Σοφίας Κραββαρίτη
Περπατούσα μέσα στο κρύο, τυλίγοντας το παλτό πιο σφιχτά πάνω στο κορμί μου. Είχε ξεκινήσει να πέφτει και το χιονόνερο και σκεφτόμουν πως έπρεπε να βρω ένα μέρος να προφυλαχθώ έστω για λίγο. Συνεχίζοντας σχεδόν σκυφτή το βάδισμά μου, μου φάνηκε πως είδα κάτι σαν σκιά. Ανασήκωσα λίγο το κεφάλι μου κοιτάζοντας τριγύρω. Δεν είδα τίποτα. Η μοναδική τρελή που ήταν έξω τέτοια ώρα, ήμουν εγώ. Σκέφτηκα στιγμιαία τι παράξενο συναίσθημα που είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς να είσαι ο μόνος άνθρωπος στον δρόμο. Φυσικά το χιονόνερο δεν επέτρεπε μελό σκέψεις. Άλλωστε ποιος νορμάλ άνθρωπος θα έβγαινε έξω με τέτοιο καιρό;
Οι σκέψεις μου γύρισαν και πάλι στη σκιά που νόμιζα πως είχα δει. Τελικά δε μου φάνηκε και τόσο παράλογο. Έτσι που ήμουν ντυμένη με σκούφο, κασκόλ που κάλυπτε και την μύτη μου, αλλά και το χοντρό παλτό με τον γιακά όρθιο, δεν είναι δα και τόσο απίθανο να κάνουν σκιές τα μάτια μου, ειδικά με το χιονόνερο που συνέχιζε να πέφτει ακάθεκτο. Άνοιξα λίγο το βήμα μου και κοίταξα τριγύρω μήπως βρω κάτι να καταφύγω ή έστω να προστατευτώ.
Τελικά στάθηκα τυχερή. Είδα κάπου αριστερά ένα καφενεδάκι. Δεν ήταν και το καλύτερο για να πιω ένα καφέ, αλλά μέσα στα στενά που είχα χωθεί, πάλι καλά που βρέθηκε και αυτό.
Μπήκα μέσα βιαστικά και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Είπα μια δειλή καλημέρα και στράφηκα σ' ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία. Τα περίεργα βλέμματα που αντίκρισα μπαίνοντας μέσα, τώρα έχασαν το ενδιαφέρον τους και γύρισαν πάλι στις κουβέντες τους.
Πού και πού, μου έριχναν καμιά ματιά.
Ένας γκριζομάλλης κύριος με πλησίασε ρωτώντας με τι θα πάρω. Παρήγγειλα έναν διπλό ελληνικό, μιας και σκέφτηκα πως οτιδήποτε άλλο θα ήταν πολυτέλεια και ηλίθιο εκ μέρους μου. Λίγα λεπτά μετά, υποδέχτηκα με λαχτάρα τον καφέ και του χάρισα ένα τσιγάρο για συντροφιά. Πίνοντας την πρώτη γουλιά, ένιωσα ευχαρίστηση καθώς το ζεστό υγρό χάιδευε τρυφερά τον λαιμό μου. Κοίταξα έξω το χιονόνερο που εξακολουθούσε να πέφτει. Χαμογέλασα με την ιδέα πως δεν είχε αρκετή δύναμη να με κρατήσει μέσα στο σπίτι, εμποδίζοντάς με να ψάξω για την πυξίδα που ήθελα να κάνω δώρο στον καλό μου. Ο καλός μου... Το χαμόγελο πήρε παράταση στα χείλη μου, φέρνοντάς τον στο μυαλό μου.
