Κρεμόταν.
Το αμάξι προσπαθούσε να ισορροπήσει στο χείλος του γκρεμού.
Ο οδηγός ξύπνησε αλλά ήταν πολύ αργά, γιατί αυτή είχε φύγει και είχε πάει στο πίσω μέρος του αμαξιού.
Στην ασφάλεια.
Γλίστρησε για μια στιγμή και ένιωσε το κενό μέσα της να κυριαρχεί.
Κατάφερε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να γεμίσει τα πνευμόνια της με αέρα καθώς η πραγματικότητα φανερωνόταν μπροστά της και πήγαινε μία πίσω και μία μπροστά, σα τραμπάλα.
Το χέρι της απλώθηκε ενστικτωδώς προσπαθώντας να αγγίξει τον οδηγό και να τον ξυπνήσει, μα μάταια.
Αυτός άνοιξε τα μάτια του για να αντικρίσει τον ήλιο που έλαμπε στον ορίζοντα.
Ο Ήλιος κουνιόταν πάνω κάτω ακολουθώντας την κίνηση του αμαξιού στην προσπάθειά του να ισορροπήσει στο κενό και στην άκρη του γκρεμού.
Το αμάξι, παλιό έτριζε τις λαμαρίνες του καθώς το κενό τους τράβαγε μία κάτω στην ανυπαρξία και την άλλη στα ουράνια.
Αυτή αγκάλιασε τον οδηγό από το πίσω μέρος του αμαξιού, και της ασφάλειας, σε μια προσπάθεια μήπως αλλάξει κάτι.
Ο οδηγός ξύπνησε απότομα και στη θέα του κενού ένιωσε όμορφα.
Θα έπεφτε αλλά θα είχε πάρει αυτό που ήθελε.
Κοίταξε στον καθρέφτη και την είδε.
Περίεργα μάτια τριγωνικά, σχεδόν από άλλο κόσμο να τον κοιτάνε και ένα χαμόγελο να του υπόσχεται.
Πήγε να μιλήσει, κάτι να πει, αλλά αυτή του έκλεισε το στόμα και τον φίλησε στο λαιμό.
Ένιωθε τη ζέστη να τον παραλύει και μία ενστικτώδη κίνηση του ποδιού πάτησε το γκάζι κάνοντας τους τροχούς να κινούνται λυσσαλέα στον αέρα.
Ευχήθηκε όπως θα έπεφτε στο κενό να ζούσε για μία ακόμα στιγμή και με κάποιο τρόπο να πήδαγε έξω από το αμάξι και να έσωζε την κατάσταση και μαζί με την κοπέλα να έφευγαν μακρυά.
Μα το αμάξι αυτό δεν τον άφηνε να κάνει βήμα και η φαντασίωση παραμένει πραγματική.
Η στιγμή έπαψε να είναι απόλαυση και έγινε εφιάλτης συνεχόμενος, να κρέμεται στο μπρος και το πίσω σαν εκκρεμές.
Ονειρεύτηκε ότι κάποια στιγμή έπεφτε και γινόταν ένα με το έδαφος, αλλά ένιωθε τα τελευταία δευτερόλεπτα περίεργα.
Ότι ζούσε.
Οι τροχοί γύριζαν λυσσαλέα, αλλά μάταια καθώς δεν έβρισκαν έδαφος να πατήσουν και να κάψουν τα λάστιχά τους.
Τουλάχιστον δε κρεμόταν πλέον.
Ήταν ελεύθερος να νιώθει το άγγιγμά της και ήταν όπως η αίσθηση της πτώσης του κενού, που σε αφήνει μόνο.
Χωρίς ανάσα.
Πέτρος Βαζακόπουλος
Η συνοδευτική φωτογραφία είναι επιλογή και δημιουργία του ίδιου
Του ίδιου:
Just 60's
Σκιά
Χωρίς ανάσα.
Πέτρος Βαζακόπουλος
Η συνοδευτική φωτογραφία είναι επιλογή και δημιουργία του ίδιου
Του ίδιου:
Just 60's
Σκιά