Η συγγραφέας Ελένη Γαληνού μας μεταφέρει με την φαντασία της μια συγκινητική ιστορία που διαδραματίζεται στην γενέτειρά της, την Μυτιλήνη. Κεντρικός της ήρωας είναι η ηλικιωμένη Ροζαλία την οποία και συναντούμε να ζει στα ογδόντα της χρόνια σε μια μονοκατοικία στην Αθήνα, συνοδευόμενη από κάποια προβλήματα υγείας.
Η ζωή της αλλάζει κάποιο πρωινό όταν ανακαλύπτει στη βιβλιοθήκη της ένα ταλαιπωρημένο ημερολόγιο για το οποίο όλα τα στοιχεία δείχνουν πως είναι δικό της. Μέσα του μάλιστα συναντά εκτός από κάποια γραφόμενά της και μια ζωγραφιά, στοιχεία τα οποία ωστόσο καλύπτονται από το αδιόρατο πέπλο της επιλεκτικής της αμνησίας. Όμως αυτές οι αναμνήσεις δεν γίνεται να μείνουν για πάντα κρυφές, κι έτσι συναντούμε την ηρωίδα μας να αρχίζει να θυμάται σιγά σιγά όλα εκείνα τα γεγονότα που έδιωχνε πεισματικά απ’ τη μνήμη της, προσπαθώντας παράλληλα να εξιλεωθεί και, αν είναι δυνατόν, να διορθώσει όλα εκείνα τα κακώς κείμενα που εκκρεμούσαν στην ζωή της.
Ο μόνος που στέκει εγκάρδιο στήριγμά της στην πορεία αυτή είναι ο συνομήλικος φίλος της Μάξιμος. Ο οποίος, όπως ομολογεί η ίδια: Αυτός ο άνθρωπος ήταν πάντα δίπλα της. Στοργικός, ευγενικός, προστατευτικός, όμως πάντα φίλος.[1]
Στα επόμενα κεφάλαια η πένα της συγγραφέως μας μεταφέρει σε γεγονότα που συνέβησαν ογδόντα χρόνια πριν, στην Μυτιλήνη του 1936. Τότε που ο ευκατάστατος Ιάκωβος βιώνει συγχρόνως την χαρά και το δράμα. Η γυναίκα του Νόρα έχει μόλις γεννήσει τα δίδυμα κορίτσια τους κι έπειτα ξεψυχά βυθίζοντας τον άντρα της σε κατάθλιψη. Τα παιδιά παίρνουν τα ονόματα Αιμιλία και Ροζαλία και μεγαλώνουν με την φροντίδα και την αγάπη την μόνης υπηρέτριας που απέμεινε στην άλλοτε πλούσια οικογένεια, της Ευανθίας.
Ωστόσο ο πόνος του Ιάκωβου για τον χαμό της αγαπημένης του Νόρας τον ωθεί ν’ απαρνηθεί τις χαρές της ζωής και ν’ αδιαφορήσει για την ανατροφή των δυο κοριτσιών του. Το ίδιο συμβαίνει συγχρόνως και για τα χρέη του που διογκωνόταν όλο και περισσότερο. Σε τούτη τη δύσκολη και παρατεταμένη περίοδο, έβρισκε μοναδική διέξοδο στο ποτό, προσπαθώντας μάταια να σβήσει το παρελθόν.
Παρότι στερημένες λοιπόν από την πατρική αγάπη και τις όποιες άλλες κοινωνικές συναναστροφές θα έπρεπε να είχαν ως παιδιά, οι κοπέλες μεγαλώνουν με όλους τους καλούς τρόπους που τους μαθαίνει η Ευανθία. Τρόπους δηλαδή που ήταν εφάμιλλοι με την περηφάνια που κουβαλούσε η γενιά τους.
Όμως οι επιλογές του Ιάκωβου ήταν μοιραίο να τον οδηγήσουν σ’ αυτό που ενδόμυχα ποθούσε: Το μαράζι ρούφηξε και την τελευταία στάλα ζωής του και σε λιγότερο από χρόνο τον απάλλαξε από ο βάρος τούτης της μίζερης, εγκαταλελειμμένης ύπαρξης.[2]
Στα επόμενα χρόνια η ανέχεια και η συνεχής προσπάθεια για να μεγαλώσουν τα παιδιά με αξιοπρέπεια κάτω από την προστασία της Ευανθίας, συνεχιζόταν αμείωτη. Το μεγαλοπρεπές σπίτι που κατοικούσαν ήταν και το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τους έμενε, μα κι αυτό κατέρρεε. Σύντομα αποφασίζουν από κοινού η γηραλέα Ευανθία και οι δεκατετράχρονες Ροζαλία και Αιμιλία να το πουλήσουν.
