Γράφει ο Χρήστος Δημούλας
Κατήφοροι-ανήφοροι, ζέστη-κρύο. Όπως όλη μας η ζωή καλή μου.
Αμέτρητες φορές, πάνω-κάτω οι ψαρότρατες μες στο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας που χάνονται πέρα απ' τ' άνυδρα βουνοτόπια, που δεν λέει να φυτρώσει ούτε ένα δεντράκι. Τόση ηρεμία, τόση χαλαρότητα στο καθετί. Λες και ο χρόνος σταματά, λες κι όλα έχουν ελευθερία κινήσεων σε μια αισθητική συμφωνία των πάντων.
Κάθε στιγμή ολάκερος πόθος μιας ζωής. Ηλιόσπαρτο πρωί μες στα στενά σοκάκια του νησιού κι όλα θυμίζουν σπαρμένη γη μαλάματα, με χίλιες αγκαλιές, χαρές που θέλεις να βάλεις στο τσεπάκι. Δική σου η χώρα με τα καλντερίμια αντάμα, όαση φρουρούμενη έναντι των δοντιών του.
Τίποτα, που είναι καλά ακονισμένα.
Μήτε να χρωστάμε κανενός κι ούτε να 'χουμε παρτίδες με εικόνες του Ανούσιου, του Εφήμερου τις στράτες.
Μήνυμα μου 'στειλες «γεύσου καλά εκεί την ηρεμία, εδώ γεμίσαμε βάρβαρους», μα είναι που σ' αγαπώ πολύ για να σ' αφήσω μες στην αγκαλιά τους. Πολλές φορές είναι -όπως τώρα- που 'ρχεται κείνη του φόβου η φωνή και βροντά ξανά την πόρτα της ψυχής μας.
Πολλά τα ονόματά της. «Πρέπει» την φωνάζουν πιότεροι, «Ανάγκη» την λένε άλλοι, κάποιοι τρέχουν να ξεφύγουν κι άλλοι παν' ίσια μες στην αγκαλιά της.
Κι ενώ η καρδιά ατρόμητη, φοβέρα δεν την πιάνει, λοξές ματιές πέρα-δώθε στα κρυφά πάντοτε τις κάνει. Ο Ήλιος τότε ντρέπεται κι ο Ουρανός δακρύζει, μα ευτυχώς κρατούν καλά κι οι δυο κι ο φόβος γη δεν πιάνει.
Ρίγανη ευτυχώς μυρίζει το σπίτι μας ακόμη, βασιλικό, θυμάρι, σκορπίζοντας θανατικό στου Τάρταρου τα βάθη.
Γι' αυτό και συ αγαπημένη τίποτα να μη φοβάσαι, θάναι ωραία η ζωή σαν γένει σαν γιαγιά μ' ένα τσεμπέρι που γητεύει κάθε απογόνους. Άκου πέρα απ' τα ψηλά πλατάνια που κλαίνε για νερό, μια φωνή τα ξεβασκαίνει τραγουδώντας τους αντίστασης τραγούδι.
Και να, δώρα τους γεμίζει ο αγέρας και δυνατή, γιοματάρικη καρδιά ν' αντέχουν. Και συ, όλο να λες να σηκωθείς και να σε βαστάνε κάτι πράματα ολότελα δικά σου. Μια σειρά άτολμων βιβλίων στο γραφείο, μπουκάλια νερό που αδειάζεις να μην πονάνε τα νεφρά σου κι ένα κομματάκι πλαστικός σωλήνας που πλέκει τα όνειρά σου τάχα με ελπίδα.
Είναι σκληρό να κοιτάμε αντιφατικές εικόνες, τη μια το γέλιο να 'ναι βασιλιάς στο έμπα της αυλής και την άλλη η λύπη ξαφνική βροντή, σαν τα μάτια των γερόντων της υπαίθρου όταν ξαναφεύγουν παιδιά κι εγγόνια για την πόλη.
Οι αλληλέγγυες αγκαλιές μας τότε διαφυγή, καταφύγιο και σκήτη, μια κουβέρτα που 'δωσαν οι φύλακες σ' εξόριστους παγωμένους.
Copyright © Χρήστος Δημούλας All rights reserved, 2017
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από φωτογραφία της σελίδας Act & Art Photography
Του ίδιου: