Ο Λεντς ως ιστορικό πρόσωπο
Ο συγγραφέας του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) Γιάκομπ Μίκαελ Ράινχολντ Λεντς, γεννημένος στα 1751, έμεινε στο Ban de la Roche στα Βόγια, στο σπίτι του φιλάνθρωπου πάστορα Johan Friedrich Oberlin από τις 20 Ιανουαρίου ως τις 8 Φεβρουαρίου 1778. Η άφιξη και η αναχώρησή του σηματοδοτούν την αρχή και το φινάλε του έργου του Μπύχνερ.
Το έργο
Το Λεντς -τίτλος που δόθηκε στο κείμενο από μεταγενέστερους εκδότες- είναι το μόνο έργο πρόζας με υπόθεση του συγγραφέα. Γράφτηκε στα 1835, 43 χρόνια μετά το θάνατο του Γιάκομπ Λεντς, με αφορμή ένα πραγματικό επεισόδιο από τη ζωή του, το οποίο βίωσε ο ιερωμένος Όμπερλιν, και την παράλληλη συνδρομή μαρτυριών του Γκαίτε. Το κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, έμεινε σε μορφή προχείρου αλλά σχετικά κοντά στο τέλος. Αυτή η βιωματική μυθογραφία-περιγραφή του νευρικού συστήματος ενός σχιζοφρενή αποτελεί το πρώτο έργο σε τρίτο πρόσωπο που γράφτηκε ποτέ για την ψυχοπάθεια. Μάλιστα, μεταγενέστεροι κριτικοί θαύμασαν την ακρίβεια του Μπύχνερ στην περιγραφή της σχιζοφρένειας.
Ο Γκέοργκ Μπύχνερ... ως γιος στρατιωτικού γιατρού σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο. Πέθανε σε νεαρή ηλικία το 1837 (στα 24 του) από τυφοειδή πυρετό όμως παρά το μικρό του συγγραφικό έργο διαφαίνεται το πνεύμα του. Τα θεατρικά του προπορεύονται της εποχής του ενώ θεωρείται πρόδρομος του θεατρικού εξπρεσιονισμού.
Στην υπόθεση... το σπίτι του πάστορα Όμπερλιν και της συζύγου του αποτελεί μια εστία φωτός με αποτέλεσμα η καλή του φήμη να έλκει φίλους. Ο Λεντς καταφθάνει απρόσκλητος, εισβάλλει ουσιαστικά, αναζητώντας την προσωπική του ηρεμία, να βρει διεξόδους στους προβληματισμούς του και να καταφέρει να ολοκληρώσει τη συγγραφή του. Το έργο πραγματεύεται την πορεία του ιδιοφυούς συγγραφέα προς την τρέλα, αποτελεί ένα σκιαγράφημα της ταραγμένης του ψυχής και περιλαμβάνει τις συνιστώσες που αφορούν το περιβάλλον, τα κοινωνικά αδιέξοδα και τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα από ένα πρίσμα παραλληλισμού της αναζήτησης του μέσου ανθρώπου κάθε εποχής και της τρέλας.
Όταν ένα φως συναντά ένα άλλο, ενώνονται ή κατ’ανάγκη χωρίζουν; γράφει στο δελτίο τύπου και αυτόν τον παράγοντα οφείλουμε να "δούμε" μέσα από τα "μάτια" του Λεντς.
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από τις απόπειρες των συντελεστών της αφού τόσο η Ροζίτα Σώκου έπρεπε να μετατρέψει το πεζογράφημα του Μπύχνερ σε θεατρικό χωρίς να χάσει, ή να χαθεί, στις προσωπικότητες των ηρώων του συγγραφέα και ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ψυχοπάθεια του κεντρικού χαρακτήρα και παράλληλα ο Γιώργος Λιβανός ανέλαβε το ρίσκο της τόλμης για ένα τέτοιο δυστοπικό κείμενο κλασικού ρεπερτορίου όπου το λευκό εναλλάσσεται με το μαύρο όπως το φως με το σκοτάδι πάνω και γύρω από έναν "χαρισματικό" Λεντς που όμως διαθέτει μια περίπλοκη προσωπικότητα διαφόρων μεταπτώσεων και αποχρώσεων καθώς κινείται από την νηφαλιότητα ως την βία, από την σκληράδα ως την υπερευαισθησία, από την χαρά ως την δυστυχία και από την οξύνοια ως την παράνοια χωρίς να είναι διανοητικά μισός... ενώ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες διαθέτουν μια δυαδική ψυχολογία, συμπομονετικοί προς τον συνάνθρωπό τους και κουρασμένοι την ίδια ώρα υπομένοντας τον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεταπτωτικός προς την τρέλα Λεντς καταφέρνει να διαταράξει, αν όχι ισοπεδώσει, τις όποιες κοινωνικές δομές (συνήθειες, ρόλοι, πολιτεία, θρησκεία, νόμοι, ηθική...) με αιρετικά απόλυτο λόγο όμως άρτια επιχειρηματολογημένο. Θα λέγαμε ότι εκεί που καταρρέει το αστικό δόμημα βρίσκεται ο Λεντς και πως τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο για τους ενοίκους εκείνου του σπιτιού.
