Το δάκρυ του είχε κρυσταλλώσει από πολύ καιρό.
Ζούσε την προσωπική του κόλαση καθώς αδυνατούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να επιδείξει την ταχύτητα και το όμορφο γυαλιστερό του αμάξι, μία δυναμική και ένας χειρισμός που σε έκανε να νιώθεις ξεχωριστός.
Πέρα από τα συναισθήματα δεν είχε απομείνει τίποτα, μόνο η σκόνη που σιγά έπεφτε στο χώμα.
Αυτή, ξανάρθε και έκανε κάτι πολύ κακό, τον γέμισε συναίσθημα.
Όλα μέσα του ήταν σαν ένα κύμα, μία δύναμη που ήθελε απλά να αφεθεί και να τα πάρει όλα στο πέρασμά του, χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες, παρόλα αυτά είχε βγει από τα έγκατα της γης, από την κόλαση την ίδια.
Μόνο αυτή μπορούσε να δει μέσα στον μικρόκοσμό του, κοίταγε τα λάθη του να επαναλαμβάνονται.
Μα αυτός οδηγούσε κάτι, που τον πήγαινε κατευθείαν στον θάνατο.
Ήταν ανήμπορος, χωρίς καθαρή σκέψη, με τα μάτια του καρφωμένα στον δρόμο.
Τα λάστιχα ξαφνικά ούρλιαζαν από τη στροφορμή και το αμάξι πάσχιζε να ξεκινήσει μέσα από καπνούς.
Καταστροφή, ήταν η μόνη του σκέψη.
Αποτελείωσε το παρελθόν και κοίτα μπροστά.
Τα μάτια σου στο δρόμο.
Μα το αμάξι βούλιαζε μέσα σε μια καυτή λάβα, βυθιζόταν και μούγκριζε όσο αυτή το τράβαγε κάτω.
Ώσπου η λάβα κρύωσε και οι τροχοί πάτησαν για τα καλά σε κάτι στέρεο και εκτόξευσαν το αμάξι στο οδόστρωμα κάνοντας το μέταλλο να σκάει από την τήξη και να διαχωρίζεται από τη λήθη.
Παραμορφωμένο στο κάτω μέρος του, θύμιζε κράμα μετάλλων.
Μέσα στο κεφάλι του άκουγε την κόλαση να σφυρηλατεί τον ερχομό του.
Άκουγε τη φωνή της να τον καλεί, μέσα από τους καπνούς.
Να του θυμίζει πως είναι αυτός που αγγίζει τον παράδεισο με το ένα χέρι και με το άλλο τη γη.
Να κάνει ό,τι θέλει.
Να αφήσει το κύμα να χαθεί στο άπειρο και ίσως αυτή κάποια στιγμή να τον καταλάβαινε, να κατέβαινε στην κόλαση μαζί του.
Για να μη καίγεται μόνος.
-Πρέπει να πορευθείς μόνος, ήταν η τελευταία του σκέψη. Για ακόμη μια φορά.
Σα σταγόνα που πέφτει στο νερό.
Μόνος.
Πέρα στον ορίζοντα το κύμα επέστρεψε και το όνειρο σταμάτησε να υπάρχει.
Η φωνή της ακούστηκε από δίπλα καθώς έμπαινε στο αμάξι.
-Και πάλι εδώ, όπως σου υποσχέθηκα.
Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και το αμάξι χάθηκε στο δρόμο με φωτιές να βγαίνουν από τα λάστιχα.
Το κύμα πίσω είχε υψωθεί, έτοιμο να τους κατακλύσει.
Η σκέψη του τώρα είχε ηρεμήσει.
Ένιωθε μια γαλήνη καθώς η μηχανή δούλευε ήρεμα χωρίς διακοπές και του επέτρεπε να κυλά στο δρόμο.
Αυτή χανόταν για ακόμα μια φορά στη θέση του συνοδηγού καθώς αυτός πάλευε με τα συναισθήματά του προσπαθώντας να τα καθησυχάσει, να συμφιλιωθεί.
Γιατί αυτά του μίλαγαν εγωιστικά για εκείνη και την ήθελαν δικιά τους, μόνο μαζί του.
Αυτός δεν έκανε σχεδόν ποτέ αντίδραση απέναντι σε αυτά.
Τα άφηνε να κυριαρχούν όποτε εκείνη εμφανιζόταν.
Η αγάπη του ήταν λάθος, αυτό τον είχε δεσμεύσει μαζί της.
Όλα ήταν λάθος.
Και η ζωή η ίδια.
Στη θέση της υπήρχε αφημένη μια γόπα, την πήρε και την έβαλε στο στόμα του.
Ο καπνός του θύμιζε κάτι γνώριμο και εθιστικό.
Άναψε τον αναπτήρα του αυτοκινήτου και όταν τον έφερε στην άκρη της γόπας για να ανάψει το τσιγάρο και να τραβήξει μια τζούρα, το μετάνιωσε.
Πέταξε το τσιγάρο έξω και κοίταξε τη θέση του συνοδηγού.
Άδεια.
Η γόπα στριφογύρισε πολλές φορές και έσκασε στο δρόμο με την καύτρα να διαλύεται και να χάνεται σε μορφή στάχτης.
Το ίδιο και η σκέψη του για εκείνη.
Νόμιζα πως ήσουν εδώ, αναφώνησε, χωρίς να πάρει κουβέντα πίσω.