Μιχαήλ Μητσάκη
«Αυτοκτονώ, ας μην ενοχληθεί κανείς»
Αυτή τη φράση έχει γράψει σε ένα χαρτάκι ένας αυτόχειρας· πέντε μόλις λέξεις που όμως καταφέρνουν να δηλώνουν την παραίτηση, την τραγικότητα μιας ολόκληρης ύπαρξης που αυτούσια και τόσο ρεαλιστικά καταφέρνει να μας αποδώσει η παράσταση Αυτόχειρ που ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο θέατρο Vault με σκηνοθέτη και ερμηνευτή του έργου τον Κώστα Παπακωνσταντίνου.
Η παράσταση είναι πιστή μεταφορά του διηγήματος Αυτόχειρ του Έλληνα συγγραφέα Μιχαήλ Μητσάκη, ενός πεζογράφου που ανήκει στη Γενιά του 1880 και στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Το έργο, γραμμένο περισσότερα από εκατόν είκοσι χρόνια πίσω, εντάσσεται στο ρεύμα του νατουραλισμού και του αισθητισμού και αποτελεί τόσο ένα χρονογράφημα όσο και μια ηθογραφική καταγραφή της Πάτρας στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο διήγημα, ο συγγραφέας διατηρεί το όνομά του και ως επισκέπτης της Πάτρας που αγαπάει, χρίζει τον εαυτό του άτυπο παρατηρητή της πόλης δίχως όμως να μένει μονάχα σε αυτό. Όταν στα χέρια του φτάνει εκείνο το χαρτάκι με τις στερνές αράδες ενός αυτόχειρα, ενός ξένου, ενός επισκέπτη όπως κι ο ίδιος στην Πάτρα, τότε νιώθει έναν άμεσο συσχετισμό με τον εαυτό του και ξεκινάει έναν πολύωρο περίπατο σε ολόκληρη την Πάτρα, περιδιαβαίνοντας τις πιο όμορφες γειτονιές της. Κάνοντας αυτή τη λεπτομερή λαογραφική περιπλάνηση, προσφέρει παράλληλα κι ένα φιλοσοφικό οδοιπορικό, μια εξέταση επάνω στα αιώνια και αναπάντητα ζητήματα της ύπαρξής μας, την προσωπική μοναξιά και τη μοναχικότητα, στοιχεία που τον απασχόλησαν και σε άλλα έργα του. Μέσα από τις στάσεις και τα περάσματα του παρατηρητή-αφηγητή σε διάφορα μέρη της Πάτρας, από το λιμάνι σε κάποιο καφέ, από το ξενοδοχείο στους λόφους, από την αγορά σε ένα μπαρ, και κυρίως από τη μέρα στη νύχτα και πάλι στο ξημέρωμα, ξεδιπλώνεται ένας κοσμοπολίτικος αλλά συνάμα τόσο απρόσωπος αναβρασμός της τότε Αχαϊκής κοινωνίας. Ομολογουμένως το κείμενο του Μητσάκη είναι ένα από τα ομορφότερα και πιστότερα σχετικά με την ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής, και αυτό αναδεικνύεται τόσο από την επαγγελματική του ιδιότητά του ως δημοσιογράφος όσο και τη λογοτεχνική του δεινότητα.
Έχοντας λοιπόν ένα τόσο εικονοπλαστικό κείμενο, αμέσως καθίσταται σαφές πως ένας μονόλογος θα πρέπει να κάνει εξαιρετική δουλειά με το εκάστοτε κείμενο. Ο μονόλογος παραδοσιακά απαιτεί μια επιστράτευση φαντασίας από τον ηθοποιό και πλήθος διαφόρων εκφραστικών μέσων, μιας ευρηματικότητας αλλά και την επίδειξη μιας εγκράτειας, μιας πειθαρχίας, κάτι που ο κύριος Παπακωνσταντίνου πετυχαίνει ολοκληρωτικά στην ερμηνεία του.
Η παράσταση ξεκινά με μια νοσταλγική και μελωδική είσοδο στην Πάτρα εκείνων των χρόνων. Αυτό επιτυγχάνεται με την προβολή παλαιών, ασπρόμαυρων φωτογραφιών της πόλης, που οπτικοποιεί στον θεατή την εποχή εκείνη και παράλληλα επιδεικνύει τα σημεία κλειδιά της, τις πιο παραδοσιακές γειτονιές και τα πλέον χαρακτηριστικά της μέρη. Μια Πάτρα που βρίθει ζωής, με τα μπακάλικά της, τις αγορές, τους εμπόρους και τους ανθρώπους της που περιδιαβαίνουν δρόμους, πλατείες, προβλήτες, καντούνια. Μοναδικά εφόδια του ερμηνευτή επί σκηνής είναι μια καρέκλα, οι επί μέρους φωτισμοί και οι λιτές εμβόλιμες ηχητικές παρεμβολές προς δόμηση της κάθε σκηνής. Η χροιά της φωνής του ηθοποιού στο σύνολό της είναι μελίρρυτη, βεβαία, ήρεμη, και σταθερή σε βηματισμό, κάτι που είναι μελετημένο και το απαιτεί η συσταλτικότητα του κειμένου, ενώ σε άλλες είναι ο ρεαλιστικός βρυχηθμός που επιζητά η περιγραφή μιας σκηνής της κοινωνίας που παρατηρεί.
Με εξαιρετικά εκφραστικά χέρια ο κύριος Παπακωνσταντίνου, με μια κυματώδη κινησιολογία αλλά και μια πρόδηλη συγκινησιακή φόρτιση, εξετάζει τη σφαλερότητα ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις και μας τοποθετεί άμεσα στον παρατηρητικό κόσμο του Μητσάκη. Ειδικότερα δε, κάθε φορά που επαναλαμβάνει την εύλογη απορία του για τον χαμό του αυτόχειρα, ποιον τελικά ενδιαφέρει, ποιον θα μπορούσε να ενοχλήσει η αυτοκτονία ενός αγνώστου, ο ηθοποιός μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αμέτοχης θέσης ενός παρατηρητή και κατόπιν στην παραίτηση ενός ευαίσθητου ανθρώπου που όμως μοιραίως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Ο κύριος Παπακωνσταντίνου στην ερμηνεία του καταφέρνει για το κοινό κάτι το εξαιρετικό: Έχει μελετήσει το έργο του Μητσάκη, επιδεικνύει εξαιρετική εκφραστική ωριμότητα και έχει μεθοδεύσει την καταγραφή του Μητσάκη μέσα από ένα πλήθος περιγραφικών και ερμηνευτικών αυξομειώσεων. Μεγάλο όπλο της ερμηνείας του ηθοποιού η απόδοση της μεικτής γλώσσας του κειμένου. Να σημειώσουμε εδώ πως γίνεται πιστή απόδοση του γλωσσικού ιδιώματος του συγγραφέα, ο οποίος επηρεασμένος από το γλωσσικό ζήτημα των ημερών του, βρέθηκε σε δίλημμα από τη μία να γράφει στην καθαρεύουσα ως επαγγελματίας δημοσιογράφος και από την άλλη να προτιμά να εκφράζεται στη δημοτική ως συγγραφέας. Αποτέλεσμα αυτής της ταλάντευσης είναι ένα προσωπικό μεικτό ιδίωμα στα κείμενά του, ένα δημοτικό ύφος με στοιχεία καθαρευούσης, κάτι που όπως καταλαβαίνετε κάνει ιδιαίτερα δύσκολο τον ρόλο. Ο κύριος Παπακωνσταντίνου ωστόσο αναμετράται με το κείμενο του Μητσάκη και κερδίζει τις εντυπώσεις αποδίδοντάς το με μεγίστη λεπτομέρεια και καταφέρνοντας να μετουσιώσει τον λόγο σε εικόνα και να τον προσφέρει στον θεατή.
Για αυτή τη σύνδεση με το κοινό μας μίλησε και ο ίδιος: «Κάθε μονόλογος είναι ταυτόχρονα σκληρός αλλά και όμορφος για τον ηθοποιό καθώς έχεις ως παρτενέρ τους θεατές. Ο ήρωάς μας είναι ο ίδιος ο Μητσάκης και είναι ένας παρατηρητής της πόλης, της καθημερινότητας των χρόνων εκείνων της Πάτρας και καθώς την περιδιαβαίνει και φιλοσοφεί, την απολαμβάνει και ταυτόχρονα, περισσότερο συνομιλεί με τον αυτόχειρα παρά μονολογεί.»
Είναι μια παράσταση που θα πρέπει να παρακολουθήσετε.
Όχι μονάχα για να έρθετε σε επαφή με το έργο του Μητσάκη -για όσους δεν το γνωρίζουν-, αλλά γιατί σε δεύτερο επίπεδο καταπιάνεται με θέματα τεραστίων διαστάσεων, δίχως να έχει να ζηλέψει πολλά από έναν έτερο τεράστιο νατουραλιστή της εποχής του, τον Ζολά. Η ίδια νατουραλιστική αγάπη, ο ρεαλισμός και η μελαγχολική χροιά απορρέει από αυτόν τον μονόλογο καθώς οι αξίες και ιδανικά εξετάζονται υπό το πρίσμα της αλλοτρίωσης, της γρήγορης ζωής στα αστικά κέντρα και την αποξένωση των ατόμων. Η παράσταση και το ίδιο το έργο του Μητσάκη φιλοσοφεί με μια μελαγχολική γλυκύτατη πως όλα είναι φαιδρά, όλα είναι μια μικρή πέτρα που θα συνθλιβεί κάτω από τον βαρύ μύλο του χρόνου, της ζωής και της αέναης συνέχισής της, και αποτελεί μια νοσταλγία, έναν ευσεβή πόθο για το πώς θα έπρεπε να είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Μέσα από την τραγικότητα της ερμηνείας του κυρίου Παπακωνσταντίνου στοχαζόμαστε τη θνητότητα, τα αιωνίως αναπάντητα υπαρξιακά ζητήματα και τον αέναο κύκλο ζωής και θανάτου.
Καθώς κλείνει το έργο, και πάλι με τη χρήση ασπρόμαυρων φωτογραφιών του κάποτε αλλά και πιο σύγχρονες, μια τελευταία φράση ως επωδός κατακλύζει τον νου προσφέροντάς μας τροφή για σκέψη. Αυτήν όμως, θα επιλέξω να μην τη μοιραστώ μαζί σας... θα την αφήσω ως απόσταγμα, ως ένα εντελώς προσωπικό σας βίωμα για όταν θα παρακολουθήσετε το έργο.
Ταυτότητα παράστασης:
Συγγραφέας: Μιχαήλ Μητσάκης
Σκηνοθεσία-Ερμηνεία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδριάνα Χαλκίδη
Κινησιολογία: Μαργαρίτα Τρίκκα
Μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης
Σκηνικά, κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Βίντεο παράστασης: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης
Σχεδιασμός αφίσας: Σίμος Παπαναστασόπουλος
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στην μνήμη ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και καλεί τους θεατές να ανακαλύψουν το έργο του Μιχαήλ Μητσάκη. Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από το θάνατό του.
VAULT THEATRE PLUS
Μελενίκου 26, Βοτανικός, Αθήνα
Τηλ. Επικοινωνίας 2130356472 και 6945993870, email: vaulttheatre.gr@gmail.com
Οι προγραμματισμένες παραστάσεις συνεχίζονται μέχρι τις 26 Ιανουαρίου 2017 κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15
Διάρκεια: 60 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Μιχαήλ Μητσάκης (1863 - 1916)
Γεννήθηκε στα Μέγαρα, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Το 1880 γράφεται στην Νομική Σχολή Αθηνών αλλά μετά από δύο χρόνια την εγκαταλείπει και αφοσιώνεται στη δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή και μέσα σ’ αυτήν εντάχθηκε το λογοτεχνικό του έργο. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Πρωτοπόρος του νατουραλισμού και θεμελιωτής της αστικής πεζογραφίας. Παρότι υπήρξε υπέρμαχος της Δημοτικής, η γλώσσα των έργων του είναι μεικτή. Η λογοτεχνική του παραγωγή διακόπηκε απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της ψυχικής του ασθένειας που είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του, πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαϊτειο, όπου πέθανε από πνευμονία.
Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Οι Χαλασοχώρηδες», το θεατρικό έργο του Στανισλάβ Στρατίεβ «Το Ρωμαϊκό Λουτρό» και την κινητή παράσταση «Εμείς, οι άλλοι» για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Αυτήν την περίοδο παρουσιάζεται στο Θέατρο 104, σε δική του σκηνοθεσία, η νουβέλα του Αργύρη Εφταλιώτη «Η Μαζώχτρα», ενώ τον Μάιο του 2017 θα σκηνοθετήσει το έργο της Νάντιας Δρακούλα «Το Σχοινάκι» στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», συμμετέχοντας στη δράση του Εθνικού Θεάτρου «Συγγραφέας του μήνα».
Περισσότερες παραστάσεις στο Vault
Περισσότερες παραστάσεις στο Vault