Η παράσταση έχει ως πλεονέκτημα την γεμάτη πάθος προσωπικότητα του σκηνοθέτη της, Γιώργου Λιβανού, ο οποίος εμβαθύνει μέσα στους χαρακτήρες των έργων του με απώτερο σκοπό την πραγματοποίηση του οράματός του -και όχι τις σίγουρες εισπράξεις ή κάποιο άλλο παρόμοιο κίνητρο, σεβαστό φυσικά, αλλά παρεμπόδιο πολλές φορές ως προς την επίτευξη του στόχου- και, από την άλλη, τη Ροζίτα Σώκου να προσθέτει μεράκι, ωριμότητα και πλούσια εμπειρία χρόνων. Τίποτα βέβαια δε θα ήταν το ίδιο αν δίπλα σε αυτά τα πρόσωπα στεκόταν ένας άλλος πρωταγωνιστής και όχι ο Ζαχαρίας Ρόχας. Προσωπικά εγκλωβίστηκα στην καθηλωτική του παρουσία, στις αιχμηρές του ματιές, στις κυκλοθυμικές του αύρες καθώς πηγαινοερχόταν μετεωριζόμενος στο μεταίχμιο ανάμεσα σε τρέλα και λογική, στην πάλη του εαυτού του με τον ίδιο (ή με τον κόσμο όλο), στην εσωτερικότητα της φύσης του Λεντς που δε προορίζεται για δημόσιο βίο (βάση των κοινωνικών συμβάσεων, των ευρέως αποδεκτών ηθών, των άγραφων τύπων, κ.ο.κ.), στο υπέρλαμπρο και άκρως παρεξηγήσιμο πνεύμα του, στην μπερδεμένη προσωπικότητά του... είναι τόσα πολλά! Και ο Ρόχας "ντύθηκε" τον Λεντς στο απόλυτο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι συντελεστές εργάστηκαν για την αναπαραστατική πιστότητα της εποχής, των ψυχογραφημάτων, της εύθραυστης ισορροπίας. Οι ηθοποιοί με τις συγκροτημένες ερμηνείες τους και την μεγάλη αίσθηση τής ευθύνης απέναντι στα πρόσωπα και το έργο ενώ τόσο οι συνθέσεις της Νίκης Γκουντούμη όσο και τα κοστούμια της Γιοβάννας Πρασίνου εναρμονίζονται με το περιβάλλον και την εποχή και ολοκληρώνουν το οπτικοακουστικό δέσιμο.
Αν θα μπορούσε ένας θεατής να ταυτιστεί με τον Λεντς ή με κάποιο άλλο πρόσωπο του έργου; Ναι, θα μπορούσε. Με όλα τα πρόσωπα του έργου, ανεξαιρέτως. Η δόμηση είναι τέτοια ώστε να ανακαλύπτεις σε αυτούς τους χαρακτήρες τη δική σου φιλοσοφία· κι έτσι, μπορείς να θαυμάσεις τον φιλάνθρωπο πάστορα (ποιος δε θα θελε να φημίζεται για την φιλανθρωπία του ή να ανήκει στην υψηλή τάξη), να υπερασπιστείς την αλληλέγγυα σύζυγό του (και στήριγμά του), να κατανοήσεις τις διαθέσεις του δασκάλου (τις μεθόδους του, την προσέγγισή του...), να συγκατανεύσεις δίπλα στην οικιακή βοηθό... αλλά περισσότερο από όλα, να ασπαστείς το πνεύμα και να συμπαθήσεις τον ταραγμένο Λεντς. Κι αυτή τη συμπάθεια του θεατή την ανταλλάσσει με αμέριστη κατανόηση ο ήρωας και με από καρδιάς χειροκρότημα ο θεατράνθρωπος.
Ο συγγραφέας του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) Γιάκομπ Μίκαελ Ράινχολντ Λεντς, γεννημένος στα 1751, έμεινε στο Ban de la Roche στα Βόγια, στο σπίτι του φιλάνθρωπου πάστορα Johan Friedrich Oberlin από τις 20 Ιανουαρίου ως τις 8 Φεβρουαρίου 1778. Η άφιξη και η αναχώρησή του σηματοδοτούν την αρχή και το φινάλε του έργου του Μπύχνερ.
Το έργο
Το Λεντς -τίτλος που δόθηκε στο κείμενο από μεταγενέστερους εκδότες- είναι το μόνο έργο πρόζας με υπόθεση του συγγραφέα. Γράφτηκε στα 1835, 43 χρόνια μετά το θάνατο του Γιάκομπ Λεντς, με αφορμή ένα πραγματικό επεισόδιο από τη ζωή του, το οποίο βίωσε ο ιερωμένος Όμπερλιν, και την παράλληλη συνδρομή μαρτυριών του Γκαίτε. Το κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, έμεινε σε μορφή προχείρου αλλά σχετικά κοντά στο τέλος. Αυτή η βιωματική μυθογραφία-περιγραφή του νευρικού συστήματος ενός σχιζοφρενή αποτελεί το πρώτο έργο σε τρίτο πρόσωπο που γράφτηκε ποτέ για την ψυχοπάθεια. Μάλιστα, μεταγενέστεροι κριτικοί θαύμασαν την ακρίβεια του Μπύχνερ στην περιγραφή της σχιζοφρένειας.
Ο Γκέοργκ Μπύχνερ... ως γιος στρατιωτικού γιατρού σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο. Πέθανε σε νεαρή ηλικία το 1837 (στα 24 του) από τυφοειδή πυρετό όμως παρά το μικρό του συγγραφικό έργο διαφαίνεται το πνεύμα του. Τα θεατρικά του προπορεύονται της εποχής του ενώ θεωρείται πρόδρομος του θεατρικού εξπρεσιονισμού.
Στην υπόθεση... το σπίτι του πάστορα Όμπερλιν και της συζύγου του αποτελεί μια εστία φωτός με αποτέλεσμα η καλή του φήμη να έλκει φίλους. Ο Λεντς καταφθάνει απρόσκλητος, εισβάλλει ουσιαστικά, αναζητώντας την προσωπική του ηρεμία, να βρει διεξόδους στους προβληματισμούς του και να καταφέρει να ολοκληρώσει τη συγγραφή του. Το έργο πραγματεύεται την πορεία του ιδιοφυούς συγγραφέα προς την τρέλα, αποτελεί ένα σκιαγράφημα της ταραγμένης του ψυχής και περιλαμβάνει τις συνιστώσες που αφορούν το περιβάλλον, τα κοινωνικά αδιέξοδα και τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα από ένα πρίσμα παραλληλισμού της αναζήτησης του μέσου ανθρώπου κάθε εποχής και της τρέλας.
Όταν ένα φως συναντά ένα άλλο, ενώνονται ή κατ’ανάγκη χωρίζουν; γράφει στο δελτίο τύπου και αυτόν τον παράγοντα οφείλουμε να "δούμε" μέσα από τα "μάτια" του Λεντς.
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από τις απόπειρες των συντελεστών της αφού τόσο η Ροζίτα Σώκου έπρεπε να μετατρέψει το πεζογράφημα του Μπύχνερ σε θεατρικό χωρίς να χάσει, ή να χαθεί, στις προσωπικότητες των ηρώων του συγγραφέα και ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ψυχοπάθεια του κεντρικού χαρακτήρα και παράλληλα ο Γιώργος Λιβανός ανέλαβε το ρίσκο της τόλμης για ένα τέτοιο δυστοπικό κείμενο κλασικού ρεπερτορίου όπου το λευκό εναλλάσσεται με το μαύρο όπως το φως με το σκοτάδι πάνω και γύρω από έναν "χαρισματικό" Λεντς που όμως διαθέτει μια περίπλοκη προσωπικότητα διαφόρων μεταπτώσεων και αποχρώσεων καθώς κινείται από την νηφαλιότητα ως την βία, από την σκληράδα ως την υπερευαισθησία, από την χαρά ως την δυστυχία και από την οξύνοια ως την παράνοια χωρίς να είναι διανοητικά μισός... ενώ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες διαθέτουν μια δυαδική ψυχολογία, συμπομονετικοί προς τον συνάνθρωπό τους και κουρασμένοι την ίδια ώρα υπομένοντας τον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεταπτωτικός προς την τρέλα Λεντς καταφέρνει να διαταράξει, αν όχι ισοπεδώσει, τις όποιες κοινωνικές δομές (συνήθειες, ρόλοι, πολιτεία, θρησκεία, νόμοι, ηθική...) με αιρετικά απόλυτο λόγο όμως άρτια επιχειρηματολογημένο. Θα λέγαμε ότι εκεί που καταρρέει το αστικό δόμημα βρίσκεται ο Λεντς και πως τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο για τους ενοίκους εκείνου του σπιτιού.
