Η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς (1868-1944) καθιερώθηκε ως η πιο φάλτσα σοπράνο στην ιστορία της όπερας και θεωρήθηκε ως η πιο καλτ προσωπικότητα της Νέας Υόρκης από το 1920 ως τη δεκαετία του 1940. Μια γυναίκα που με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της κατάφερε από λίγες και εκλεκτικιστικές συγκεντρώσεις φίλων και γνωστών στην αίθουσα δεξιώσεων του ξενοδοχείου Ριτζ-Κάρλτον όπου έμενε να μεταβεί ως το Κάρνεγκι Χωλ, όπου έζησε το Βατερλώ των εμφανίσεών της μπροστά σε χιλιάδες κόσμου. Αυτή η γυναίκα, που ηχογράφησε τη μοναδική της φωνή ακόμη και σε δίσκους, ίσως είχε αυτήν την αναληθή εικόνα για τον εαυτό της εξαιτίας της σύφιλης και των παρενεργειών αυτής από τις ελλιπείς ιατρικές μεθόδους της εποχής.
Στο πλάι της είχε τον μουσικό Κόσμε Μακ Μουν, με τον οποίο γνωρίστηκαν τυχαία όταν έψαχνε κάποιον να την υποστηρίξει μουσικά και να κάνουν μαζί τις πρόβες τους.
Στο θεατρικό έργο λοιπόν του Στίβεν Τέμπερλεϋ έχουμε δύο πρόσωπα: τον Κόσμε και τη Φλόρενς. Και η ιστορία τους ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όπου ο Κόσμε μένει άφωνος από τα φάλτσα μιας γυναίκας που ψάχνει άνθρωπο να παίζει στο πιάνο τις μελωδίες που εκείνη τραγουδάει. Ο Κόσμε σοκάρεται, βλέπει να καταρρέουν γύρω του όλες του οι γνώσεις γύρω από τη μουσική αλλά ενδίδει ένεκα η φτώχεια κι άλλωστε, όπως υποστηρίζει η Φλόρενς, ένα ρεσιτάλ θα δώσουν. Να όμως που το ρεσιτάλ έχει επιτυχία και επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και έτσι ο Κόσμε παγιδεύεται με μια καλτ προσωπικότητα, κάτι που χαντακώνει το όνομά του στον χώρο της μουσικής, όμως ούτε μεμψιμοιρεί, ούτε εκμεταλλεύεται, ούτε παραιτείται.
Στο κείμενο το δέσιμο αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων είναι απόλυτα αληθοφανές, αναπαριστά όλα τα σκαμπανεβάσματα μιας επαγγελματικής σχέσης αλλά και μιας σχέσης φροντίδας, σχεδόν μητρικής.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος υποδύεται τον Κόσμε στιβαρά, εκφραστικά, σωστά. Κωμικός όπου πρέπει, ωμός όπου χρειάζεται, απελπισμένος την κατάλληλη στιγμή, με πολύ ωραία φωνή και ρυθμό. Οι εκφράσεις του προσώπου του, ο χαρακτήρας που χτίζει μπροστά στο κοινό, οι διαφορετικοί τονισμοί και στάσεις του σώματός του αναπαριστούν άψογα τον απελπισμένο μουσικό που δέχεται στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί να ξεκινήσει κάτι τραγελαφικό και στη συνέχεια παραμένει πλάι στη φάλτσα σοπράνο κάθε φορά και για άλλο λόγο. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν και δομούν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Όπως παραδέχεται και ο Κόσμε: «Είναι τόσο μεγαλειώδης η παράνοια της Φλόρενς που απλώς υποκλίνεσαι!» Η μελόντικα αντικαθιστά έξυπνα την ύπαρξη ενός βαριού πιάνο, δείχνει να παίζει μαζί με τον ηθοποιό και τον βοηθάει στην αμεσότητα και την κινησιολογία του.
Τι να γράψω τώρα για τη Ναταλία Τσαλίκη που υποδύεται τη Φλόρενς; Εκτός του ότι χρειάζεται τέχνη για να υποδυθείς μια παράφωνη, η ηθοποιός αποδίδει ευρηματικά και επίσης με ποικιλία εκφράσεων τη φάλτσα σοπράνο. Είναι μια γυναίκα που δεν ακούει τη φωνή της, πιστεύει πολύ στον εαυτό της, μεγαλοπιάνεται χωρίς να κομπάζει και αρχίζει να σπάει σιγά σιγά σε κομματάκια μόλις όλο αυτό της γυρίζει μπούμερανγκ, κάτι που ξεκινάει σταδιακά από την ηχογράφηση της φωνής της. Μια υπέροχη ηθοποιός που ξεκινάει με απλά βήματα στη σκηνή για να συνεχίσει να κινείται ακατάπαυστα και στο τέλος να δώσει ένα μοναδικό ρεσιτάλ ρυθμικότητας, χορού, συγχρονισμού και ευελιξίας! Πραγματικά, πρέπει να κουράζεται πολύ σε αυτήν την παράσταση!
Το σκηνικό υπερίπταται, κάτι που δίνει κίνηση στον χώρο και τη δυνατότητα να παίζουν παντού οι ηθοποιοί και να υπάρχει μια συνεχής κινητικότητα στη σκηνή.
Χρηστικά έπιπλα, ακόμη πιο χρηστικά ρούχα που βοηθούν στο ντύσιμο και το γδύσιμο, είτε αυτό αφορά τις πρώτες σκηνές, όπου υπάρχει και η μεταφορική έννοια του γδυσίματος και της αλλαγής είτε στο τέλος, όπου η Φλόρενς απογυμνώνεται μπροστά στο κοινό. Ειδικά το κοστούμι της Βασίλισσας της Νύχτας από τον Μαγεμένο Αυλό του Μότσαρτ, όσο εντυπωσιακό έδειχνε τόσο εύκολα έβγαινε και έμπαινε!
Παρ’ όλο που η παράσταση αφορά μια γυναίκα φάλτσα και χωρίς σπουδές στη μουσική και το τραγούδι, το κείμενο και η ίδια η πρωταγωνίστρια δεν την καταντούν καρικατούρα. Σέβονται και υποστηρίζουν τις αδυναμίες της φωνής και της εμφάνισης της Φλόρενς, τη διακωμωδούν στο επιτρεπτό όριο, χωρίς να ξεπερνούν ποτέ το όριο της μίμησης για να φτάσουν στην παρωδία ή στη γελοιοποίηση. Με χαρά ανακάλυψα ότι και το κοινό ακολουθούσε αυτές τις επιλογές, γιατί γελούσε με τους ηθοποιούς και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε, όχι εις βάρος του προσώπου που ήρθαν να δουν τη ζωή του.
Μια πολύ όμορφη παράσταση, με κωμικές στιγμές, υπέροχο παίξιμο, λειτουργικά σκηνικά και άμεση επαφή του Προμηθέα Αλειφερόπουλου και της Ναταλίας Τσαλίκη με το κοινό, με το οποίο δε διστάζουν να ανακατευτούν κατά τη διάρκεια του έργου.
Στα μείον η έλλειψη ηχομόνωσης, οπότε παρακαλάτε έξω από το θέατρο να μην αρχίσει κανένας συναγερμός αυτοκινήτου!
«H τέχνη δεν μπορεί να κυβερνιέται από την περίσκεψη και τη σύνεση». Αυτό ισχυρίζεται η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, η πιο φάλτσα σοπράνο στην ανθρώπινη ιστορία, προκειμένου να δικαιολογήσει την εμμονή της να τραγουδά δημοσίως, και μάλιστα Μότσαρτ. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, ο ακομπανιατέρ της στο πιάνο, ένας διαλυμένος ψυχολογικά μουσικός, ο Κόσμε Μακ Μουν, προσπαθεί ακόμα να εξηγήσει το φαινόμενο Τζένκινς.
Μια σπουδή πάνω στο ανέφικτο ιδεώδες της μουσικής, της τυραννίας του «σωστού» και του «λάθους». Μια ακροβατική «κολορατούρα» πάνω στην τέχνη, την αρρώστια, το θάνατο και τη μνήμη. Ένα ενθύμιο μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ανθρώπινης κλίμακας.
Συντελούν:
Κείμενο: Stephen Temperley
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Μετάφραση: Γιάννος Περλέγκας και Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Σκηνικά / Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
Φωνητική διδασκαλία: Ευαγγελία Καρακατσάνη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Σχεδιασμός Mακιγιάζ: Ιωάννα Μπάκα
Κομμώσεις: Σωτήρης Πατεράκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα
Βοηθός ενδυματολόγου/Κατασκευή κοστουμιών: Σάλι Αλάραμπι
Φωτογραφίες: Karol Jarek Παραγωγή: Μανόλης Σάρδης-PRO4