χωρίς άμεση σύνδεση ή αντιπαραβολή με τον κεντρικό κορμό της αρχής. Το φινάλε της παράστασης ήταν συγκινητικό για όσους παρασυρθούν μέχρι το τέλος και δίνω δίκιο στην τελευταία πρόταση: «Έζησες ωραία ζωή, Νίκη». Επιτρέψτε μου όμως εδώ να σημειώσω ότι δε χρειαζόταν να τη δούμε όλη.
Η παράσταση χωρίζεται σε δύο περίπου δίωρα μέρη με ένα διάλειμμα 15 λεπτών και ομολογώ ότι το πρώτο μέρος και το μισό του δεύτερου κυλάνε τόσο γρήγορα που δεν το περίμενα. Η ιστορία των γονιών της Νίκης, οι περιπέτειες που ζούνε, οι ιστορικές συνθήκες με τον εμφύλιο και την Κατοχή αναπαριστώνται πολύ καλά, χάρη στην ερμηνεία των ηθοποιών, τη μουσική και τα σκηνικά. Είναι όμως τόσο έντονα τα συναισθήματα, τόσο γεμάτο, πυκνογραμμένο και πλήρες αυτό το story που όταν όλα τελείωσαν και η παράσταση συνεχίζεται με τη ζωή της ίδιας της Νίκης, το πώς παντρεύτηκε κ.λ.π. μου φάνηκε τόσο χαλαρό και απλώς διεκπεραιωτικό που σταμάτησα να το παρακολουθώ και επικεντρώθηκα στις αντιρρήσεις του σώματός μου για τη συνεχή υποχρεωτική «καθιστικότητα». Χωρίς οι ηθοποιοί να παύουν να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και ενώ η συνέχεια του έργου έχει στοιχεία που ίσως κρατήσουν κάποιους, η ίδια η υπόθεση μου φάνηκε ανούσια και χωρίς άμεση σύνδεση ή αντιπαραβολή με τον κεντρικό κορμό της αρχής. Το φινάλε της παράστασης ήταν συγκινητικό για όσους παρασυρθούν μέχρι το τέλος και δίνω δίκιο στην τελευταία πρόταση: «Έζησες ωραία ζωή, Νίκη». Επιτρέψτε μου όμως εδώ να σημειώσω ότι δε χρειαζόταν να τη δούμε όλη.
Ειλικρινά θα μπορούσαν να λείπουν σκηνές από την αρχή ως το τέλος και να δοθεί πιο σφιχτοδεμένο στο κοινό, ώστε με τη συμπύκνωση των συναισθημάτων και των εξελίξεων ο κόσμος να βγαίνει άφωνος και έμπλεος συναισθημάτων και όχι να φεύγει τρέχοντας πριν καν την υπόκλιση είτε για να προλάβει τα μέσα μεταφοράς ή το ταξί, είτε για να μην πέσει σε κίνηση. Οι προπαππούδες της Νίκης που κλέβονται προκαλώντας φονικό στο χωριό θα μπορούσαν να λείπουν. Κάποια περιστατικά από τις περιπέτειες των γονιών της επίσης. Και από την ίδια τη ζωή της Νίκης θα μπορούσαν να μείνουν 2-3 χαρακτηριστικότατες σκηνές και να βγει ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Υπάρχει τρόπος στο θεατρικό κείμενο να φωτογραφίζονται σκηνές άρρηκτα δεμένες με το πριν και το μετά. Δεν είναι μυθιστόρημα που ο αναγνώστης διακόπτει όποτε θέλει την ανάγνωση, είτε για να σκεφτεί είτε για να ξεκουραστεί αλλά μια ενιαία αρραγής παράσταση που ο θεατής «υποχρεούται» να παρακολουθήσει από την αρχή ως το τέλος.
Το 2010 παρακολούθησα άλλον έναν μαραθώνιο θεατρικού έργου, το «Τρίτο στεφάνι» από το Εθνικό Θέατρο, πάλι σε σκηνοθεσία του κυρίου Σταμάτη Φασουλή. Ειλικρινά δε θυμάμαι να δυσανασχέτησα ούτε στιγμή, μάλιστα έχω την αίσθηση ότι το είδα και δύο φορές. Δεν ξέρω αν φταίει το ίδιο το κείμενο που είναι γεμάτο ισομερείς εικόνες και εξίσου έντονα συναισθήματα σε όλη του την έκταση ή η ματιά του σκηνοθέτη, πάντως στη «Νίκη» δυσανασχέτησα και δε θα ήθελα να το ξαναδώ, κυρίως λόγω κόπωσης ενώ στο «Τρίτο στεφάνι» δε με ένοιαξε η διάρκεια.
Ας επικεντρωθούμε τώρα στις υπέροχες, διαλεχτές ερμηνείες.
Θα ξεκινήσω από την κεντρική αφηγήτρια, την κυρία Φιλαρέτη Κομνηνού, όχι γιατί παίζει καλύτερα από όλους αλλά επειδή είναι ο συνδετικός κρίκος των σκηνών. Ως προς την ερμηνεία δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν! Όλοι παίζουν καλά, σωστά, πιστά στον ρόλο τους και ειδικά οι δευτεραγωνιστές που καλούνται να υπηρετήσουν 2-3 διαφορετικούς υποστηρικτικούς ρόλους δίνουν μικρά ρεσιτάλ ερμηνείας, ποικιλίας εκφράσεων και συναισθημάτων. Η κυρία Κομνηνού λοιπόν είναι η Νίκη που μετά τον θάνατό της μπορεί να ξαναζήσει από κοντά τα περιστατικά της ζωής της δικής της και της οικογένειάς της. Περπατά με άνεση και οικειότητα στην τεράστια σκηνή του θεάτρου του Ελληνικού Κόσμου, μπαίνει, βγαίνει, κάθεται στις ακριανές θέσεις της πλατείας, βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των δρώμενων. Στιβαρή, σωστή, ακριβοδίκαιη.
Η κυρία Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι εξαιρετική στην ερμηνεία της γιαγιάς της Νίκης. Υποδύεται έναν ρόλο με κωμικά και τραγικά στοιχεία και καταφέρνει να με πείσει απόλυτα για τον χαρακτήρα αυτόν. Είναι η γιαγιά που δεν παύει να προσεύχεται στον Θεό για τα δεινά της οικογένειάς της, η μάνα που χάνει το παιδί της με τον πιο αδόκητο τρόπο, η γιαγιά που καλοπιάνει την εγγονή και θέλει να προστατέψει το παιδί από τα δεινά του κόσμου, η μάνα που κρατάει τις ισορροπίες μες στο σπίτι. Από τα διαμάντια του θεάτρου και της συγκεκριμένης παράστασης.
Ο κύριος Στέλιος Μάινας είναι πολύ καλός ως πατέρας της Νίκης, ο άνθρωπος που προσηλυτίζεται στον κομμουνισμό αλλά δε χάνει την ανθρωπιά του και την ακεραιότητά του. Απόλαυσα τη στάση του στον καυγά με τον σύντροφο Νίκο (Ζαχαριάδη) και τις κατηγορίες που εκτόξευσε εναντίον του για το πώς του αρέσει να χειρίζεται τους ανθρώπους για τα δικά του συμφέροντα. Αυτή η σκηνή ήταν η αρχή του τέλους για την οικογένεια του πρωταγωνιστή.