Η παράσταση έχει ως πλεονέκτημα την γεμάτη πάθος προσωπικότητα του σκηνοθέτη της, Γιώργου Λιβανού, ο οποίος εμβαθύνει μέσα στους χαρακτήρες των έργων του με απώτερο σκοπό την πραγματοποίηση του οράματός του -και όχι τις σίγουρες εισπράξεις ή κάποιο άλλο παρόμοιο κίνητρο, σεβαστό φυσικά, αλλά παρεμπόδιο πολλές φορές ως προς την επίτευξη του στόχου- και, από την άλλη, τη Ροζίτα Σώκου να προσθέτει μεράκι, ωριμότητα και πλούσια εμπειρία χρόνων. Τίποτα βέβαια δε θα ήταν το ίδιο αν δίπλα σε αυτά τα πρόσωπα στεκόταν ένας άλλος πρωταγωνιστής και όχι ο Ζαχαρίας Ρόχας. Προσωπικά εγκλωβίστηκα στην καθηλωτική του παρουσία, στις αιχμηρές του ματιές, στις κυκλοθυμικές του αύρες καθώς πηγαινοερχόταν μετεωριζόμενος στο μεταίχμιο ανάμεσα σε τρέλα και λογική, στην πάλη του εαυτού του με τον ίδιο (ή με τον κόσμο όλο), στην εσωτερικότητα της φύσης του Λεντς που δε προορίζεται για δημόσιο βίο (βάση των κοινωνικών συμβάσεων, των ευρέως αποδεκτών ηθών, των άγραφων τύπων, κ.ο.κ.), στο υπέρλαμπρο και άκρως παρεξηγήσιμο πνεύμα του, στην μπερδεμένη προσωπικότητά του... είναι τόσα πολλά! Και ο Ρόχας "ντύθηκε" τον Λεντς στο απόλυτο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι συντελεστές εργάστηκαν για την αναπαραστατική πιστότητα της εποχής, των ψυχογραφημάτων, της εύθραυστης ισορροπίας. Οι ηθοποιοί με τις συγκροτημένες ερμηνείες τους και την μεγάλη αίσθηση τής ευθύνης απέναντι στα πρόσωπα και το έργο ενώ τόσο οι συνθέσεις της Νίκης Γκουντούμη όσο και τα κοστούμια της Γιοβάννας Πρασίνου εναρμονίζονται με το περιβάλλον και την εποχή και ολοκληρώνουν το οπτικοακουστικό δέσιμο.
Αν θα μπορούσε ένας θεατής να ταυτιστεί με τον Λεντς ή με κάποιο άλλο πρόσωπο του έργου; Ναι, θα μπορούσε. Με όλα τα πρόσωπα του έργου, ανεξαιρέτως. Η δόμηση είναι τέτοια ώστε να ανακαλύπτεις σε αυτούς τους χαρακτήρες τη δική σου φιλοσοφία· κι έτσι, μπορείς να θαυμάσεις τον φιλάνθρωπο πάστορα (ποιος δε θα θελε να φημίζεται για την φιλανθρωπία του ή να ανήκει στην υψηλή τάξη), να υπερασπιστείς την αλληλέγγυα σύζυγό του (και στήριγμά του), να κατανοήσεις τις διαθέσεις του δασκάλου (τις μεθόδους του, την προσέγγισή του...), να συγκατανεύσεις δίπλα στην οικιακή βοηθό... αλλά περισσότερο από όλα, να ασπαστείς το πνεύμα και να συμπαθήσεις τον ταραγμένο Λεντς. Κι αυτή τη συμπάθεια του θεατή την ανταλλάσσει με αμέριστη κατανόηση ο ήρωας και με από καρδιάς χειροκρότημα ο θεατράνθρωπος.
Ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός σε ελεύθερη θεατρική απόδοση της Ροζίτας Σώκου
Σκηνικά-κοστούμια: Γιοβάννα Πρασίνου
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Αγραπίδη
Μοντάζ: Αντώνης Μανδρανής
Φωτογραφίες: Κώστας Βολιώτης
Πρωταγωνιστούν: Ζαχαρίας Ρόχας, Τέτη Σχοινάκη, Μιχάλης Αλικάκος, Νίκος Καραγιώργης, Νίκος Χαλατζίδης, Ειρήνη Καρπούζη
Διάρκεια παράστασης: 1 ώρα και 45 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Παραστάσεις κάθε Παρασκευή στις 21:00 και Σάββατο στις 19:00
Στο Studio Κυψέλης, Σπετσοπούλας 9, Κυψέλη
Κρατήσεις: 2108819571 Προπώληση: viva.gr
Περισσότερες παραστάσεις στο Studio Κυψέλης εδώ!