Πως σας ήρθε η ιδέα;
Κ.Δ.: Ως σταθερός ακροατής του Μπομπ Ντύλαν από τα μαθητικά μου χρόνια, πριν πέντε περίπου χρόνια έκανα τη σκέψη πως ο διάσημος Αμερικανός τραγουδοποιός θα μπορούσε να γράφει ένα τραγούδι από τις αρχές της ενηλικίωσής του έως και σήμερα· η σκέψη προχώρησε μονάχη της: αυτό το τραγούδι θα κυκλοφορήσει μετά θάνατον του καλλιτέχνη και η ακρόασή του θα είναι τόσο ισχυρή που όποιος το ακούσει δεν θα μπορέσει να ανεχτεί ποτέ ξανά τα προβλήματα που βασανίζουν τους ανθρώπους. Αυτό είναι και το όνειρο του Πέτρου Μελινού, ενός εκ των πρωταγωνιστών στο Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Κ.Δ.: Σε διάφορα σημεία, κάποια αναμενόμενα και κάποια πιο ευφάνταστα: από σπίτια, ξενοδοχεία και βιβλιοθήκες έως καφετέριες και φροντιστήρια ανώτατων σπουδών.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Κ.Δ.: 14 μήνες συγγραφής και άλλους 7 μήνες διορθώσεων.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Κ.Δ.: Κοινωνικό μυθιστόρημα με φόντο την οικονομική ύφεση.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Κ.Δ.: Το Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για ανθρώπους απλούς, για αγίους της καθημερινότητας, ανθρώπους από σάρκα και οστά, που δεν είναι ούτε ήρωες ούτε όμως και αντιήρωες.
Μέσα στις σελίδες του γίνεται λόγος για τη σαρωτική επίδραση της ύφεσης, για την καλοσύνη των ξένων, για τη ζεστασιά της παρηγοριάς, για τη λυτρωτική δύναμη της φαντασίας. Μιλάει ακόμη για την αληθινή αγάπη, τον μηχανισμό εκείνον που επιβεβαιώνει το ανεπανάληπτο της ύπαρξής μας. Τέλος είναι κι ένας φόρος τιμής σε τρεις μεγάλους τραγουδοποιούς του 20ού αιώνα: στον Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ, στον Γούντυ Γκάθρυ, και στον τραγουδοποιό των τραγουδοποιών, τον Μπομπ Ντύλαν.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Κ.Δ.: Την ανθρωπιά, τη ζεστασιά και την αίσθηση της οικειότητας που πηγάζει από τους χαρακτήρες του βιβλίου.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Κ.Δ.: Ο συγγραφέας οφείλει να βλέπει όλους τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες ως παιδιά του, αν διαλέξεις έναν είναι σαν να προδίδεις τους άλλους.
Μπορώ όμως σίγουρα να πω πως ο πιο ξεχωριστός ήρωας είναι ο αστυνομικός Γαλάνης, που δεν έχει καμία σχέση με τα δυτικά πρότυπα του σκληρόπετσου μπάτσου.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Κ.Δ.: Θεωρώ πως σε κάθε περίπτωση προσφέρει μία όμορφη αναγνωστική εμπειρία. Από εκεί και μετά ο αναγνώστης θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Κ.Δ.: Μήπως και ματαιωθούν οι συναντήσεις, όπως συνέβη με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη: οι άνθρωποι αυτοί καθώς και τα αγέννητα παιδιά τους ήταν οι φίλοι που δεν γελάσαμε παρέα, τα κορίτσια που δεν ερωτευτήκαμε, το φιλί που δεν δώσαμε στη μνήμη μας.
Φοβάστε...
Κ.Δ.: Την άγνοια, την οκνηρία και τον ίδιο τον φόβο.
Αγαπάτε...
Κ.Δ.: Την ελπίδα και την αγάπη που επιβιώνουν ακόμη και στα ρείθρα της ζωής.
Ελπίζετε...
Κ.Δ.: Σε έναν κόσμο δίχως κρίσεις και διακρίσεις.
Θέλετε...
Κ.Δ.: Να συνεχίσω να γράφω έχοντας στο μυαλό μου ένα συναίσθημα τρυφερότητας για τους ανθρώπους.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Κ.Δ.: Σε όσους αρέσει να διαβάζουν μυθιστορήματα κοινωνικού ρεαλισμού και κατ’ επέκταση σε όσους ταλαιπωρούν τις σκέψεις τους με τους ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Κ.Δ.: Στη λογοτεχνία καλό θα ήταν να μην κάνουμε λόγο για «πρέπει» και «δεν πρέπει», αναιρείται έτσι η ίδια η φύση της. Ένα βιβλίο είναι πρωτίστως αγαθό και δευτερευόντως εμπόρευμα.
Γιατί δεν πρέπει;
Κ.Δ.: Για τον παραπάνω λόγο.
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Κ.Δ.: Σε κεντρικά σημεία της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Πάτρας και της Κομοτηνής.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
Κ.Δ.: Στην Τούμπα και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης –τις πιο πολλές φορές.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Κ.Δ.: Το γαλάζιο, το χρώμα του Γαλάνη και το πράσινο, το χρώμα της Αδριανής. Αμφότερα είναι και τα χρώματα της γλυκιάς μελαγχολίας.
Ποια μουσική;
Κ.Δ.: Τα τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν, του Γούντυ Γκάθρυ και του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ.
Ποιο άρωμα;
Κ.Δ.: Ο δυνατός καφές και τα τσιγάρα της απελπισίας που καπνίζουν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος.
Ποιο συναίσθημα;
Κ.Δ.: Η αγάπη, μαζί με την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και τη διαχρονική αξία της τέχνης.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Κ.Δ.: Ένας μουσικός δίσκος με πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Κ.Δ.: Ξυλουργός, κατασκευαστής μουσικών οργάνων, σκηνοθέτης ή folk τραγουδοποιός.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Κ.Δ.: Τον Τζων Στάινμπεκ και τον Σάλιντζερ.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Κ.Δ.: Ο Φύλακας στη σίκαλη είναι το βιβλίο που με έχει σημαδέψει όσο κανένα άλλο, χωρίς να έχω καταλάβει απόλυτα τον λόγο: κάθε φορά που το διαβάζω αισθάνομαι σαν να ατενίζω τη θάλασσα ή σαν να κοιτάζω ένα μωρό παιδί να κοιμάται. Το βιβλίο με προσέγγισε όπως οφείλει να προσεγγίζει τον αναγνώστη ένα βιβλίο: με αγνότητα και ειλικρίνεια.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Κ.Δ.: Συνήθως ο συγγραφέας έχει τον απόλυτο έλεγχο, ωστόσο πολλές φορές μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, ειδικά όταν ο χάρτινος ήρωας έχει να προσφέρει μια όμορφη εναλλακτική.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Κ.Δ.: Νομίζω πως είναι απαιτούμενο ένα επαρκές απόθεμα και από τα δύο.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Κ.Δ.: Η επιτυχία καθορίζεται πάντα από τη συνάντηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη.
Τι την αποτυχία;
Κ.Δ.: Η αποτυχία ορίζεται από τη ματαίωση αυτής της συνάντησης.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Κ.Δ.: Μπορεί να υπάρξει κατάχρηση, όπως και σε οτιδήποτε, όταν τα πράγματα βαίνουν σε βάρος της ίδιας της ζωής.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Κ.Δ.: Στη λογοτεχνία ο τίτλος υπάρχει συνήθως από την αρχή, στη ζωή όμως μπαίνει στο τέλος και τον βάζουν πάντα οι άλλοι, την ώρα που τα σκυλιά παύουν να είναι πια δεμένα.
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
Μια πόλη, μια γειτονιά, μια οικογένεια. Δύο αγόρια ζουν με τη μητέρα τους, όμως ονειρεύονται χώρια, καθώς εκείνη μετεωρίζεται ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.
Έξω υπάρχει ένας κόσμος κάτω από το αβάσταχτο βάρος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, αυτής της κληροδοτημένης από την προηγούμενη γενιά της ακρισίας. Εκεί στις σπηλιές του έξω κόσμου νέα παιδιά ονειρεύονται και ερωτεύονται ζώντας με δουλειές του ποδαριού, κρατώντας χωμένα στον κόρφο πτυχία χωρίς αντίκρισμα και φυλάγοντας οικογενειακά μυστικά. Η τέχνη της μουσικής, η βία του δρόμου, η μοναξιά της τρυφερότητας ενός αστυνόμου, ένα πάρτι για άστεγους, η ζωή που δεν λέει να το βάλει κάτω...
Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν είναι μια μπαλάντα για τους ταπεινούς που ονειρεύονται· μια γεμάτη συγχορδίες νουβέλα γραμμένη από τη γενιά της κρίσης για το απόλυτο σήμερα.
Το βιβλίο του Κώστα Δρουγαλά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πικραμένος.
Δείτε κι αυτό:
Ο Κώστας Δρουγαλάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο τμήμα.
Διηγήματα, ποιήματα, μεταφράσεις και λογοτεχνικές κριτικές του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Εργάζεται ως καθηγητής φιλολογικών μαθημάτων και ως διορθωτής κειμένων.