Η κυρία Ευαγγελία Μουμούρη υποδύεται τη μία θεία της οικογένειας της Νίκης, πολύ καλή ως ταλαντούχα πριμαντόνα που αγνοεί τα γεγονότα γύρω της, επικεντρωμένη στη δραματική σχολή και στο τραγούδι, αλλά και μεταμορφωμένη σε Τσε Γκεβάρα όταν αντιλαμβάνεται τα καλά του κομμουνισμού (τα ποια;). Η κυρία Σοφία Φαραζή παίζει την άλλη θεία και ειλικρινά με εξέπληξε ευχάριστα, γιατί από συνεσταλμένη δημόσια υπάλληλος μετατρέπεται σε μια γυναίκα που εν μια νυκτί και άδικα χάνει ό,τι πολυτιμότερο έχει και σπαράζει κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή. Χωρίς να είναι υπερβολική ή επιτηδευμένη, με άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Η κυρία Ευγενία Δημητροπούλου στον ρόλο της έφηβης Νίκης με κέρδισε και μου άρεσε αρκετά. Λάτρεψα τον τρόπο με τον οποίο η παιδίσκη Νίκη μεταμορφώνεται σε έφηβη, γιατί ήταν μια σκηνική οδηγία πρωτότυπη και πολύ προσεγμένη. Το παιδί που υποδύεται την ανήλικη Νίκη δίνει τη θέση του στην έφηβη με μια ωραία εναλλαγή!
Συγκινήθηκα με το ξέσπασμά της όταν μετά από εφτά χρόνια εγκλεισμού και ψεμάτων στους περιοίκους ξεσπάει και απαιτεί πίσω την ελευθερία της, αγανακτισμένη με αυτό το κρυφτό που αναγκάστηκαν να παίξουν οι γονείς της για να μη συλληφθούν.
Η κυρία Γωγώ Μπρέμπου δε μου άρεσε καθόλου, μου φάνηκε μονομερής από την αρχή ως το τέλος, χωρίς ιδιαίτερες εκφράσεις και συναισθήματα. Δείτε τις εναλλαγές και την ερμηνεία του κυρίου Μάινα για να καταλάβετε τη διαφορά: ζουν τις ίδιες συνθήκες και σφυρηλατούνται από τις ίδιες καταστάσεις αλλά προσέξτε τις διαφορές στην υποκριτική τους.
Ο κύριος Αλέξανδρος Καλπακίδης στον αγαπημένο μου ρόλο του Σάββα Μπογδάνου, υπουργού επισιτισμού στην Κατοχή, που δέχτηκε αυτήν τη θέση για να προστατέψει τον κόσμο από τους μαυραγορίτες αλλά η κοινωνική λαδιά δεν έφυγε από πάνω του από έναν κόσμο που εξακολουθεί να βλέπει επιδερμικά τα δρώμενα γύρω του, ήταν πολύ καλός στην υποστήριξη της γυναίκας του στη σκηνή που ανέφερα ανωτέρω αλλά και πολυποίκιλος ερμηνευτικά στις διαφορετικές συνθήκες που καλούνταν να ζήσει κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Τέλος, ο κύριος Μάξιμος Μουμούρης ήταν πολύ δυνατός στον ρόλο του συζύγου της Νίκης και το κείμενο του χάρισε μια από τις δυνατότερες ερμηνείες σε μια σημαντική σκηνή του έργου.
Ο κύριος Αλέξανδρος Καλπακίδης στον αγαπημένο μου ρόλο του Σάββα Μπογδάνου, υπουργού επισιτισμού στην Κατοχή, που δέχτηκε αυτήν τη θέση για να προστατέψει τον κόσμο από τους μαυραγορίτες αλλά η κοινωνική λαδιά δεν έφυγε από πάνω του από έναν κόσμο που εξακολουθεί να βλέπει επιδερμικά τα δρώμενα γύρω του, ήταν πολύ καλός στην υποστήριξη της γυναίκας του στη σκηνή που ανέφερα ανωτέρω αλλά και πολυποίκιλος ερμηνευτικά στις διαφορετικές συνθήκες που καλούνταν να ζήσει κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Τέλος, ο κύριος Μάξιμος Μουμούρης ήταν πολύ δυνατός στον ρόλο του συζύγου της Νίκης και το κείμενο του χάρισε μια από τις δυνατότερες ερμηνείες σε μια σημαντική σκηνή του έργου.
Δώστε ιδιαίτερη προσοχή στους ηθοποιούς που υποδύονται τους δεύτερους ή ακόμη και τους βωβούς ρόλους. Καλούνται να αλλάξουν κοστούμια, εκφράσεις και υποκριτική μέσα σε ελάχιστα λεπτά και τα καταφέρνουν επάξια. Σε ποιον να πρωτοσταθώ; Στο χαρούμενο πρόσωπο του κυρίου Πάνου Μπόρα που από πρόθυμο γκαρσόνι αλλάζει σε μαγκάκι (δείτε το βλέμμα του πώς ζαχαρώνει τη Νίκη και θα καταλάβετε για τί πράγμα μιλάω), στη Δανάη Μπάρκα, που υποδύεται την τσουπωτή και πρόστυχη μικρανηψιά (και καλά) του νοικάρη που έδωσε το διαμέρισμά του στην οικογένεια της Νίκης για να κρυφτούν αλλά και την πλούσια που θέλει να διαφύγει από την Ελλάδα στην Κατοχή (η σκηνή με την τραγική μοίρα που την περιμένει εκείνη τη μοιραία νύχτα του γάμου της με συγκλόνισε) ή στον Δημήτρη Γκοτσόπουλο που καλείται να παίξει τον πιο σύντομο, περιεκτικό και τραγικό ρόλο της παράστασης; Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή και στους άλλους ηθοποιούς, δυστυχώς όμως η έλλειψη προγράμματος «που θα βγει αργότερα», εκτός του ότι με εκνευρίζει γιατί με εξαναγκάζει να ξαναπεράσω από το θέατρο άλλη στιγμή μόνο και μόνο γι’ αυτό, δε με βοηθάει στην ταύτιση των ηθοποιών με τους ρόλους, επομένως ζητώ συγνώμη αν σε αυτήν την παράγραφο έκανα λάθος στα ονόματα των ηθοποιών. Ειλικρινά, προσπάθησα!
Σε γενικές γραμμές και παρά την γκρίνια μου, η «Νίκη» είναι μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς, προετοιμασμένος για τον τετράωρο συνολικά μαραθώνιο, φροντισμένη από τον μετρ κύριο Σταμάτη Φασουλή, γεμάτη εικόνες, συναισθήματα, ανατροπές, γέλιο και κλάμα, ποικιλία σκηνικών και σκηνών, που σίγουρα θα κερδίσει και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Χρήστος Α. Χωμενίδης
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Θεατρική διασκευή: Σταμάτης Φασουλής – Γιώργος Λύρας
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιώργος Λύρας
Διανομή:
Φιλαρέτη Κομνηνού, Στέλιος Μάινας, Ευγενία Δημητροπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Ευαγγελία Μουμούρη, Σοφία Φαραζή, Μάξιμος Μουμούρης, Αλέξανδρος Καλπακίδης.
Στο ρόλο της γιαγιάς Σεβαστής η Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Συμμετέχουν αλφαβητικά: Νεκταρία Γιαννουδάκη, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Βερόνικα Δαβάκη, Δημήτρης Δεγαΐτης, Γιώργος Δεπάστας, Λήδα Καπνά, Αυγουστίνος Κούμουλος, Κίμων Κουρής, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Δανάη Μπάρκα, Πάνος Μπόρας, Φοίβος Ριμένας, Αχιλλέας Σκεύης, Κώστας Φαλελάκης, Βάσια Χρήστου.
Στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, Πειραιώς 254, Ταύρος, 2122540300, 2122540314
Παραστάσεις: Απογευματινές κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 19:00 και Κυριακή στις 18:30, Βραδυνές κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 20:00.