Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Α.Σ.: Η έκπληξή μου όταν βρέθηκα να περιπλανιέμαι στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι. Η συνειδητοποίηση της άγνοιάς μου για ένα πολύ σημαντικό συμβάν της ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα γεγονός που άλλαξε την πορεία του Αγώνα κι έδωσε νέα πνοή σε μια υπόθεση που εκείνη τη χρονιά -κι ενώ ο Ιμπραήμ αλώνιζε στην Πελοπόννησο- φαινόταν πια χαμένη. Με καθήλωσε η απόφαση της Επιτροπής που αποφάσισε την Έξοδο κι έτσι διάλεξα να μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορική στιγμή του έθνους σ’ ένα βιβλίο μου. Όταν αργότερα αγόρασα σπίτι στην οδό Κασομούλη κι έμαθα ότι ο Κασομούλης ήταν μέσα στο Μεσολόγγι κατά την πολιορκία και πρωτοστάτησε στην Έξοδο -και μάλιστα έγραψε ολόκληρο βιβλίο για το θέμα- κατάλαβα ότι η μοίρα μίλησε: έπρεπε να γράψω για την Έξοδο. Μόνο που θα το έκανα με τον δικό μου τρόπο -θέλοντας πρωτίστως να προκαλέσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη ώστε να ψάξει ο ίδιος με τη σειρά του εκείνη την περίοδο της Επανάστασης.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Α.Σ.: Έξοδος.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Α.Σ.: Να πληρώσει τον Ένφια και τη λοιπά χρέη, να ανάψει τη θέρμανση, να ρυθμίσει τον φωτισμό, να αποσυνδεθεί από το facebook (ξέρω, ζητάω πολλά), να ζητήσει συγχώρεση για τα ατοπήματά του, να διαλογιστεί πάνω στο κάρμα, να συνδιαλαγεί με το εσώτερο εγώ, να προβεί σε καθαρμούς ψυχής και επιτέλους να αγοράσει το βιβλίο.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Α.Σ.: Θα πηγαίναμε στο Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, θα πίναμε τσίπουρα και θα τρώγαμε αυγοτάραχο, θα κάναμε βόλτες πλάι στη λιμνοθάλασσα με φεγγαρόφωτο (αν μάλιστα πείθαμε κάποιον ψαρά να μας πάει βαρκάδα, ακόμη καλύτερα), θα απαγγέλαμε όρκους αιώνιας αγάπης -πασπαλισμένους με λίγους στίχους από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού- και θα επιστρέφαμε στην τύρβη της καθημερινότητας ύστερα από ένα γεμάτο ερωτικό τριήμερο…
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Α.Σ.: «Ένιωθα ένα ελαφρύ μυρμήγκιασμα στο κορμί μου καθώς πλησίαζα σ’ αυτόν τον τόπο του μυστηρίου. Ελάττωσα μάλιστα κάπως την ταχύτητα του αυτοκινήτου, σαν να μην ήμουν σίγουρος γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω. Όλα αυτά που άκουγα τόσο καιρό με είχαν εντέλει ανησυχήσει, είναι η αλήθεια, και η αρχική μου σιγουριά γι’ αυτό το ταξίδι είχε μειωθεί αρκετά.
Όμως δεν μπορούσα πια να κάνω πίσω. Τι θα έλεγα στους φίλους μου; Ότι δείλιασα την τελευταία στιγμή; Ότι λιγοψύχησα; Χώρια που το μυστήριο με τραβούσε όπως το φως τα έντομα μια νύχτα του καλοκαιριού».
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Ο Άρης Σφακιανάκης κάνει πρόταση. Επιστρατεύει νέες φόρμες -κι αφορμές- και ασχολείται με ένα υπέροχο ιστορικό ελληνικό θέμα αλλά με άποψη, και όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα που δεν είναι ούτε ιστορικό, ούτε φανταστικό, ούτε ρομαντικοερωτικό, ούτε κοινωνικό αλλά είναι όλα τα παραπάνω.
Ξέρω, δεν είμαι ιδιαίτερα διαφωτιστική.
Έχει υπέροχη ροή -δε σου επιτρέπει να το παρατήσεις στη μέση- και έναν γλυκό ρομαντισμό εποχής -λόγω γραμματοσειράς και χαρτιού που θυμίζει αναγνωστικά ταξίδια των 80ς- ενώ ουσιαστικά προτάσσει μεταμοντέρνες αύρες και νέο στυλ. Ξεφεύγει από παλαιότερες δικές του φόρμες ανοίγοντας νέους συγγραφικούς δρόμους για τα βιβλιοταξίδια του και ο αναγνώστης ξαφνιάζεται ευχάριστα από τον φρέσκο αέρα καθώς δοκιμάζει με επιτυχία τούτον τον πρωτοπρόσωπο τρόπο του.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
Ένας συγγραφέας ετοιμάζεται να γράψει το καινούργιο του βιβλίο. Για να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται, σχεδιάζει να ταξιδέψει σε μια μακρινή πολιτεία.
Οι φίλοι του προσπαθούν να τον αποτρέψουν: «Είναι διαβολότοπος, τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;» επιμένουν.
Εκείνος τους αγνοεί, κι έτσι ένα ωραίο πρωί ξεκινάει το ταξίδι του.
Δυο μέρες αργότερα θα βρεθεί σ’ ένα μέρος που ξεπερνάει την ίδια του τη φαντασία. Και γίνεται ο ίδιος ήρωας στο βιβλίο που σκόπευε να γράψει.
Το βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο δημιουργός του εξωφύλλου Φώτης Πεχλιβανίδης είπε:
"Κάθε φορά που σχεδιάζω προσπαθώ να εκφράσω ανθρώπινα συναισθήματα. Η όλη προσπάθεια έχει να κάνει με το πέρασμα από το χάος των συναισθημάτων στην τάξη του εφικτού. Έτσι και τώρα, άπλωσα λεκέδες, πιτσιλιές και φόρμες τυπογραφικών στοιχείων, πρόσθεσα σε όλα την ανθρώπινη παρουσία και τα άφησα να τραγουδήσουν το τραγούδι τους. Εσείς απλά ακούστε το με τα μάτια.
Παραδοθείτε στην υπέροχη μελωδία των λέξεων."[1]
Ο Άρης Σφακιανάκης γεννήθηκε το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ, κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη (1984), Ο τρόμος του κενού (1990), Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων (1993), Δεν ήξερες... δεν ρώταγες! (1998). Το 2002 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα με τίτλο Μπέιμπι Σίτινγκ. Ακολούθησαν τα βιβλία Το περσικό φιλί (2004), Μητροπόλεις, ιστορίες, παράδεισοι (Ελληνικά Γράμματα, 2006) Η μοναξιά δεν μου ταιριάζει (2008), Ου μπλέξεις (2011), Παντρεμένες (2013) και Έξοδος (2016). Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και το σενάριο.
[1] Δημοσιευμένο στη σελίδα του συγγραφέα για το βιβλίο στο facebook