Αυτό που μου συνέβη με την Πόλη Στις Φλόγες, δε μου έχει ξανασυμβεί. Το ήξερα το βιβλίο, το είχα δει στις βιτρίνες, το έβλεπα στα sites, είχα διαβάσει μερικά τυχαία κομμάτια του κι ήξερα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο όπου η φήμη του είχε βγει μπροστά από το ίδιο. Η Νέα Υόρκη της παρακμής, του punk, το φανζίν της Σαμ, ένα μεγάλο κομμάτι άρθρου και μια επιστολή, αναφορές σε λογοτεχνικά τέρατα και συγκροτήματα, περιθωριακοί χαρακτήρες κι ετερόκλητοι ήρωες, με φόντο πάντα μια πόλη που ακροβατεί μεταξύ του μαύρου των σκιών και του φωτός, μια πόλη τεράστια και υπερβολική, μια πόλη με τη δική της μουσική που κανείς δεν μπορεί ποτέ να προσδιορίσει και που μοιάζει πάντα έτοιμη να παραδοθεί στην αναρχία, μέσα στην απόλυτη τάξη του χάους της. Θυμάμαι πως με τρόμαξε το κύμα αυτής της φήμης που προηγήθηκε του βιβλίου, γιατί καταλάβαινα πως ένα τέτοιο έργο επικών διαστάσεων και μετά από μια μεγάλη σιωπή στη νέα λογοτεχνία, θα ήταν άδικο να κριθεί πρώτα από τη διαφημιστική του καμπάνια και να διαβαστεί από περιέργεια, περιμένοντας ένα page turner. Γιατί δεν είναι κάτι τέτοιο και είναι πολύ περισσότερα από αυτό.
Οκ, είχα πει, θέλω να το διαβάσω. Βέβαια όταν ήρθε στα χέρια μου, η στιγμή έμεινε στην αιωνιότητα της μνήμης μου, εκεί που αποθηκεύονται όλες αυτές οι μικρογραφίες εικόνων, ήχων κι αναμνήσεων, πράγματα που ξεχνάμε μέχρι μια οικεία σπίθα να τα λούσει πάλι στο φως και να ζωντανέψουν: Το έπιασα, το κοίταξα, το άφησα κάτω, και πήγα να πλύνω τα χέρια μου για να το ξαναπιάσω.
Η πρώτη μεγάλη έκπληξη ήταν στο ίδιο το βιβλίο, στο υλικό του. Μια εξαιρετική έκδοση, κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα της κρίσης και του εφημεριδόχαρτου. Ένα ανάγλυφο εξώφυλλο γεμάτο υποσχέσεις, και γυρνώντας το βιβλίο στο πλάι, ανάμεσα στις κατάλευκες σελίδες του σκόρπια παραλληλόγραμμα του γκρίζου, εκεί που βρίσκονταν όλα αυτά που ήξερα ήδη ότι υπήρχαν. Στο ξεφύλλισμα η μυρωδιά. Αυτή η γνωστή μα ξεχασμένη μυρωδιά του υπέροχου χαρτιού.
Αυτό που μου συνέβη με την Πόλη Στις Φλόγες, δε μου έχει ξανασυμβεί. Γιατί ήρθε στα χέρια μου στα τέλη του Οκτώβρη, σε μια Αθήνα που ζούσε ακόμα το καλοκαίρι της και το βιβλίο μύριζε χειμώνα. Άρχισα να το διαβάζω κι από τις πρώτες ακόμα σελίδες του ένιωθα να με ρουφάει σαν μια μαύρη τρύπα του κόσμου, μια χρονομηχανή που ήθελε να με πετάξει πίσω στο χρόνο και στην άλλη άκρη της γης, και να μην μπορώ, να μη θέλω να ζήσω αυτή την εμπειρία μισή.
Το έκρυψα να μην το βλέπω.
Το έχωσα κάτω από μια στοίβα ρούχα στην ντουλάπα, να μην ακούω το κάλεσμά του, και κάθε φορά που άνοιγα την ντουλάπα, το μάτι μου έπεφτε εκεί στο σωρό από ύφασμα, και πίστευα κάθε φορά πως από κάτω του ξεπεταγόταν μια λάμψη.
