Γράφει η Φρόσω Αποστόλου
Είναι βράδυ Κυριακής, κάθομαι μπροστά στο τζάκι. Έξω ο αέρας σφυρίζει με μανία. Ούτε το διανοούμαι να περάσω την πόρτα του σπιτιού μου, να εγκαταλείψω τη θαλπωρή του. Μόνος είμαι εδώ, μόνος θα είμαι κι έξω. Ανοίγω με αργές κινήσεις το κουτί, τα χέρια μου τρέμουν, η ανάσα μου βγαίνει με τη βία. Είναι που έχω χρόνια να το ανοίξω.
Απέφευγα τις αναμνήσεις όπως ο διάολος το λιβάνι, μα απόψε μια φωνή μου ψιθύρισε πως έπρεπε να τις αντιμετωπίσω. Πάντοτε ήμουν λιγάκι δειλός, διστακτικός, φοβισμένος. Μα έρχονταν στιγμές που τα ‘βαζα με τον εαυτό μου, τον έστηνα απέναντι και του τα ‘ψελνα για τη δειλία του. Έτσι κατάφερνα να προχωράω μπροστά.
Στοίβες από φωτογραφίες με πλημμύρισαν χρώματα κι αρώματα. Γέλια και κλάματα ήχησαν στ’ αυτιά μου, μουσικές και πυροβολισμοί. Μια ολάκερη ζωή παρελάμβανε μπροστά μου. Η ταινία της ζωής μου κι εγώ θεατής.
Σαν έπιασα εκείνη την ασπρόμαυρη φωτογραφία τα γέρικα μάτια μου θόλωσαν. Με δυσκολία θαύμασα τα μαύρα σπαστά μαλλιά της γυναίκας μου, τα ροδαλά της μάγουλα και το αγαπημένο χαμόγελό της. Δίπλα της στεκόμουν εγώ. Νέος, αγέρωχος, ευτυχισμένος. Στα χέρια μας κρατούσαμε τα παιδιά μας, το αγόρι και το κορίτσι μας.
Τι ευτυχία ήτανε τούτη; Δυο πλάσματα φτιαγμένα με υλικό τον έρωτα μας, έπαιζαν, έτρεχαν και γέμιζαν το σπιτικό μας. Και τώρα, στη δύση της ζωής μου αναρωτιέμαι που έφταιξα κι όλα πήρανε τέτοια τροπή. Μάλλον δεν τους δίδαξα τι σημαίνει αγάπη. Τίποτε άλλο δε βρίσκω που να δικαιολογεί την κατάληξη αυτή.
Τα δάκρυα με λυτρώνουν. Κλαίω με αναφιλητά κι ο πόνος ημερεύει. Ξάφνου η καρδιά μου φτερουγίζει. Πετά κοντά σου, το ξέρω!
«Κύριε Σταύρο, είναι η ώρα για το βραδινό σας.»
Απάντηση καμία. Η νεαρή γυναίκα τον πλησιάζει. Τα μάτια του είναι ανοιχτά και μουσκεμένα.Του σκουπίζει τα δάκρυα μ’ ένα μαντήλι και του κλείνει τα μάτια.
«Από τον οίκο ευγηρίας σας τηλεφωνούμε. Ο πατέρας σας έφυγε…»
Copyright © Φρόσω Αποστόλου All rights reserved, 2017
Περισσότερα από/για τη Φρόσω Αποστόλου: