Όπως αναφέρεται και στο λογοτεχνικό βιογραφικό της συγγραφέως Αλεξάνδρας Μυλωνά, το βιβλίο Εγώ και μερικές φίλες μου περιλαμβάνει μονολόγους που δημοσιεύθηκαν κυρίως στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος (2006-2007).
Κάθε μικρή ιστορία έχει ως τίτλο το όνομα και την ηλικία της εκάστοτε ηρωίδας, ενώ πλαισιώνεται και με έναν υπότιτλο που μας δίνει ουσιαστικά το στίγμα των όσων θα βιώσουμε στην σύντομη αφήγησή της. Οι εξομολογήσεις των πρωταγωνιστριών είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που αυτομάτως μας προάγει σε κοινωνούς των μυστικών τους.
Οι 27 φίλες της συγγραφέως περικλείουν στο μέγιστο βαθμό τις περιπτώσεις γυναικών που υπάρχουν στη ζωή μας. Περιέχουν προσωπικότητες κάθε ηλικίας, μόρφωσης, στόχων και κοινωνικής θέσης. Υπάρχουν σύντομες διηγήσεις γεμάτες αναμνήσεις, ηθικά διδάγματα, μύχια μυστικά, πόνο και χαμόγελο.
Κι έπειτα κάποιες πλασμένες από παράνοια, αιτίες για να χαθούν μερικές αναμνήσεις στη λήθη και άλλες για ν’ αναδυθούν και να γίνουν ορόσημο ηθικής, δίνοντάς μας συνάμα τροφή για σκέψη και προβληματισμό.
Ξεκινώντας την ανάγνωση, ένιωσα πως βρέθηκα σε έναν ιδιαίτερο κόσμο όπου γύρω μου κυριαρχούσε το σκοτάδι και υπήρχαν μονάχα δύο φώτα αναμμένα: Το ένα έπεφτε πάνω στην εκάστοτε πρωταγωνίστρια και το άλλο σ’ εμένα, τον αναγνώστη.
Ενδεικτικά, στάθηκα περισσότερο σε χαρακτήρες όπως την κακοποιημένη Μανουέλα-Λυσιστράτη, 20 ετών που αντιστέκεται στην κατάστασή της με όση δύναμη της έχει απομείνει: Δες με. Κάθομαι εδώ μπροστά σου, σ’ αυτή τη πολυθρόνα, ήσυχα, κάθομαι με σταυρωμένα χέρια και πόδια -κυρίως αυτό!- πρόσεξέ με. Θα περιμένω έτσι, καθηλωμένη στο καθιστικό, μέρες, βδομάδες, μήνες και χρόνια -αν χρειαστεί- κοιτάζοντας σε απλά, σιωπηλά, πληγωμένα (…) Θα περιμένω να ζήσουμε κι εμείς σαν άνθρωποι, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας μ’ αγάπη, να προλάβουμε να γεράσουμε μαζί.
Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης συναντούμε ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως την Ρίκα που φτάνει ως το φόνο για να πετύχει όσα θέλει, την μυθομανή Θεοδότα και την Αναστασία που ισορροπεί στα πρέπει και στα θέλω, δίχως ωστόσο να τολμά να ζήσει τα όνειρά της. Την Αριάδνη που υπομένει για χρόνια την αλλοπρόσαλλη βία του άντρα της και βλέπει τον θάνατό του ως κάτι μοιραίο και λυτρωτικό, δίχως να του τείνει στην δύσκολη στιγμή χείρα βοηθείας: Πέσε! Πέσε! Πέσε! Πέφτεις κι εγώ σε βλέπω και γελώ με τη ψυχή μου. Την βλέπω την απορία του «Πώς τόλμησε» στο βλέμμα, την αγωνία σου να πιαστείς από κάπου για να μου δείξεις εσύ, ωπ! Σου ξέφυγε το κάγκελο, τι κρίμα! Δε πρόλαβες.
Κι επίσης υπάρχουν οι σύγχρονες μανάδες όπως την Αντριάννα, την Ευαγγελία και την Αριστέα, την μαμά του αριστούχου. Μα και τα θύματα του καταναλωτισμού, σαν την Αργυρώ -που ωστόσο λειτουργεί και ως μια από τις τελευταίες της επιθυμίες-, και τη Σοφία: Ευτυχώς στο μαύρο κουτί που κρατώ για τσάντα έχω κάρτα για την κάλυψη ακόμη και αυτού του πρότζεκτ-αγοράς. Μετά έχει ο Τειρεσίας το κατάστιχό του για όλους εμάς τους ξεγελασμένους νέο-Έλληνες…
Φτάνοντας στο τέλος ήξερα πως θα το νοσταλγήσω στο τέλος. Ήδη το έχω βάλει στο ράφι της καρδιάς και θα κουβαλώ μέσα μου όλα αυτά τα μυστικά που είμαι σίγουρο πως υπάρχουν έστω πλασμένα με παραπλήσιες καταστάσεις στα μάτια των γυναικών που συναντώ στο διάβα μου…
Τα σκούρα, πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο «Εγώ και μερικές φίλες μου» της συγγραφέως Αλεξάνδρας Μυλωνά, εκδόσεις Γράφημα.
Η Αλεξάνδρα Μυλωνά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και θέατρο στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ (Μεταπτυχιακές σπουδές στη Δραματολογία-Παραστασιολογία). Είναι μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ως ηθοποιός συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ (συνεργασίες με τους σκηνοθέτες Α. Βουτσινά, Γρ. Βαφέα, Β. Παπαβασιλείου, Ν. Σακαλίδη, Γ. Ρήγα, Γ. Καλατζόπουλο κτλ). Ως σκηνοθέτις ίδρυσε τον Φορέα Γραμμάτων και Τεχνών ΑΧΘΟΣ, με τον οποίο ανέβασε πειραματικές παραστάσεις σε διεθνείς καλλιτεχνικές διοργανώσεις (Art Villages, Βiennale Νέων Καλλιτεχνών) και το Εργαστήρι Παραστατικών Τεχνών Artis3, με το οποίο σκηνοθετεί συνθέσεις βασισμένες σε μαρτυρίες και ιστορικές καταγραφές (documentary theatre) και περφόρμανς με ειδική προσαρμογή στο περιβάλλον (sight specific theatre). Εμψυχώνει εργαστήρια δημιουργικής γραφής, δραματοποίησης και θεάτρου για παιδιά και ενήλικες και ερευνά τη σχέση του θεάτρου με την εικοναφήγηση (κόμικ). Εργάζεται στο Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.