Πήρα το κίνητό μου και το άνοιξα χαζεύοντας στο φέισμπουκ, αυτό τον αχόρταγο δαίμονα. Παντού ευχές. Χρόνια πολλά, παιδάκια που έλεγαν τα κάλαντα, χαρούμενοι χιονάνθρωποι, ο άγιος Βασίλης στην τιμητική του με όλες τις φωτογραφίες που τον είχαν τραβήξει σε ολόκληρη την ατελείωτη θητεία του, χαμόγελα, ευτυχισμένοι άνθρωποι και η ματαιοδοξία και ψευτιά σε όλο της το μεγαλείο. Μίζερη; Μπα, δε νομίζω. Απλά σκεφτόμουν πως οι γιορτινές μέρες είναι πολύ λίγες μέσα σ' έναν ολόκληρο χρόνο για να είμαστε άνθρωποι. Κοίταζα τις ευχές. Υγεία πρώτα απ' όλα. Φυσικά. Το ύψιστο αγαθό. Το έβρισκα απόλυτα λογικό. Αλλά θα γίνω κακιά. Έχω ακούσει πολλούς να λένε, ο ανάπηρος, ο κουτσός, ο στραβός και πάει λέγοντας. Κοιτάζουν με οίκτο τους «διαφορετικούς» που δεν είναι σαν αυτούς. «Τον καημένο» αναφωνούν. Όχι ρε, δεν είναι καημένος. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κότσια που δεν θ' αποκτήσετε ποτέ. Όλοι αυτοί εκτιμούν πολύ περισσότερο τη ζωή και ξέρουν να την απολαμβάνουν. «Τον δύστυχο! Τον λυπάμαι!» Άντε γαμηθείτε! Λυπηθείτε τον εαυτό σας. Πάμε παρακάτω.
Αγάπη έγραφα κι εγώ στις περισσότερες από τις δικές μου ευχές, αγάπη έβλεπα και αλλού. Μα ποιον κοροϊδεύουμε; Λες και θ' αγαπήσουμε τη χρονιά που μας έρχεται αυτούς που αντιπαθούμε. Τους ίδιους θα συνεχίσουμε ν' αγαπάμε και ίσως για κάποιους να πάψουμε να κάνουμε ακόμα και αυτό. Άλλο; Ειρήνη στις καρδιές μας. Αυτό κι αν είναι μαλακία. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω σκοπό να συγχωρήσω κανέναν από αυτούς που μ' έβλαψαν. Δε φαντάζομαι φυσικά πως θα είμαι η μόνη. Γαλήνη. Ναι, καλά. Οι ίδιοι μίζεροι και σκατόψυχοι θα είμαστε. Λίγο πολύ, όλοι τον εαυτούλη μας κοιτάζουμε. Και ναι μεν θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα πονόψυχο, αλλά εντάξει, έχω αρκετά δικά μου να λύσω που δεν ξέρω πώς να βοηθήσω κάποιους άλλους. Άλλωστε, δεν είμαι σε θέση να φτιάξω από την αρχή τον πλανήτη. Νομίζω πως ούτε σε αυτή την κατηγορία είμαι μόνη μου. Μετά έχουμε τις ευχές για παγκόσμια ειρήνη. Αυτές κι αν μου φαίνονται ανούσιες και ψεύτικες! Να το ευχηθούν οι γιατροί χωρίς σύνορα, να πω εντάξει, θα πιάσουν τόπο.
Όσο για τους στόχους μας; Κάθε χρόνο οι ίδιοι. Άραγε κάνουμε κάτι να τους πραγματοποιήσουμε ή περιμένουμε με το που θα μπει ο χρόνος, να πιάσει το μαγικό ραβδί και να μπούμε στην ουρά περιμένοντας να μας χτυπήσει; Φυσικά δεν ευλογώ τα γένια μου. Κάθε χρόνο τις ίδιες μαλακίες κάνω. Κάθε χρόνο ελπίζω σε κάτι καλύτερο, κάθε χρόνο πιστεύω πως θ' αλλάξει ο κόσμος και οι άνθρωποι θα γίνουν αληθινοί άνθρωποι και κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, αναθεματίζω μαζί με τους υπόλοιπους τον χρόνο που φεύγει, αυτόν τον μεγάλο αλήτη και περιμένω τον καινούργιο να εναποθέσω τις ελπίδες μου πάνω του, μιας και ο προηγούμενος δεν μας έκατσε. Γιατί ρε γαμώτο δεν κάνουμε κάτι ουσιαστικό;
Φυσάω το τελευταίο σύννεφο καπνού κοιτάζοντας για άλλη μία φορά. Το χιονόνερο έχει σταματήσει και είναι ευκαιρία να φύγω. Κάνω νόημα στον γκριζομάλλη κύριο για να τον πληρώσω. Πλησιάζει, πληρώνω κι αφού του εύχομαι καλή χρονιά, σηκώνομαι, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στον δρόμο.
