Η συγγραφέας μας βάζει αμέσως στο κλίμα του βιβλίου της, συστήνοντας μας στην εισαγωγή έναν εκ των πρωταγωνιστών ο οποίος με προθυμία μας προετοιμάζει για όσα θα επακολουθήσουν:
Με λένε Σταύρο και από τότε που γνώρισα τη Χριστιάνα μέσα μου κουβαλάω έναν σταυρό. Άλλοτε τον σηκώνω με ευχαρίστηση, ενώ άλλοτε με κάνει να θέλω να φύγω από αυτή την πόλη και να μην ξαναγυρίσω ποτέ.[1]
Όλα ξεκινούν όταν η σχεδόν τριανταπεντάχρονη φωτογράφος Χριστιάνα γνωρίζει στην καφετέρια του παιδικού της φίλου Χρόνη στην οποία δουλεύει περιστασιακά, δυο ενδιαφέροντες πελάτες: Ο Ηλίας που διέθετε δικό του κατάστημα ηλεκτρικών ειδών[2] και που επίσης ήταν ανύπαντρος, μοναχογιός και χωρατατζής.[3] Και ο επίσης ελεύθερος φίλος του Σταύρος, που μοιάζει περισσότερο μετρημένος στην συμπεριφορά του και εργαζόταν ως υπάλληλος σε ταξιδιωτικό γραφείο.[4]
Η προσοχή της Χριστιάνας αφιερώνεται περισσότερο στον Ηλία, κι όταν κάποια επόμενη φορά πηγαίνει μόνος του στο μαγαζί, φεύγουν τα ξημερώματα παρέα. Έπειτα από πρότασή του κατευθύνθηκαν στα Καστράκια, τα οποία ήταν μια σειρά από λόφους στην άκρη της πόλης. Στον ψηλότερο λόφο υπήρχε κάποτε ένα οχυρό.[5] Η πρώτη τους συνάντηση σε εκείνο το ειδυλλιακό μέρος τους βοήθησε να έρθουν πιο κοντά, να μάθει και να αγγίξει ο ένας την ψυχή του άλλου.
Κατόπιν το ενδιαφέρον μας μεταφέρεται στην ζωή του Σταύρου, όπου μες από τις σκέψεις του μαθαίνουμε περισσότερα στοιχεία τόσο για την δική του προσωπικότητα όσο και για του φίλου του.
Τον ήξερε τον φίλο του. Αν του άρεσε κάποια κοπέλα, ήταν ικανός να κάνει τα πάντα για να την κατακτήσει. Εν αντιθέσει, ο ίδιος ήταν πάντα σταθερός χαρακτήρας και μετάνιωνε που του είχε στρέψει την προσοχή εκείνο το βράδυ στην Χριστιάνα αναφέροντας πως την έβρισκε ενδιαφέρουσα. Θέλοντας να ξεχάσει τη ζήλια του, επέλεξε να βγει με την Δάφνη. Μετά τη γνωριμία τους, βγήκαν δυο φορές, αλλά ο ενθουσιασμός του Σταύρου ξεφούσκωσε πρόωρα. (…) Η Δάφνη του μιλούσε για τα δικά της, μα το μυαλό του Σταύρου σχημάτιζε την εικόνα μια καστανής κοπέλας που κρατούσε έναν δίσκο.[6]
Στο ενδιάμεσο, το πρώτο επίσημο ραντεβού της Χριστιάνας και του Ηλία καταλήγουν σε ένα μπαράκι, όπου εκεί βρίσκονται τυχαία ο Σταύρος με έναν ακόμη φίλο, τον Νικόλα: Ο Σταύρος κατευθυνόταν ήδη προς το μέρος τους. (…) Ειδικά μόλις την είδε από κοντά, κατέβαλε προσπάθεια για να μην τραυλίσει.[6]
Πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσει μάλιστα, στην παρέα τους προστέθηκε σε λίγο και η Δάφνη. Οι συζητήσεις που επακολούθησαν φανέρωσαν κάποια νέα πράγματα στην Χριστιάνα που μέχρι πρότινος τα αγνοούσε: Κοίταξε πάλι απέναντι προς τον Σταύρο. Από την αντίληψή της δεν ξέφυγε πως η Δάφνη του μιλούσε με τρυφερότητα, όμως εκείνος έδειχνε ν’ αδιαφορεί. (…) Παραδέχτηκε νοερά πως είχε πολύ ζεστό βλέμμα και μια ανεπιτήδευτη ευγένεια.[7]
Κι από δω και πέρα το κουβάρι της ζωής των πρωταγωνιστών μπερδεύεται όλο και περισσότερο από τα «θέλω» και τα «πρέπει» τους.
Η Χριστιάνα, ο Σταύρος, ο Ηλίας η Δάφνη και άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, γίνονται συμμέτοχοι σε μια απρόβλεπτη μοίρα όπου δεν υπάρχει σωστό και δίκαιο, παρά μονάχα όνειρα και εφιάλτες.
Τελειώνοντας, η προσωπική μου αίσθηση από το έργο είναι πως παραμένει τόσο αυθόρμητα και περιεκτικά γραμμένο σε όλη τη διάρκειά του, που εξαρχής ένιωσα ότι δεν διάβαζα λέξεις στις σελίδες του μα αντίκριζα αυτούσια τα συναισθήματα και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών!
…κι είναι σίγουρο πως κάποιοι θα συναντήσουν ψήγματα και της δικής τους προσωπικής ιστορίας σε τούτο το μυθιστόρημα…
Το μυθιστόρημα της Έλενας Σαλιγκάρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.
Περισσότερα από/για την Έλενα Σαλιγκάρα και το βιβλίο:
[1] Σελ. 7-Εισαγωγή «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[2] Σελ. 12 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[3] Σελ. 13 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[4] Σελ. 13 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[5] Σελ. 16 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[6] Σελ. 21-22 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα
[7] Σελ. 29 «Πέρα από τη γέφυρα» Έλενα Σαλιγκάρα, ©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ, 2016 Αθήνα