Νομίζω πως δε με έχει ξαναβασανίσει βιβλίο τόσο πολύ. Μέχρι που έφτασε ο Νοέμβρης σχεδόν στο τέλος του, και μαζί ήρθε και η στιγμή της Πόλης: Δυο μέρες με απίστευτο, παγωμένο αέρα, δυνατή βροχή, και το κρύο, το απόλυτο κρύο, αυτό το χοντρό κρύο χωρίς υγρασία που σου κόβει την ανάσα μόλις ανοίξεις την πόρτα και αφήσεις πίσω σου τη ζέστη του σπιτιού, τα σημάδια του χειμώνα που επιτέλους ήρθε. Χειμώνας. Και μόνο τότε αφέθηκα να με παρασύρει.
Δεν είναι βιβλίο που διαβάζεται ανάμεσα στα μικρά διαλείμματα της μέρας, ούτε από αυτά που διαβάζει κανείς για να χαλαρώσει. Είναι βιβλίο που απαιτεί αφοσίωση για να σε αποζημιώσει, απαιτεί να είσαι εκεί, απαλλαγμένος από τα σκαλώματα της καθημερινότητας, άδειος από ό,τι είναι δικό σου. Κι αυτή του την απαίτηση στη δείχνει μέσα από τη μουσική του: Δεν μπορείς να διαβάσεις εσύ όπως θέλεις, είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις το ρυθμό του. Αν προσπαθήσεις να διαβάσεις πιο χαλαρά και πιο γρήγορα, θα σε γυρίσει πίσω, ξανά στην αρχή, ξανά στην ίδια πρόταση, μέχρι να του δώσεις όλη την προσοχή σου.
Κι αυτό που σου δίνει εκείνο πίσω είναι ένα μαγικό ταξίδι σ’ έναν κόσμο που δεν έχεις γνωρίσει, αλλά ακριβώς αυτή είναι η μαγεία του: Είσαι κι εσύ εκεί και το ζεις. Ένας αόρατος θεατής κρυμμένος στις σκιές, πάνω από τα κατεδαφιζόμενα κτίρια, μέσα στα σύννεφα καπνού, κάτω από τους θορύβους των δρόμων, πίσω από τους περιθωριακούς κι ονειροπόλους ήρωες, ένας σιωπηλός μάρτυρας της διαφθοράς και της παρακμής και του έρωτα και της αγάπης, η ζωντανή απόδειξη μιας εκπληκτικής αναπαράστασης που αναδείχθηκε εξαιρετικά στη χώρα και τη γλώσσα μας, από μια θαυμάσια έκδοση και μια υπέροχη μετάφραση με ψυχή.
Πως γίνεται ένας τόσο νέος και άπειρος συγγραφέας να γράψει ένα τόσο μεγάλο έργο που μοιάζει τόσο με σύνθεση μουσικής, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή το ρυθμό και το μέτρο του;
Αυτή η ερώτηση τριγυρνούσε στο μυαλό μου συνεχώς, σε κάθε κύκλο ανάγνωσης που έκλεινα κι άνοιγα τον επόμενο μέχρι να φτάσω στο τέλος. Η Πόλη στις Φλόγες δε γράφτηκε σε μια μέρα, ούτε σε μερικούς μήνες, ούτε σε ένα ή δυο χρόνια. Η συγγραφή του από μόνη της ήταν ένα ταξίδι ενηλικίωσης, το ταξίδι του ίδιου του συγγραφέα, ανάμεσα στις σελίδες και τις ιστορίες των ηρώων και της πόλης του.
Όμως αυτή είναι η ευχή και η κατάρα του συγγραφέα: Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Δε μπορεί να σταματήσει να γράφει. Γιατί ένας συγγραφέας μπορεί να στέκεται σ’ έναν αδιάφορο τηλεφωνικό θάλαμο στο δρόμο, και από κάπου να ακούσει μια περαστική φωνή. Ίσως να ακούσει τι λέει, ίσως να πιάσει στον αέρα απλά λίγες λέξεις, ίσως και να μην ακούσει τίποτα. Όμως μέσα σ’ αυτή την περαστική στιγμή γεννιέται μια ιστορία, κι αυτές είναι οι στιγμές της δημιουργίας, μηδαμινές, περαστικές, κι όμως συγκλονιστικές, οι στιγμές που ξέρεις ότι ήρθαν στη ζωή μόνο για λιγότερο από μια στιγμή κι άφησαν το σπόρο τους, περιμένοντας να ανθίσουν, να μεγαλώσουν, να γιγαντωθούν, να γίνουν ιστορίες, να γίνουν κόσμος, να γίνουν εμπειρίες. Αρκεί να τις αρπάξεις.
Κι έτσι ξεκινάνε όλα τα μεγάλα ταξίδια.
Υπήρχαν αλλαγές που τις ένιωθα, κομμάτια που γράφτηκαν όταν ο συγγραφέας ήταν κάποιος, και κομμάτια που γράφτηκαν όταν ο συγγραφέας ήταν κάποιος άλλος. Κάπου εκεί πριν το μεγάλο μπλακάουτ ήρθε η πατρότητα κι έφερε την αλλαγή: Την ωριμότητα, την εμβάθυνση, την ευθύνη, και μαζί την κούραση, την αδεξιότητα, το φόβο, και 800 σελίδες αυτογνωσίας μαζί με άλλες περίπου 150 απίστευτες σελίδες της στιγμής του μπλακάουτ, που περιγράφονται μοναδικά, αριστουργηματικά, και αποτελούν αδιαμφισβήτητα τη μεγάλη κορύφωση του βιβλίου -πόσο μάλλον αν σκέφτεσαι ταυτόχρονα πως αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καν γεννηθεί τότε.
Πώς καταφέρνεις να κρατήσεις ρυθμό κι αρμονία μέσα στις χιλιάδες σελίδες και τα εκατομμύρια λέξεις που ξεχύνονται από μέσα σου σε διάστημα χρόνων, χρόνων που όλα αλλάζουν γύρω σου κι εσύ ο ίδιος; Γράφεις ξανά και ξανά. Γράφεις σα να μην υπάρχει αύριο, διαβάζεις τις λέξεις σου δυνατά. Ξανά. Γράφεις την ίδια σελίδα πέντε, δέκα, είκοσι φορές. Σβήνεις, αλλάζεις τη σειρά των λέξεων, μετακινείς τα σημεία στίξης, ξαναδιαβάζεις δυνατά. Ώρες για μια και μοναδική σελίδα, διατεθειμένος να σκίσεις κομμάτια σου και να τα παραδώσεις για πάντα στη λήθη: 400 σελίδες που έγιναν σκόνη και σκόρπισαν στην ανυπαρξία, πριν αυτό το μεγάλο έργο ανοίξει την πόρτα της απομόνωσης και βγει στον κόσμο και το φως. Εκεί που ισορροπεί μεταξύ της αρμονίας και του απόλυτου χάους, χωρίς ποτέ να παραπατά και να πέφτει. Όπως ακριβώς και σε μια πόλη χειμαρρώδη, όπως η Νέα Υόρκη.
Και το καλύτερο ξέρετε ποιο είναι; Πως σε όλα αυτά τα ερωτήματα μου έδωσε απαντήσεις ο ίδιος. Παράξενες κι αδέξιες ίσως οι ερωτήσεις μου, που παραδέχτηκε πως τον ρωτούσαν για πρώτη φορά. Κι ήταν υπέροχος κι ειλικρινής κι εξομολογητικός, εκείνος στην άλλη άκρη του κόσμου χωμένος στις λέξεις του, κι εγώ με τη γεύση της σαμπάνιας στο στόμα και το ρεφραίν κάποιου τραγουδιού του κόσμου του που έπαιζε ακόμα στο μυαλό μου μετά από αυτή την εμπειρία. Κι αν κάπου οι πιο παλιοί και αυστηροί αναγνώστες και μεγάλοι γνώστες διακρίνουν τα αμυδρά σημάδια της απειρίας, είμαι σίγουρη ότι θα τα παραβλέψουν. Γιατί χωρίς αμφιβολία, η Πόλη στις Φλόγες είναι ένα αριστούργημα της εποχής του.
Όχι, δε θα μπορούσε να είχε γράψει τίποτα λιγότερο τελικά.
Το μυθιστόρημα του Garth Risk Hallberg κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Και συνεχίστε την ανάγνωση. Διαβάστε τί είπε ο ίδιος για το βιβλίο του ακολουθώντας αυτόν τον σύνδεσμο!