Το κρύο δεν αστειεύεται καθόλου. Φοράω τα γάντια μου και συνεχίζω τον δρόμο μου. Τελικά είμαι άτυχη. Πρόλαβα να κάνω μόνο λίγα βήματα και το χιονόνερο ξεκίνησε και πάλι. Ρε πούστη μου, εμένα περίμενε; Συνεχίζω με πιο γρήγορο βηματισμό και ελπίζω να βρω και πάλι κάποιο μαγαζί να μπω μέσα. Αν συνεχίσω έτσι, μάλλον θα μου έχουν σπάσει τα νεύρα από τους πολλούς καφέδες ώσπου να φτάσω σπίτι μου.
Περπατώντας αρκετά σκυφτή, βλέπω μπροστά μου λίγο πιο μακριά μια παράξενη εικόνα. Ένα παγκάκι στα δεξιά του δρόμου και πάνω... μπα, μάλλον από εδώ που είμαι και με το ρημαδιασμένο χιονόνερο να ταλαιπωρεί τα μάτια μου δεν βλέπω καλά. Πλησιάζω διαπιστώνοντας πως δεν με είχε ξεγελάσει η όρασή μου. Πάνω στο παγκάκι είναι ένας... άγιος Βασίλης. Από αυτούς που τριγυρνούν στους δρόμους και τα καταστήματα χαρίζοντας θαλπωρή σε περαστικούς και σε πολλές περιπτώσεις, χρήματα στα εν λόγω καταστήματα. Τον παρατηρώ για λίγο κρατώντας σφιχτά το κασκόλ στο πρόσωπό μου. Δείχνει τόσο μόνος! Σκέφτομαι πόσα δεν ξέρουμε για τον ανθρώπινο πόνο και για τη μοναξιά των ημερών. Δεν μου αρέσει ο πόνος. Δεν μου αρέσει η θλίψη. Δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους μόνους τους. Αποφασίζω να πάω κοντά του.
— «Τι κάνετε μέσα στο κρύο; Γιατί είστε μόνος σας;», τον ρωτάω.
Γυρίζει και με κοιτάζει και μένω έκπληκτη. Είναι ηλικιωμένος. Το πρόσωπό του καλοσυνάτο, αλλά με βαθιές ρυτίδες. Τα μάτια του τόσο ζεστά! Και αυτή η γενειάδα μοιάζει τόσο αληθινή...
— «Δεν κρυώνω κορίτσι μου», μου απαντά, «όσο για τη μοναξιά... αχ, πόσους αιώνες τώρα τη βιώνω...»
Εντάξει, γενικά είμαι τύπος «κουτσοί, στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα», αλλά αυτό με ξεπερνά. Μου κάνει κάποιος πλάκα; Τι συμβαίνει;
— «Τι εννοείτε; Πως είστε αληθινός;», τον ρωτάω λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
— «Πιστεύεις στο πνεύμα των εορτών;», με ρωτά χωρίς να μου απαντήσει.
Το σκέφτομαι για λίγο. Αν πιστεύω. Χμ, για να δω. Θέλω βέβαια να πιστέψω, όλοι έχουμε ανάγκη να πιαστούμε από κάπου, αλλά έτσι που έγινε αυτός ο κόσμος, σε τι διάολο να πιστέψω; Ποιο πνεύμα; Έτσι και βγούμε λίγο πιο έξω από τον κόσμο της φαντασίας μας, μάλλον θα κλαίμε όλοι γοερά. Πιστεύουμε πως περνάμε δύσκολα, αλλά για φαντάσου να ξεβολευόμασταν από την «δύσκολη» κατάστασή μας. Θα το αντέχαμε άραγε; Άρα; Μάλλον δεν πιστεύω τελικά. Απλά κρατάω μέσα μου την ελπίδα για να την χρησιμοποιήσω αυτές τις μέρες και να νιώσω καλύτερα. Επειδή έτσι ορίζει το έθιμο. Τις άγιες αυτές μέρες επιβάλλεται να νιώθουμε καλύτερα. Γιατί; Ίσως για να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από την υπόλοιπη χρονιά. Ίσως για όλα τα συμφέροντα που εξυπηρετούμε έστω άθελά μας.
