Ένα στόρι βασισμένο σε ένα άλλο, αληθινό στόρι, ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματα που μπορεί να αποφασίσει ένας συγγραφέας κι αυτό γιατί: Στο Storytelling, αυτό που έχει σημασία και μόνο, είναι να κάνεις τον άλλο να νοιαστεί. Να νοιαστεί αρκετά για αυτά που λες ώστε να συνεχίσει να διαβάζει, να νοιαστεί αρκετά για τους ήρωες ώστε να μην παρατήσει το βιβλίο, να νιώσει κι αυτός κάτι κάπου μέσα στην ιστορία, να ταυτιστεί. Κι όταν γράφεις μια ιστορία πάνω σε μια άλλη, πραγματική, όταν πατάς πάνω σε γεγονότα που πράγματι έχουν συμβεί, ρισκάρεις σχεδόν σε κάθε βήμα της πλοκής, να χάσεις το παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί; Γιατί πολλά πράγματα όντως έχουν συμβεί, αλλά και πολλά από αυτά δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Οι αληθινές ιστορίες -μάλλον τα βιβλία που βασίζονται σε αληθινά γεγονότα- έχουν ένα προβάδισμα σε σχέση με την καθαρή μυθοπλασία. Κι αυτό γιατί όλους μας εξιτάρει το να διαβάζουμε για ένα φριχτό έγκλημα που συνέβη στ’ αλήθεια, κι όσο χειρότερη η πράξη, η αλήθεια, τόσο μεγαλύτερο και το ενδιαφέρον του κοινού προκαταβολικά. Πριν καν διαβάσει το βιβλίο. Από κει και πέρα είναι στο χέρι του συγγραφέα να ανταποκριθεί στις ήδη αυξημένες προσδοκίες του κοινού και να του δώσει ένα βιβλίο που θα κρατήσει αυτό το προκαταβολικό ενδιαφέρον ψηλά, και ως το τέλος της ανάγνωσης. Κι εκεί κρύβονται οι παγίδες.
Μέσα σε όλο αυτόν τον όγκο πληροφοριών και στοιχείων πάνω στα αληθινά γεγονότα, υπάρχουν και πολλά που ναι μεν ήταν αλήθεια, ναι μεν έχουν συμβεί, αλλά πρέπει ο συγγραφέας να μπορεί να κρίνει αν θα τα συμπεριλάβει στο βιβλίο του, αν θα τα αλλάξει ελαφρώς/συμμορφώσει ή αν θα τα αφήσει απ’ έξω. Προσέξτε: Μιλάμε για βιβλίο βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, ΟΧΙ καταγραφή. Μιλάμε πάντα για Fiction. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να το καταλάβουμε αυτό.
Ακόμα και το πιο απίστευτο γεγονός μπορεί να έχει συμβεί, ακόμα και η πιο απροσδόκητη εξέλιξη σε μια πορεία γεγονότων μπορεί να έχει συμβεί, ακόμα και το θαύμα ναι, μπορεί να έχει συμβεί, αλλά αν αυτό δε δέσει με τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα που στήνει ο συγγραφέας, πρέπει να το παραλείψει. Θα το κάνει;
Η Νέα Ορλεάνη είναι ίσως ο ιδανικότερος τόπος για μια σκοτεινή ιστορία. Είναι αυτό το ανακάτεμα λαών και πολιτισμών, είναι η τοποθεσία της, είναι η μουσική της, είναι το βουντού. Στη Νέα Ορλεάνη, όλα γίνονται διαφορετικά. Υπάρχει μεγάλο ιστορικό παραφρονημένων ανθρώπων, ανθρώπων που σκοτώνουν επειδή υποψιάζονταν πως κάποιος τους έχει κάνει μάγια. Ο Πελεκητής είχε κερδίσει τον τίτλο του μη-ανθρώπου, του εξωπραγματικού, του πνεύματος. Με φόντο μια μαγευτική από όλες τις πλευρές Νέα Ορλεάνη, τρεις ομάδες ανθρώπων αναζητούν το ίδιο πρόσωπο. Αν και πολύ ενδιαφέρoν ο τρόπος αφήγησης, η αστυνομική πλοκή μάλλον είναι χαλαρή -κι εκεί κάπου γεμίζει τα κενά η μουσική. Ίσως να μην είναι τόσο hardcore αστυνομικό, ίσως να μην είναι η White Jazz του James Ellroy, όμως είναι ένα βιβλίο που δεν περνά απαρατήρητο.
Κι εδώ ερχόμαστε στα δικά μας. Η ελληνική έκδοση δυστυχώς δεν στάθηκε όπως έπρεπε σε αυτό το βιβλίο. Ό,τι κι αν αποδειχθεί τελικά αυτό το βιβλίο στην Ελλάδα, το σίγουρο είναι ότι θα το έχει καταφέρει από μόνο του. Ένα πραγματικά υπέροχο εξώφυλλο -το ορίτζιναλ μεν, αλλά υπέροχο, ανάγλυφο, γυαλιστερό- όμως εκεί αρχίζει και τελειώνει η όποια συμβολή του εκδοτικού. Γιατί μέσα είναι το (έλεος πια!) εφημεριδόχαρτο, αυτό που λεκιάζει ακόμα κι από τη φυσική λιπαρότητα του ανθρώπινου δέρματος, αυτό που βλέπουμε στα βίπερ-βιβλία περιπτέρου, αυτά που αγοράζεις με 4-5- 6-7 ευρώ και δε σε νοιάζει αν τα ξεχάσεις στη θάλασσα, αν τα πασαλείψεις αντηλιακό, αν στα σκίσει το ανιψάκι σου. Θα το άφηνα ασχολίαστο μιας και το εφημεριδόχαρτο είναι πια το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του ελληνικού βιβλίου σήμερα· ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και θέμα μεγάλης συζήτησης αλλά εδώ όμως με την τιμή στα 16/17/18 ευρώ, όχι, δεν το αφήνω ασχολίαστο.
Δεύτερο φάουλ και μεγαλύτερο: Η μετάφραση. Παιδιά, μεταφράζω ένα βιβλίο δε σημαίνει ότι ξέρω καλά αγγλικά, βάζω και το google translator δίπλα και μεταφράζω λέξη-λέξη, πρόταση-πρόταση. Με αυτή τη λογική, όλοι όσοι γνωρίζουν καλά αγγλικά θεωρούνται και μεταφραστές. ΟΧΙ. Ο μεταφραστής ουσιαστικά ξαναγράφει το βιβλίο. Από την αρχή. Το θέμα στη μετάφραση είναι να αποδόσεις τα πάντα -τα πάντα όμως. Από τον τόπο, το χρόνο, την έκφραση, την ντοπιολαλιά, την ατμόσφαιρα, τα πάντα, στον κόσμο σου και το κοινό σου. Να τα κάνεις δικά σου. Το Axeman’s Jazz, είναι γεμάτο μουσική, είναι γεμάτο ατμόσφαιρα, νότια διάλεκτο και προφορά, αλλά πού; Που είναι; Δεν το είδα πουθενά μέσα στους διαλόγους. Οι διάλογοι είτε ήταν αδιάφοροι -χωρίς κανένα στοιχείο για την ταυτότητα των ομιλούντων-, είτε αποδοσμένοι σε... βλάχους. Επειδή κάποιος ζει στο νότο, δε σ’μαιν’ σών’ και καλά πους είνι βλάχους. Καπίτο;
Και κάτι άλλο: Οι εκφράσεις. «Ο Μάικλ διέσχισε το γραφείο, καβάλα σε ένα άλογο αγανάκτησης κι εκνευρισμού». Δηλαδή σίριουσλι; Κι άντε ο μεταφραστής το έκανε. Κανείς άλλος δεν το είδε να του πει ...τι γράφεις ρε; Ποιος περπατάει καβάλα σε άλογα αγανάκτησης; Ούτε καν σαν πρόταση δε στέκει! Περπατάει-καβάλα στο άλογο. Ε, δε γίνεται!
Κι επειδή τίποτα δεν αφήνω στην τύχη, το βιβλίο το διάβασα και στη γλώσσα του. Όλο.
Ιδού λοιπόν το άλογο της αγανάκτησης: Michael strode across the bureau floor, riding a wave of indignation and annoyance... Το βλέπετε; Δε χρειάζεται proficiency. Δε λέει καν HORSE. Λέει WAVE. Και είναι απλώς μια έκφραση, έκφραση που έχει νόημα στο αγγλόφωνο κοινό, αλλά όχι, στο ελληνόφωνο. Έλεος! Και αυτό θα το άφηνα ασχολίαστο, αλλά είδα πολλά, πολλά, πολλά τέτοια λάθη, λάθη τεμπελιάς, ερασιτεχνισμού, λάθη απαράδεκτα και επαναλαμβάνω ότι με μια τιμή στα 17 ευρώ, δεν δέχομαι τέτοια λάθη.
Ελπίζω στο μέλλον να δω κάτι να αλλάζει επιτέλους!
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Διαβάστε ένα απόσπασμα! Περισσότερα εδώ!
Στις 12:15 το βράδυ της επόμενης Τρίτης, σκοπεύω να περάσω πάνω από τη Νέα Ορλεάνη. Όντας απέραντα σπλαχνικός, θα κάνω σε εσάς τους ανθρώπους μία μικρή πρόταση:
Έχω μεγάλη αδυναμία στη μουσική τζαζ.
Ορκίζομαι σε όλους τους διαβόλους του Κάτω Κόσμου πως θα χαρίσω τη ζωή σε όλους εκείνους, στα σπίτια των οποίων θα ξεφαντώνει μία ορχήστρα τζαζ την ώρα που μόλις ανέφερα.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ορισμένοι από εσάς, που δεν θα ακούνε τζαζ το βράδυ της Τρίτης, θα νιώσουν πάνω τους βαρύ τον πέλεκυ.
Εμπνευσμένο από μία αληθινή ιστορία, το βιβλίο Η τζαζ του δολοφόνου, με φόντο μία μαγευτική Νέα Ορλεάνη που πλημμυρίζει από τζαζ και γίνεται έρμαιο στα χέρια των συμμοριών, είναι ένα φιλόδοξο, συναρπαστικό μυθιστόρημα αγωνίας.
Ο Ray Celestin ζει στο Λονδίνο. Σπούδασε ασιατική τέχνη και γλώσσες και εργάζεται ως σεναριογράφος για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει δημοσιεύσει αρκετά διηγήματα. Η τζαζ του δολοφόνου είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.