Το σχέδιο της υπηρέτριας που τώρα πια είχε γίνει πνευματική τους μητέρα, ήταν ένα: Η μόνη λύση που μπορώ να σκεφτώ είναι να το πουλήσουμε. Οι τρεις μας θα μετακομίσουμε στο σπιτάκι του κήπου, κάτω κάτω στο κτήμα.[3]
Τελικώς, το αρχοντικό τους πουλήθηκε στον Δημήτριο Συμεωνίδη, έναν ευκατάστατο άντρα γύρω στα εβδομήντα (…) Με καταγωγή από τη Σμύρνη, είχε μεγάλη αγάπη για τα παράλια της Μικράς Ασίας, τα ένιωθε πάντα σαν πατρίδα του (…) Η ιστορία της Ευανθίας και των ορφανών κοριτσιών του Ιάκωβου Καρέλλη ήταν σαν να χτύπησε μια πολύ ευαίσθητη χορδή μέσα του. Κι ο ίδιος είχε ορφανέψει από παιδί και δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι είχε υπάρξει τυχερός που μπόρεσε να διατηρήσει την οικογενειακή του περιουσία.[4]
Η άφιξή του μάλιστα στο νησί έμελλε να ενεργοποιήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις μετέπειτα ζωές των ηρώων μας…
Στην διάρκεια της ανάγνωσης του έργου ζούμε την συγκινητική προσπάθεια των ηρώων να ζήσουν τα όνειρά τους, μαχόμενοι τόσο μες από όρκους καρδιάς όσο και ιστορικά γεγονότα που θα φέρουν ανατροπές στις ζωές τους. Σ’ αυτό βοηθά τόσο ο τρόπος που μας παρουσιάζει τα γεγονότα η συγγραφέας, όσο και η γλαφυρότητα των λέξεων της, για τις οποίες φροντίζει να σταλάζουν σταγόνα σταγόνα περισσότερες μνήμες[5] στα δικά μας ερωτήματα.
Θα συναντήσουμε απογοητεύσεις και εξομολογήσεις, με τους πρωταγωνιστές να μονολογούν ότι η αληθινή αγάπη σου χτυπάει την πόρτα μόνο μια φορά, και την δική μου την έχει ήδη χτυπήσει, μόνο που εγώ δεν έπρεπε να της ανοίξω.[6]
Και στο τέλος το σημαντικότερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ένα: Τι θα ένιωθε, άραγε, εκείνη όταν θυμόταν όσα είχαν συμβεί και όταν μάθαινε αυτά που αγνοούσε;[7]
Το μυθιστόρημα της Ελένης Γαληνού, Όσα δεν έγιναν λέξεις, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Αθήνα 2016. Η Ροζαλία, μια ογδοντάχρονη γυναίκα, ζει μόνη σε μια παλιά μονοκατοικία στην Αθήνα. Ένα πρωί ανακαλύπτει στη ράχη της βιβλιοθήκης της ένα ξεφτισμένο ημερολόγιο. Από τον γραφικό χαρακτήρα αντιλαμβάνεται πως είναι δικό της, όμως αδυνατεί να θυμηθεί την ύπαρξή του. Καθώς το ξεφυλλίζει, εκπλήσσεται δυσάρεστα. Οι σκισμένες σελίδες, οι μουτζούρες και οι βίαια κομμένες φωτογραφίες δεν αρμόζουν στον ευγενικό της χαρακτήρα. Σε κάποια σελίδα συναντάει μια ζωγραφιά που της κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον από τον περίεργο τρόπο που είναι κομμένη. Πασχίζει να βρει απάντηση, όμως παράλληλα νιώθει πως αυτή η λήθη την προστατεύει από κάτι σκοτεινό και απειλητικό.
Το βράδυ, καθώς πηγαίνει να κοιμηθεί κρατώντας το ημερολόγιο, ένα χαρτάκι θα γλιστρήσει από μέσα, όμως εκείνη δεν θα το δει. Είναι το κομμάτι που έλειπε από τη ζωγραφιά που τόσο την είχε προβληματίσει.
Το σκουριασμένο γρανάζι της μνήμης θα αρχίσει πάλι να γυρνάει και να φέρνει στο φως συγκλονιστικά γεγονότα, ανατρεπτικές αλήθειες, έρωτα, προδοσία, παιχνίδια της μοίρας και του μυαλού, που συντάραξαν τη ζωή της.
Ένα σκισμένο ημερολόγιο, μια παλιά ζωγραφιά και οι χτύποι ενός ρολογιού θα ενώσουν και τα τελευταία κομμάτια της ιστορίας της και με τον τρόπο τους θα αποκαλύψουν Όσα δεν έγιναν λέξεις.
Περισσότερα από/για την Ελένη Γαληνού:
[1] Σελ.20-21 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[2] Σελ.59-60 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[3] Σελ.63 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[4] Σελ.66-67 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[5] Σελ.211 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[6] Σελ.170-171 «Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016
[7] Σελ.331«Όσα έγιναν λέξεις» Ελένη Γαληνού, Διόπτρα 2016