— «Έτσι ακριβώς», τον ακούω να μου απαντά κουρασμένα.
Διάβασε την σκέψη μου. Τίποτα δεν μου φαίνεται παράξενο.
— «Γιατί είσαι εδώ;», τον ρωτάω πάλι.
— «Επειδή κουράστηκα. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω επιτέλους να μιλήσω με κάποιον. Κάποιον που ν' αφήσει τη ματαιοδοξία του στην άκρη και να δει την αλήθεια».
— «Μπορώ να το κάνω», δηλώνω και το πιστεύω ακράδαντα.
— «Το ξέρω. Αυτός είναι ο λόγος που στάθηκα εδώ να με δεις».
— «Δηλαδή οι άλλοι δε σε βλέπουν;»
— «Όχι. Βλέπουν αυτό που θέλουν. Τα δώρα που θα πάρουν, τα χρήματα που θα ξοδέψουν, το φανταχτερό ρεβεγιόν που θα πάνε και όλο τον υλισμό που τους ικανοποιεί ή και όχι τον εγωισμό».
Έμοιαζε τρελό. Καθόμουν στο ψοφόκρυο και μιλούσα με τον άγιο Βασίλη. Και μάλιστα τον πραγματικό. Έμοιαζε τόσο αληθινή η φιγούρα αυτή απέναντί μου! Να υπήρχε άραγε περίπτωση να ήταν όλο αυτό ένα... ένα... ξέρω 'γώ, όνειρο; Οφθαλμαπάτη; Σκέτη απάτη;
— «Μη με παρεξηγήσεις», ξεκίνησα να του λέω, «αν είσαι πράγματι αληθινός, μπορείς να μου το αποδείξεις με κάποιο τρόπο; Λογικά θα έχεις τη δύναμη».
— «Φυσικά!», μου απάντησε και άπλωσε το χέρι του για να το κρατήσω.
Το έκανα και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Χάθηκα μέσα στη ζεστασιά του, μέσα στο πονεμένο του βλέμμα.
— «Είσαι έτοιμη;», με ρώτησε και κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
Ένας ελαφρύς στροβιλισμός μάς σήκωσε και ταξιδέψαμε μέσα σε μια ζεστή χιονοθύελλα. Δεν έβλεπα τίποτα, μόνο νιφάδες χιονιού σε έναν τρελό ρυθμό. Δεν κρύωνα όμως. Ήταν σαν να με είχε τυλίξει μια γλυκιά θαλπωρή.
Μετά από λίγο σταμάτησαν όλα και βρεθήκαμε σε μια πόλη άγνωστη. Περπατούσαμε ανάμεσα σε συντρίμμια, νεκρούς, τραυματισμένους, ανθρώπους που ούρλιαζαν, άλλους που έτρεχαν με όπλα στα χέρια.
— «Μη φοβάσαι», μου είπε, «δεν μας βλέπει κανείς».
— «Πού είμαστε;»
— «Κάπου στον κόσμο. Τι σημασία έχει το πού; Μια πόλη πάνω στη γη. Μια πόλη που βλέπετε μόνο στις ειδήσεις. Έλα εδώ».
Με οδήγησε μέσα σ' ένα σπίτι κι έβαλα τα κλάματα. Δεν ήταν σπίτι, ήταν ερείπιο. Κουρελούδες στο τσιμεντένιο πάτωμα, σκελετωμένα παιδιά με άδειο βλέμμα.
— «Τα ξέρω αυτά. Γνωρίζω και αυτή την πλευρά. Όμως γιατί με έφερες να το δω; Εγώ η ίδια είπα πως δεν πιστεύω στο πνεύμα των εορτών. Γιατί μου τα δείχνεις;»
— «Μη βιάζεσαι. Έχεις να δεις μερικά πράγματα ακόμα και θα σου εξηγήσω».
Βρεθήκαμε αλλού. Σε κάποια άλλη χώρα ξεχασμένη από όλους τους θεούς. Παιδιά που έπιναν λασπωμένα νερά, εξαθλιωμένα, νηστικά, δυστυχισμένα. Θυμήθηκα έναν άλλο στόχο μου, πολλά χρόνια τώρα. Να γίνω ανάδοχη μητέρα. Αλλά είπαμε. Με τα λόγια μας φτιάξαμε έναν τέλειο κόσμο και με τις πράξεις μας, γαμήσαμε και αυτό το μπουρδέλο που ζούμε. Πήγαμε και αλλού. Σε σπίτια φτωχικά, σε νοσοκομεία με άρρωστα παιδιά, σε χώρους που ζούσαν άστεγα παιδιά. Περάσαμε από όσα μέρη χρειάζονταν για να μαυρίσει η καρδιά μου για πάντα.
— «Είδες αρκετά;»
Το σκοτεινιασμένο βλέμμα μου, του απάντησε.
— «Θέλω να με αφήσεις εδώ. Να νιώσω όλη τη δυστυχία, όλη την εξαθλίωση».
— «Είσαι σίγουρη;»
Όχι ρε πούστη μου, δεν ήμουν. Επειδή είμαι κι εγώ ένα ανθρωπάκι που κάνει επανάσταση από τον καναπέ.
Με γύρισε πάλι πίσω. Εκεί στο παγκάκι. Στεκόμουν αμίλητη και τον άκουσα να μου μιλά.
— «Εσείς με δημιουργήσατε. Δεν το ζήτησα. Σε όλο αυτό τον κόσμο που είδες, δεν έχω τη δύναμη να κάνω κάτι. Δεν είμαι αληθινός. Υπακούω στις επιθυμίες των δυνατών. Αυτοί μπορούν να μ' έχουν. Όταν κάποιο από αυτά τα παιδιά ρωτά γιατί δεν τα επισκέπτομαι, δεν έχω απαντήσεις. Δεν ξέρω ποια ανάγκη σας ικανοποιεί το να υπάρχω. Δημιουργήθηκα για να ζω την θλίψη κάθε χρόνο. Στους αιώνες που πέρασαν, ψάχνω την ευχή που θα μου δώσει ελπίδα. Αυτήν που θα με κάνει να πιστέψω στο πνεύμα μου και ίσως τελικά μπορέσω να κάνω κάτι. Πόσο κουράστηκα με τα ανόητα γράμματα! Σας ακούω κάθε χρόνο να κάνετε ευχή για έναν καλύτερο κόσμο. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Ποιος θα το φροντίσει; Τα παιδιά σας δεν έχουν ανάγκη ποδήλατα και παιχνίδια, αλλά ένα καθαρό κόσμο. Πραγματικά αισθήματα. Μια ευχή. Μια ευχή για τον καθένα είναι. Κάντε την επιτέλους! Αλλιώς αφήστε με στην ησυχία μου!»
Τον κοίταξα τόσο βαθιά στα μάτια, που νόμιζα πως έβλεπα την ψυχή του. Αποφάσισα να του μιλήσω. Πρώτα έκλεισα τα μάτια και τα σήκωσα ψηλά στον ουρανό.
— «Άγιε μου Βασίλη, αυτή τη χρονιά θέλω να ξεχάσεις οποιαδήποτε μαλακία σου ζητήσουν. Μοίρασε παντού θέληση και δύναμη να προσπαθήσουμε επιτέλους ν' αλλάξουμε τον κόσμο. Μοίρασε ανθρωπιά. Αυτό. Ανθρωπιά».
Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια, δεν ήταν εκεί. Θα ορκιζόμουν όμως πως άκουσα από ψηλά έναν γλυκό ήχο. Κάτι σαν... ...σαν κουδουνάκια... και κάτι σαν... Χοχοχο...
Copyright © Σοφία Κραββαρίτη All rights reserved, 2016
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου