Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Λ.Κ.: Η ανάγκη μου να γράψω όλο εκείνο το διάστημα που είχα γκρεμοτσακιστεί σε βαθιά κενά έμπνευσης.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Λ.Κ.: Ελευθερία.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Λ.Κ.: Ποτέ δεν συμβουλεύω κάποιον που δεν ζήτησε την συμβουλή μου. Ωστόσο, τον προειδοποιώ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το άτομό του δεν είναι συμπτωματική. Προσωπικά εκείνον ξεμπροστιάζω.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Λ.Κ.: Προφανώς θα ήταν στο Συλλογικό Ασυνείδητο –κατά τον Jung κάπου στον κόσμο μας υπάρχει κι αυτό– για να διερευνήσω την πραγματική, αρχέγονη ελευθερία της ψυχής, πέρα από την αλληλεπίδρασή της και την ψυχοπαθολογία της κοινωνικής καταπίεσης. Όσο για τη διάρκεια του ταξιδιού, τι να πω… δεν ξέρω καν αν υπάρχει επιστροφή.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Λ.Κ.: «Μια ψυχή που έμαθε να ζει μες στο κελί, μπορεί ν’ αναπνέει ακόμη κι έξω απ’ το κελί της;»
Ξέρεις πώς είναι να κυλάει η ζωή ερήμην σου; Κι όταν είσαι συγγραφέας, ξέρεις πώς είναι να βλέπεις τις λέξεις, τις ιδέες, τα ευρήματά σου να βυθίζονται στο κενό κι η έμπνευση σου η σκορδόπιστη να την κάνει μ’ ελαφρά πηδηματάκια;
Κάπως έτσι βάλτωσε η συγγραφέας Ιωάννα Μαργέτη. Ώσπου έλαβε την πρώτη ανώνυμη επιστολή. Ακολούθησαν κι άλλες. Μια ιστορία σε συνέχειες. «Θα τη γράψεις» την πρόσταξε ο άγνωστος. Τρόμαξε. Ήταν κι εκείνο το πασπαρτού που της έβαζε βίαια στα χέρια. Κείνο που θα ξεκλείδωνε εντός της κρυμμένα μυστικά, ανασφάλειες και φόβους.
«Μια ψυχή που έμαθε να ζει μες στο κελί, μπορεί ν’ αναπνέει ακόμη κι έξω απ’ το κελί της;»
Υποκύπτει. Καταπιάνεται με τη συγγραφή αλλά και την αναζήτηση του άγνωστου αποστολέα. Ταυτίζεται με το ίδιο της το κείμενο. Βυθίζεται και συνθλίβεται. Αιμορραγεί κι εξαγνίζεται. Η λύτρωση που προσδοκά είναι να καρφώσει στην πόρτα της ζωής της εκείνο το σημείωμα που η ίδια επινόησε για τον ήρωά της.
«Κορόιδα, σας την έσκασα, είμαι ελεύθερη πια!»
Το βιβλίο της Λίτσας Καραμπίνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.